Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Οκτωβρίου 09, 2012

Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας πρότυπο Κυβερνήτη


 Κώ­στας Χα­τζη­αν­τω­νί­ου
Συγγραφέας-Ιστορικός


      Εἶ­ναι νο­μί­ζω κοι­νὸς τό­πος ὅ­τι πο­λι­τι­κὲς ἢ καὶ γε­νι­κό­τε­ρα ἐ­ξου­σι­α­στι­κὲς πρά­ξεις ἐ­κτε­λοῦν ὅ­λοι ὅ­σοι ζοῦν σὲ πο­λι­τι­κὲς κοι­νω­νί­ες. Σὲ κά­θε πο­λι­τεί­α ὡ­στό­σο, ἀ­κό­μη καὶ σὲ ἐ­κεῖ­νες μὲ τὴν στοι­χει­ώ­δη μορ­φή, ἡ ἐ­κτέ­λε­ση τῶν θε­με­λι­ω­δῶν πο­λι­τι­κῶν λει­τουρ­γι­ῶν ποὺ κα­θο­ρί­ζουν τὴν πο­ρεί­α της ἀ­να­λαμ­βά­νε­ται ἢ ἀ­να­τί­θε­ται σὲ ὁ­ρι­σμέ­νο ἀ­ριθ­μὸ προ­σώ­πων. Αὐ­τὴ ἡ ἀ­νά­θε­ση ἢ ἀ­νά­λη­ψη ὑ­πῆρ­ξε πάν­το­τε τὸ με­γά­λο καὶ δυ­σε­πί­λυ­το ζή­τη­μα τό­σο γιὰ τὴν πο­λι­τι­κὴ θε­ω­ρί­α ὅ­σο καὶ γιὰ τὴν πο­λι­τι­κὴ πρά­ξη. Ἂν ἡ Ἱ­στο­ρί­α ἀ­πο­τι­μᾶ ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα, μί­α θε­ω­ρί­α ὀ­φεί­λει νὰ προ­βάλ­λει τὶς ἀ­ξί­ες βά­σει τῶν ὁ­ποί­ων θὰ ἀ­να­λά­βει κά­ποι­ος τὴν ἐ­ξου­σί­α, ἀλ­λὰ καὶ τοὺς σκο­ποὺς ποὺ ἐν τέ­λει θὰ ὑ­πη­ρε­τεῖ. Ἐν τού­τοις, ὅ­σα ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ καὶ λο­γι­κὰ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα κι ἂν ἐ­πι­στρα­τεύ­ει μί­α θε­ω­ρί­α γιὰ νὰ δι­εκ­δι­κή­σει ἀν­τι­κει­με­νι­κό­τη­τα ἢ ἔ­στω τὴν πει­θώ, ὑ­πάρ­χει ἕ­νας πα­ρά­γον­τας ποὺ μό­νος του μπο­ρεῖ νὰ δι­και­ώ­σει ἢ νὰ ἀ­κυ­ρώ­σει μί­α θε­ω­ρί­α. Καὶ αὐ­τὸς εἶ­ναι οἱ ἀ­ρε­τὲς τῶν φο­ρέ­ων τῆς ἐ­ξου­σί­ας. Με­τὰ ἀ­πὸ δύ­ο αἰ­ῶ­νες ἐ­λεύ­θε­ρου πο­λι­τι­κοῦ βί­ου, θε­ω­ρῶ πὼς μπο­ρεῖ βά­σι­μα νὰ ὑ­πο­στη­ρι­χθεῖ ὅ­τι οἱ ἀ­ρε­τὲς τοῦ Ἰ­ω­άν­νη Κα­πο­δί­στρια κα­θι­στοῦν αὐ­τὸν πρό­τυ­πο ἀ­κέ­ραι­ου Κυ­βερ­νή­τη. Ἀ­κέ­ραι­ου ὄ­χι μό­νο ὑ­πὸ ἠ­θι­κὴν ἔν­νοι­α, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως ἀ­πὸ τὴν ἄ­πο­ψη τῆς πο­λι­τι­κῆς ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας – ὅ­σο κι ἂν τὸ ἔρ­γο του δι­ε­κό­πη βί­αι­α, μὲ συ­νέ­πει­ες δρα­μα­τι­κὲς γιὰ τὴν ἱ­στο­ρι­κή μας ἐ­ξέ­λι­ξη. Ὁ Κα­πο­δί­στριας, πρῶ­τος Κυ­βερ­νή­της τοῦ Ἐ­θνι­κοῦ μας κρά­τους, σφρα­γί­ζει μὲ τὴν ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τη πο­λι­τι­κὴ ἀρ­χῶν ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σε κα­θ᾿ ὅ­λη του τὴ στα­δι­ο­δρο­μί­α, τὶς ἀ­παρ­χὲς τοῦ νε­ο­ελ­λη­νι­κοῦ βί­ου καὶ εἶ­ναι ὁ μό­νος ἡ­γέ­της πρὶν ἀ­πὸ τὸν Ἐ­λευ­θέ­ριο Βε­νι­ζέ­λο ποὺ εἶ­χε ἕ­να συ­νο­λι­κὸ σχέ­διο γιὰ τὸ νέ­ο Ἑλ­λη­νι­σμό. Δι­α­κε­κρι­μέ­νος Εὐ­ρω­παῖ­ος δι­πλω­μά­της συγ­χρό­νως, ἀ­πο­τέ­λε­σε –νω­ρί­τε­ρα ἴ­σως ἀ­π᾿ ὅ­τι ἄν­τε­χε ἡ ἐ­ξερ­χό­με­νη ἀ­πὸ μί­α μα­κραί­ω­νη ἀ­σι­α­τι­κὴ καὶ ὀ­θω­μα­νι­κὴ ἀλ­λοί­ω­ση ἑλ­λη­νι­κὴ κοι­νω­νί­α– ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα τοῦ αὐ­θεν­τι­κοῦ Ἕλ­λη­να καὶ τοῦ γνή­σιου Εὐ­ρω­παί­ου. Τὸ βί­αι­ο τέ­λος του, προ­ϊ­όν του ἐ­ναν­τί­ον τοῦ συ­να­σπι­σμοῦ συν­τη­ρη­τι­κῶν καὶ προ­ο­δευ­τι­κῶν, φι­λε­λεύ­θε­ρων καὶ ὀ­λι­γαρ­χι­κῶν, ἀ­κύ­ρω­σε ἐν τῇ γε­νέ­σει τὴν προ­σπά­θεια γιὰ ἐ­θνι­κὰ ἀ­νε­ξάρ­τη­τη καὶ κοι­νω­νι­κὰ ἰ­σόρ­ρο­πη ἐκ­κί­νη­ση τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς ζω­ῆς. Ὡ­στό­σο ὁ Ἰ. Κα­πο­δί­στριας ἀ­να­δεί­χθη­κε, χω­ρὶς καμ­μί­α ὑ­περ­βο­λή, σύμ­βο­λο ἐ­θνι­κὸ ἀ­φοῦ στὸ πρό­σω­πο καὶ τὸ ἔρ­γο του μπο­ροῦν νὰ ἀ­να­φέ­ρον­ται μέ­χρι σή­με­ρα οἱ πιὸ ἑ­τε­ρό­κλη­τες ἀ­πό­ψεις καὶ δυ­νά­μεις, ἐ­πι­λέ­γον­τας κα­τὰ βού­λη­ση δι­α­στά­σεις τῆς πο­λι­τι­κῆς του. Ἕ­να φαι­νό­με­νο εὔ­λο­γο ἀ­φοῦ στὴν ἑ­νό­τη­τά της, αὐ­τὴ ἡ πο­λι­τι­κὴ θὰ ἐ­πι­τύγ­χα­νε τὴν ὑ­πέρ­βα­ση τοῦ δι­α­χρο­νι­κοῦ νε­ο­ελ­λη­νι­κοῦ δι­χα­σμοῦ με­τα­ξὺ συγ­χρο­νι­σμοῦ καὶ πα­ρά­δο­σης.
Δὲν θὰ στα­θῶ σὲ βι­ο­γρα­φι­κὰ στοι­χεῖ­α ποὺ εἶ­ναι νο­μί­ζω λί­γο-πο­λὺ γνω­στά. Θὰ ὑ­πο­γραμ­μί­σω ἁ­πλῶς κά­ποι­α γε­γο­νό­τα ποὺ ὁ­δη­γοῦν σὲ ὁ­ρι­σμέ­να ἀ­σφα­λῆ συμ­πε­ρά­σμα­τα. Ὁ Ἰ­ω­άν­νης Κα­πο­δί­στριας ἔ­φε­ρε κα­τ᾿ ἀρ­χὴν μί­α πα­ρά­δο­ση οἰ­κο­γε­νεια­κῆς εὐ­γέ­νειας καὶ με­γά­λω­σε σὲ ἕ­να πε­ρι­βάλ­λον ἐ­λεύ­θε­ρο ἀ­πὸ τὴν ὀ­σμα­νι­κὴ βαρ­βα­ρό­τη­τα, στοι­χεῖ­α ποὺ τὸν ἔ­κα­ναν ἀ­νοι­χτὸ πρὸς τὴν εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα χω­ρὶς νὰ τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦν τὰ γνω­στὰ συμ­πλέγ­μα­τα εἴ­τε ξε­νο­μα­νί­ας, εἴ­τε ξε­νο­φο­βί­ας. Στὴν πρώ­ϊ­μη ἐ­φη­βεί­α του χρο­νο­λο­γεῖ­ται μί­α ση­μαν­τι­κὴ γνω­ρι­μί­α, μὲ τὸν ἡ­γού­με­νο τῆς μο­νῆς τῆς Πλα­τυ­τέ­ρας Συ­με­ὼν στὸν ὁ­ποῖ­ο πολ­λὰ ὀ­φεί­λει ἡ ἠ­θι­κὴ συγ­κρό­τη­σή του. Τὰ πρῶ­τα χρό­νια τῆς Ἰ­ο­νί­ου Πο­λι­τεί­ας δί­νει ση­μά­δια τῶν ξε­χω­ρι­στῶν ἱ­κα­νο­τή­των του κα­θὼς ἐ­πι­τυγ­χά­νει νὰ τερ­μα­τί­σει τὶς τα­ρα­χὲς ποὺ εἶ­χαν ξε­σπά­σει στὴν Κε­φα­λλο­νιά. Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα θὰ ὀρ­γα­νώ­σει τὴν ἄ­μυ­να τῆς Λευ­κά­δας ἀ­πο­τρέ­πον­τας ἔ­τσι σχε­δι­α­ζό­με­νη ἐ­πί­θε­ση τοῦ Ἀ­λῆ πα­σᾶ. Ἀρ­νεῖ­ται τὴ δε­λε­α­στι­κὴ προ­σφο­ρὰ θέ­σε­ων ἀ­πὸ τοὺς Γάλ­λους τῆς να­πο­λε­όν­τειας ἐ­ξόρ­μη­σης καὶ ἀ­φο­σι­ώ­νε­ται στὴν Ἰ­ό­νιο Ἀ­κα­δη­μί­α ἀ­να­μέ­νον­τας τὴν εὐ­και­ρί­α ποὺ θὰ φτά­σει τὸ 1808 ὅ­ταν τὸ ρω­σσι­κὸ ὑ­πουρ­γεῖ­ο Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν τοῦ προ­σφέ­ρει θέ­ση εἰ­δι­κοῦ συμ­βού­λου.
Ἡ πο­λι­τι­κὴ δι­ορ­γά­νω­ση τῆς Βεσ­σα­ρα­βί­ας, ἡ λύ­ση τοῦ χρο­νί­ζον­τος «ἑλ­βε­τι­κοῦ ζη­τή­μα­τος» (ὅ­ταν ἐν­τὸς ὀ­λί­γων μη­νῶν θε­με­λι­ώ­νει τὸ ὁ­μο­σπον­δια­κὸ σύ­στη­μα καὶ κα­το­χυ­ρώ­νει τὴν μέ­χρι σή­με­ρα εὐ­η­με­ρο­τό­κο οὐ­δε­τε­ρό­τη­τα τῆς Ἑλ­βε­τί­ας) καὶ ἡ λαμ­πρὴ ἐμ­φά­νι­ση στὸ Συ­νέ­δριο τῆς Βι­έν­νης, τὸν ἐ­πι­βάλ­λουν ὡς κο­ρυ­φαί­α μορ­φὴ τῆς ρω­σσι­κῆς δι­πλω­μα­τί­ας, γε­γο­νὸς ποὺ θὰ προ­κα­λέ­σει τὴ σφο­δρὴ ἀ­νη­συ­χί­α τοῦ Αὐ­στρια­κοῦ καγ­κε­λά­ριου Μέτ­τερ­νιχ καὶ τῶν ἀν­τι­δρα­στι­κῶν κύ­κλων τῆς Εὐ­ρώ­πης. Καὶ δὲν εἶ­χαν ἄ­δι­κο, ἀ­φοῦ ὁ Ἕλ­λη­νας δι­πλω­μά­της δὲν ξε­χνοῦ­σε τὴν Πα­τρί­δα του, ὅ­πως φά­νη­κε ἀ­πὸ τὸ «Ὑ­πό­μνη­μα τοῦ 1816» μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο πρό­τει­νε στὸν Τσά­ρο Ἀ­λέ­ξαν­δρο μί­α τέ­τοι­α πο­λι­τι­κὴ στὰ θέ­μα­τα τῆς Ὀ­θω­μα­νι­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας ποὺ θὰ ὁ­δη­γοῦ­σε στὴν στα­δια­κὴ ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν λα­ῶν τῆς Βαλ­κα­νι­κῆς, ἐ­νῶ δι­κό του ἔρ­γο ἦ­ταν ἡ ἵ­δρυ­ση τῆς Φι­λο­μού­σου Ἑ­ται­ρεί­ας στὴ Βι­έν­νη.
Ὁ Κα­πο­δί­στριας φέ­ρε­ται νὰ ἀ­πέρ­ρι­ψε δύ­ο προ­τά­σεις τῶν Φι­λι­κῶν (τοῦ Γα­λά­τη τὸ 1817 καὶ τοῦ Ξάν­θου τὸ 1820) γιὰ τὴν ἀ­νά­λη­ψη τῆς ἀρ­χη­γί­ας τῆς Ἑται­ρεί­ας. Γνω­ρί­ζον­τας τὸ δυ­σμε­νὲς δι­ε­θνὲς πε­ρι­βάλ­λον, ἐ­πι­σή­μως θε­ω­ροῦ­σε ἄ­και­ρη τὴν ἐ­ξέ­γερ­ση ἀ­φοῦ ἐ­πι­πρό­σθε­το πρό­βλη­μα θὰ ἦ­ταν καὶ ἡ δι­κή του πα­ρου­σί­α ποὺ θὰ προ­κα­λοῦ­σε τὰ ἀν­τι­ρω­σσι­κὰ ἀ­να­κλα­στι­κὰ τῶν δυ­τι­κῶν δυ­νά­με­ων. Ὡ­στό­σο καὶ αὐ­τὸς καὶ ὁ Τσά­ρος Ἀ­λέ­ξαν­δρος (ποὺ ἤ­ξε­ρε τὰ πάν­τα γιὰ τὴν Ἑ­ται­ρεί­α μέ­σῳ τῆς τρο­με­ρῆς Τσα­ρι­κῆς ἀ­στυ­νο­μί­ας) προ­στά­τευ­σαν τὸν Γα­λά­τη καὶ τὴν προ­πα­ρα­σκευ­ὴ τοῦ Ἀ­γῶνα στὸ ρωσ­σι­κὸ ἔ­δα­φος, ἐ­νῶ λί­γο πρὶν τὴν ἔ­ναρ­ξή της, ὁ Κα­πο­δί­στριας ἐν­θάρ­ρυ­νε τὶς πρω­το­βου­λί­ες τοῦ Ἀ­λέ­ξαν­δρου Ὑ­ψη­λάν­τη, ὅ­πως ὁ τε­λευ­ταῖ­ος ἀ­πο­κά­λυ­ψε σὲ ἐ­πι­στο­λὴ πρὸς τὸν Τσά­ρο. Ὅ­ταν δὲ ξέ­σπα­σε ἡ Ἐ­πα­νά­στα­ση, ὁ Κα­πο­δί­στριας ἦ­ταν αὐ­τὸς ποὺ πέ­τυ­χε στὸ Λά­ϋμ­παχ (ὅ­που εἶ­χαν συ­νέλ­θει οἱ εὐ­ρω­πα­ϊ­κὲς δυ­νά­μεις γιὰ τὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τοῦ ἐ­πα­να­στα­τι­κοῦ ἀ­να­βρα­σμοῦ) νὰ ἐξαι­ρε­θεῖ ἡ Ἑλ­λά­δα ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­βο­λὴ ὅ­πως ἀλ­λοῦ κα­τα­σταλ­τι­κῶν μέ­τρων. Στὴ συ­νέ­χεια, μό­λις θὰ γί­νουν γνω­στὲς οἱ θη­ρι­ω­δί­ες τῶν Τούρ­κων καὶ ὁ ἀ­παγ­χο­νι­σμὸς τοῦ Πα­τριά­ρχη, πέ­τυ­χε νὰ ἀ­πο­σπά­σει τὸν Τσά­ρο ἀ­πὸ τὴν ἐ­πιρ­ρο­ὴ τοῦ Μέτ­τερ­νιχ καὶ νὰ ὁ­δη­γή­σει τὴ Ρω­σσί­α σὲ μί­α νέ­α, σκλη­ρὴ πο­λι­τι­κὴ ἀ­πέ­ναν­τι στὴν Πύ­λη, ὅ­πως αὐ­τὴ ἐκ­φρά­στη­κε μέ­σα ἀ­πὸ αὐ­στη­ρὲς δι­α­κοι­νώ­σεις ποὺ κα­τέ­λη­ξαν σὲ δι­α­κο­πὴ τῶν δι­πλω­μα­τι­κῶν σχέ­σε­ων τῶν δύ­ο χω­ρῶν. Ὁ μὲν Κα­πο­δί­στριας μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε εὐ­σχή­μως ἀ­πὸ τὴ θέ­ση του τὸ 1822, ἡ Ἐ­πα­νά­στα­ση ὅ­μως εἶ­χε δι­α­σω­θεῖ καὶ μί­α ἄλ­λη προ­ο­πτι­κὴ δι­α­νοι­γό­ταν. Ἡ προ­ο­πτι­κή τῆς ἄ­με­σης πο­λι­τι­κῆς προ­σφο­ρᾶς.
Τὴν προ­σφο­ρὰ αὐ­τὴν ὁ Κα­πο­δί­στριας δὲν τὴν ἐ­πι­δί­ω­ξε. Τὸν ἀ­να­ζή­τη­σε τὸ Ἔ­θνος ὅ­ταν ἡ ἰ­δι­ο­τέ­λεια καὶ ἡ ἀ­νι­κα­νό­τη­τα τὸ ἀ­πει­λοῦ­σαν μὲ ἀ­φα­νι­σμό. Ἦ­ταν Ἀ­πρί­λιος τοῦ 1827 ὅ­ταν ἡ Γ΄ Ἐ­θνο­συ­νέ­λευ­ση τῆς Τροι­ζή­νας ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ πρω­το­βου­λί­α κυ­ρί­ως τῶν στρα­τι­ω­τι­κῶν ἡ­γε­τῶν τῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης καὶ πα­ρὰ τὶς ἔν­το­νες ἀν­τι­δρά­σεις Φα­να­ρι­ω­τῶν καὶ Ὑ­δραί­ων, ἐ­ξέ­λε­ξε γιὰ ἑ­πτὰ ἔ­τη τὸν Ἰ­ω­άν­νη Κα­πο­δί­στρια ὡς προ­σω­ρι­νὸ Κυ­βερ­νή­τη τῆς Ἑλ­λά­δας. Οἱ ὀ­λι­γαρ­χι­κοὶ κύ­κλοι καὶ ἡ Ἀγ­γλί­α (ποὺ ἔ­βλε­πε τὸν Κα­πο­δί­στρια ὡς φο­ρέ­α φι­λο­ρωσσι­κῆς πο­λι­τι­κῆς) γρή­γο­ρα ἄρ­χι­σαν νὰ ἐ­πι­δί­δον­ται σὲ φα­τρι­α­στι­κὴ πο­λι­τι­κὴ μὲ σκο­πὸ νὰ μα­ται­ώ­σουν τὴν ἔ­λευ­σή του. Πα­ρὰ ταῦ­τα ὁ Κυ­βερ­νή­της ἔ­φτα­σε στὴν Ἑλ­λά­δα τὸν Ἰ­α­νουά­ριο τοῦ 1828. Ὁ λα­ὸς τὸν ὑ­πο­δέ­χθη­κε ὡς σω­τή­ρα καὶ οἱ ἀν­τι­μα­χό­με­νες μέ­χρι τὴν προ­τε­ραί­α φρου­ρὲς τοῦ Πα­λα­μη­δί­ου καὶ τῆς Ἀ­κρο­ναυ­πλί­ας δή­λω­σαν ἀ­μέ­σως ὑ­πο­τα­γή. Ἀ­πο­θε­ω­τι­κὴ ὑ­πῆρ­ξε ἡ ὑ­πο­δο­χὴ με­τὰ τὸ Ναύ­πλιο καὶ στὴν Αἴ­γι­να, «πρὸς εὐ­φρο­σύ­νην ὅ­λου τοῦ λα­οῦ καὶ με­λαγ­χο­λί­αν μό­νον με­ρι­κῶν προ­κρί­των», ὅ­πως ση­μει­ώ­νει ὁ Κα­σο­μού­λης.
Ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ποὺ κλή­θη­κε νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σει ὁ Ἰ. Κα­πο­δί­στριας ἦ­ταν τρα­γι­κή. Ἡ Ἐ­πα­νά­στα­ση σχε­δὸν ἐ­ξέ­πνε­ε κα­θὼς οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­ο­χὲς ποὺ εἶ­χαν ἀ­πε­λευ­θε­ρω­θεῖ τὰ πρῶ­τα χρό­νια του Ἀ­γῶ­να, εἴ­τε κα­τέ­χον­ταν πά­λι ἀ­πὸ τὸν ἐ­χθρὸ, εἴ­τε βρί­σκον­ταν στὴ δι­ά­θε­σή του. Τὸ με­γα­λύ­τε­ρο τμῆ­μα τῆς Πε­λο­πον­νή­σου βρι­σκό­ταν ὑ­πὸ τὸν ἔ­λεγ­χο τοῦ Ἰμ­πρα­ήμ. Ὁ Κι­ου­τα­χὴς κα­τεῖ­χε σχε­δὸν ὁ­λό­κλη­ρη τὴ Στε­ρε­ὰ Ἑλ­λά­δα ποὺ κιν­δύ­νευ­ε ἔ­τσι νὰ πα­ρα­μεί­νει ὑ­πὸ τουρ­κι­κὴ κυ­ρι­αρ­χί­α ἂν τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ ζή­τη­μα ρυθ­μι­ζό­ταν στὴ βά­ση τοῦ de facto ἐ­δα­φι­κοῦ ἐ­λέγ­χου τῶν δύ­ο ἐμ­πο­λέ­μων καὶ ἂν ἡ Τουρ­κί­α εἶ­χε τὴν τόλ­μη νὰ ἀ­πο­δε­χθεῖ ἄ­με­σα τό­τε, στὶς ἀρ­χὲς τοῦ 1828 τὴν πρό­τα­ση γιὰ αὐ­τό­νο­μο ἑλ­λα­δι­κὸ κρά­τος. Λί­γα ἦ­ταν τὰ συγ­κρο­τη­μέ­να στρα­τό­πε­δα κι αὐ­τὰ κιν­δύ­νευ­αν νὰ δι­α­λυ­θοῦν, τὰ φρού­ρια ἐγ­κα­τα­λεί­πον­ταν ἀ­πὸ τὴν ἔλ­λει­ψη ἐ­φο­δί­ων. Κι ὅ­μως. Χά­ρη στὸν Κα­πο­δί­στρια μέ­σα σὲ ἐ­λά­χι­στους μῆ­νες, μί­α κυ­βέρ­νη­ση κύ­ρους ἀ­να­ζω­ο­γό­νη­σε τὴν Ἐ­πα­νά­στα­ση: ὀρ­γά­νω­σε ἀ­π᾿ τὸ χά­ος δι­οί­κη­ση, ἀν­τι­με­τώ­πι­σε τὸ ὀ­ξύ­τα­το οἰ­κο­νο­μι­κὸ πρό­βλη­μα καὶ ἀ­να­συ­νέ­τα­ξε τὶς ἔ­νο­πλες δυ­νά­μεις, ἐ­νῶ στὸ δι­πλω­μα­τι­κὸ πε­δί­ο, τό­σο στὸ ζή­τη­μα τῆς πο­λι­τεια­κῆς μορ­φῆς τοῦ Ἑλ­λα­δι­κοῦ κρά­τους (ἂν θὰ ἦ­ταν δη­λα­δὴ ἁ­πλῶς αὐ­τό­νο­μο καὶ φό­ρου ὑ­πο­τε­λὲς στὸ σουλ­τά­νο ἢ ἀ­νε­ξάρ­τη­το) ὅ­σο καὶ στὸ ζή­τη­μα τοῦ εὔ­ρους τῶν συ­νό­ρων, οἱ ἐ­ξε­λί­ξεις θὰ ἦ­ταν ἐ­ξί­σου ἐν­τυ­πω­σια­κὰ θε­τι­κές. Ὅ­πως πάν­το­τε συμ­βαί­νει στὴ δι­ε­θνῆ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, γιὰ τὴν ἐ­πι­τυ­χί­α ἑ­νὸς ἐ­θνι­κοῦ ἀ­γῶνα δὲν ἀρ­κοῦν στρα­τι­ω­τι­κὲς ἐ­πι­τυ­χί­ες. Πρέ­πει αὐ­τὲς νὰ ἀ­ξι­ο­ποι­οῦν­ται καὶ στὸ δι­πλω­μα­τι­κὸ πε­δί­ο. Ἐ­κεῖ θὰ κρι­νό­ταν ἡ ὁ­ρι­στι­κὴ τύ­χη καὶ τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης.
Ἡ βα­σι­κὴ ἐ­πι­δί­ω­ξη τοῦ Κα­πο­δί­στρια ἦ­ταν διτ­τή. Ἀ­φ᾿ ἑ­νὸς νὰ με­τα­στρέ­ψει τὴν ἀ­πό­φα­ση τῶν Δυ­νά­με­ων γιὰ αὐ­το­νο­μί­α πρὸς πλή­ρη ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α, χω­ρὶς δε­σμεύ­σεις ὅ­πως ὁ φό­ρος ὑ­πο­τέ­λειας καὶ ἡ συμ­με­το­χὴ τῆς Πύ­λης στὴν ἐ­κλο­γὴ ἡ­γε­μό­να καὶ ἀ­φ᾿ ἑ­τέ­ρου νὰ ἐ­ξα­σφα­λι­στεῖ ἡ εὐ­ρύ­τε­ρη δυ­να­τὴ ἐ­δα­φι­κὴ βά­ση γιὰ αὐ­τὸ τὸ κρά­τος ὥ­στε καὶ βι­ώ­σι­μο νὰ εἶ­ναι, ἀλ­λὰ καὶ νὰ συμ­πε­ρι­λά­βει ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν με­γα­λύ­τε­ρο τμῆ­μα ἑλ­λη­νι­κοῦ πλη­θυ­σμοῦ. Γνώ­ρι­ζε ὅ­τι οἱ δυ­σκο­λί­ες σὲ αὐ­τὴ τὴν ἐ­πι­δί­ω­ξη θὰ προ­έρ­χον­ταν ὄ­χι μό­νο ἀ­πὸ τοὺς Ὀ­θω­μα­νοὺς, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὶς Δυ­νά­μεις. Ἡ γε­ω­πο­λι­τι­κὴ ση­μα­σί­α τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ χώ­ρου ὅ­που δι­α­σταυ­ρώ­νον­ται συμ­φέ­ρον­τα καὶ ἐ­πι­δι­ώ­ξεις, ἀλ­λὰ καὶ γε­νι­κὰ ἡ ἐ­πα­να­στα­τι­κὴ φύ­ση τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ ἐγ­χει­ρή­μα­τος σὲ ἐ­πο­χὴ ἀν­τε­πα­νά­στα­σης, γεν­νοῦ­σαν πρό­σθε­τες δυ­σκο­λί­ες.
Θε­με­λι­ώ­δης ἀρ­χὴ τῆς δι­πλω­μα­τι­κῆς στρα­τη­γι­κῆς τοῦ Κα­πο­δί­στρια ὑ­πῆρ­ξε ἡ πο­λι­τι­κὴ ἴ­σης φι­λί­ας πρὸς τὶς τρεῖς Δυ­νά­μεις (Ἀγ­γλί­α, Γαλ­λί­α, Ρω­σσί­α). Γνώ­ρι­ζε ὅ­τι ἀ­πο­κλί­σεις καὶ ἄ­στο­χοι χει­ρι­σμοὶ σ᾿ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο μπο­ροῦ­σαν νὰ ὁ­δη­γή­σουν σὲ μὴ ἐ­φαρ­μο­γὴ τῆς συν­θή­κης τοῦ Λον­δί­νου, ἀλ­λὰ καὶ νὰ προ­κα­λέ­σουν μί­αν ἀρ­νη­τι­κό­τα­τη γιὰ τὰ ἑλ­λη­νι­κὰ συμ­φέ­ρον­τα δι­α­μά­χη τῶν Δυ­νά­με­ων με­τα­ξύ τους. Πρό­κει­ται γιὰ μί­α ἀρ­χὴ γνή­σιας πο­λι­τι­κῆς ἐ­θνι­κῆς ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­ας ποὺ δὲν συ­νί­στα­ται σὲ τυ­χο­δι­ω­κτι­κὴ καὶ ἀ­λυ­σι­τε­λῆ ρη­το­ρεί­α κα­τὰ τῶν ἰ­σχυ­ρῶν, ἀλ­λὰ σὲ ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας καὶ πλο­ή­γη­ση μέ­σα ἀ­πὸ τὴ θά­λασ­σα τῶν δι­ε­θνῶν ἀν­τι­θέ­σε­ων.
Δεύ­τε­ρη ἀρ­χὴ δι­πλω­μα­τι­κῆς στρα­τη­γι­κῆς τοῦ Κα­πο­δί­στρια ὑ­πῆρ­ξε ἡ με­θο­δο­λο­γί­α του «διὰ βαθ­μῶν προ­χω­ρεῖν», σύμ­φω­να μὲ τὶς ὑ­πάρ­χου­σες κά­θε φο­ρά συν­θῆ­κες καὶ δυ­να­τό­τη­τες. Ἔ­τσι, γρά­φον­τας πρὸς τὸν Τσά­ρο Νι­κό­λα­ο στὶς 3 Ἰ­ου­λί­ου 1827 (πρὶν δη­λα­δὴ τὴ συν­θή­κη τοῦ Λον­δί­νου, τὴ ναυ­μα­χί­α τοῦ Να­βα­ρί­νου καὶ τὸν ρω­σσο­τουρ­κι­κὸ πό­λε­μο), ὁ Κα­πο­δί­στριας φαί­νε­ται νὰ δέ­χε­ται χω­ρὶς ἀν­τιρ­ρή­σεις ὑ­πο­τε­λῆ αὐ­το­νο­μί­α καὶ δὲν θέ­τει κἄν ζή­τη­μα συ­νό­ρων. Εὐ­φυ­έ­στα­τα – ἀ­φοῦ ζη­τού­με­νο σὲ ἐ­κεί­νη τὴ φά­ση εἶ­ναι νὰ ὑ­πάρ­ξει μί­α δι­ε­θνὴς δέ­σμευ­ση τῶν Δυ­νά­με­ων γιὰ ἀ­πό­σχι­ση τῆς Ἑλ­λά­δος ἀ­πὸ τὴν Ὀ­θω­μα­νι­κὴ αὐ­το­κρα­το­ρί­α. Τρεῖς μῆ­νες ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν ἡ συν­θή­κη τοῦ Λον­δί­νου ἔ­χει κυ­ρω­θεῖ κι οἱ εἰ­δή­σεις ἀ­πὸ τὴν Ἑλ­λά­δα εἶ­ναι ἐν­θαρ­ρυν­τι­κές, ὁ Κα­πο­δί­στριας προ­χω­ρεῖ στὸ ἑ­πό­με­νο βῆ­μα. Στὶς 3 Ὀ­κτω­βρί­ου, σὲ ἀ­πάν­τη­σή του πρὸς τὸν Οὐ­ΐλ­λιαμ Ὄρ­τον, τοῦ βρε­τα­νι­κοῦ ὑ­πουρ­γεί­ου Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν, δι­α­μαρ­τύ­ρε­ται ἔν­το­να γιὰ τὸν τυ­χὸν πε­ρι­ο­ρι­σμὸ τῶν ἐ­δα­φῶν ποὺ θὰ δο­θοῦν στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ δι­εκ­δι­κεῖ μί­αν εὐ­ρύ­τα­τη πε­ρι­ο­χή: ἀ­πὸ τὸν Ἀμ­βρα­κι­κὸ ὡς τὸν Θερ­μα­ϊ­κό, «ἐ­πὶ γραμ­μῆς δι­α­πε­ρώ­σης τὴν Θεσ­σα­λί­α καὶ τὴ Μα­κε­δο­νί­α… προ­στι­θε­μέ­νων δὲ καὶ τῶν νή­σων τοῦ τε Αἰ­γαί­ου καὶ τῆς ἐ­λάσ­σο­νος Ἀ­σί­ας». Μά­λι­στα, χω­ρὶς νὰ προ­βάλ­λει ρη­τὲς δι­εκ­δι­κή­σεις, στὴν ἀρ­χὴ τοῦ ἰ­δί­ου ἐγ­γρά­φου, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στὰ ἱ­στο­ρι­κὰ δί­και­α τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, ὁ­μι­λεῖ γιὰ τὴν Κύ­προ, τὴν Κρή­τη καὶ πε­ρι­ο­χὲς τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας.
Ἡ ἀ­νε­ξάρ­τη­τη πο­λι­τι­κὴ Κα­πο­δί­στρια συ­νάν­τη­σε βέ­βαι­α τὴ σφο­δρὴ ἀν­τί­δρα­ση τῆς ἀγ­γλι­κῆς πο­λι­τι­κῆς, ὁ­μο­λο­γοῦν ἡ­γε­τι­κὰ στε­λέ­χη καὶ τῶν ἀγ­γλο­φί­λων ὅ­πως ὁ ἱ­στο­ρι­κὸς Σπ. Τρι­κού­πης ἢ ὁ Νι­κό­λα­ος Δρα­γού­μης, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρα­τη­ρεῖ στὶς Ἱ­στο­ρι­κὲς Ἀ­να­μνή­σεις του πὼς «ἐ­μί­σουν οἱ Ἄγ­γλοι τὸν Κυ­βερ­νή­την οὐ­χὶ νο­μί­ζον­τες φρο­νοῦν­τα τὰ τῶν Ρώ­σσων, ἀλ­λ᾿ ὡς ἐ­πι­δι­ώ­κον­τα τὴν ἐν­τε­λῆ ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­αν τῆς χώ­ρας καὶ τὴν ἐ­πέ­κτα­σιν τῶν ὁ­ρί­ων, ἃ με­τὰ τὴν πτῶ­σιν τῶν Οὐ­ΐγων, ἠ­ξί­ουν νὰ στή­σω­σιν οἱ Τό­ρεις κα­τὰ τὸν Ἰ­σθμὸν τῆς Κο­ρίν­θου». Ἀρ­κε­τὰ χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, ὁ Ἄμ­περ­ντην θὰ πα­ρα­δε­χθεῖ, σὲ ἐ­πι­στο­λὴ πρὸς τὸν Τρι­κού­πη, ὅ­τι «οὐ­δέ­πο­τε ὁ Κα­πο­δί­στριας συ­νέ­λα­βε τὴν ἰ­δέ­αν νὰ θυ­σιά­ση τὴν Ἑλ­λά­δα εἰς τὴν Ρω­σσί­αν. Κα­τα­δι­ώ­ξα­σα αὐ­τὸν ἡ Ἀγ­γλί­α καὶ τὸν ἄν­δρα ἠ­δί­κη­σε καὶ τὴν ὑ­με­τέ­ραν πα­τρί­δα ἐ­ζη­μί­ω­σε». Αὐ­τὰ ἀρ­γό­τε­ρα. Δι­ό­τι σὲ ἔγ­γρα­φο τῆς 25ης–5–1828 πρὸς τὸν Ρῶ­σσο πρέ­σβη Λί­βεν, ὁ Βρε­τα­νὸς πο­λι­τι­κὸς το­νί­ζει πό­σο ἀρ­νη­τι­κὸ γε­γο­νὸς εἶ­ναι ὁ ρω­σσο­τουρ­κι­κὸς πό­λε­μος ποὺ εἶ­χε στὸ με­τα­ξὺ ξε­σπά­σει καὶ δη­λώ­νει τὴ στα­θε­ρή του ἀν­τί­θε­ση πρὸς ὅ,τι θὰ ἐ­ξα­σθέ­νι­ζε τὴν Τουρ­κί­α. Τὰ Βρε­τα­νι­κὰ ἀρ­χεῖ­α ἀ­πο­δει­κνύ­ουν ὅ­τι τὸ Λον­δί­νο ἀν­τι­δροῦ­σε συ­στη­μα­τι­κὰ τό­τε στὶς εὐ­νο­ϊ­κὲς γιὰ τὴν Ἑλ­λά­δα ρω­σσι­κὲς προ­τά­σεις ὅ­πως ἡ πρό­τα­ση π.χ. γιὰ κοι­νὴ στρα­τι­ω­τι­κὴ δρά­ση τῶν Δυ­νά­με­ων ποὺ ὁ Βρε­τα­νὸς ὑ­πουρ­γὸς Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν Ντάν­τλε­ϋ ἀ­πέρ­ρι­ψε τὸν Φε­βρουά­ριο τοῦ 1828 μὲ τὸ ἐ­πι­χεί­ρη­μα ὅ­τι «θὰ θέ­ση εἰς συ­να­γερ­μὸν τὴν Εὐ­ρώ­πην καὶ θὰ φέ­ρη εἰς τὴν ἐ­πι­φά­νειαν πά­θη ἐ­πι­κίν­δυ­να διὰ τὴν εἰ­ρή­νην της».
Τε­λι­κά, τὸ κα­λο­καί­ρι τοῦ 1828 ἡ δι­ά­σκε­ψη τῶν Δυ­νά­με­ων στὸ Λον­δί­νο μὲ ὁ­δη­γί­ες πρὸς τοὺς τρεῖς πρέ­σβεις στὴν Πύ­λη, ἀ­πο­δέ­χε­ται πὼς τὰ ἑλ­λη­νι­κὰ σύ­νο­ρα «θὰ ἔ­πρε­πε νὰ πε­ρι­λά­βουν τὸ μεῖ­ζον τμῆ­μα τοῦ ἐ­ξε­γερ­θέν­τος πλη­θυ­σμοῦ, νὰ κα­θο­ρί­ζον­ται σα­φῶς καὶ νὰ προ­στα­τεύ­ον­ται εὐ­κό­λως» καὶ ἀ­πο­φα­σί­ζει τὴν ἀ­πο­στο­λὴ γαλ­λι­κοῦ στρα­τοῦ στὴν Πε­λο­πόν­νη­σο, ὅ­πως εἶ­χε ἤ­δη ζη­τή­σει ὁ Κα­πο­δί­στριας εὐ­φυ­ῶς, πα­ρα­κι­νών­τας τὸ Πα­ρί­σι νὰ μὴν ἀ­φή­σει μό­νον στὴ Ρω­σσί­α τὴ δό­ξα τῆς στρα­τι­ω­τι­κῆς συν­δρο­μῆς στὴν Ἐ­πα­νά­στα­ση. Προ­τοῦ ὡ­στό­σο ἀ­φι­χθοῦν οἱ  γαλ­λι­κὲς μο­νά­δες γιὰ νὰ ἐ­πι­βά­λουν τὴν ἀ­πο­μά­κρυν­ση τῶν αἰ­γυ­πτια­κῶν δυ­νά­με­ων, ὑ­πε­γρά­φη στὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια συν­θή­κη ποὺ προ­έ­βλε­πε τὴν εἰ­ρη­νι­κὴ ἀ­πο­χώ­ρη­ση τῶν Αἰ­γυ­πτί­ων. Καὶ αὐ­τὴ ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη προ­ῆλ­θε ἀ­πὸ τὴν δι­πλω­μα­τι­κὴ εὐ­φυΐ­α τοῦ Κα­πο­δί­στρια ποὺ ἐκ­με­ταλ­λεύ­θη­κε τὸν ἀν­τα­γω­νι­σμὸ Ἀγ­γλί­ας-Γαλ­λί­ας γιὰ τὴν ἐ­πιρ­ρο­ὴ στὸ νε­ό­τευ­κτο κρά­τος. Γιὰ νὰ μὴ κα­τα­στρα­φεῖ πλή­ρως ἡ Πε­λο­πόν­νη­σος ἀ­πὸ τὶς νέ­ες μά­χες, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ νὰ μὴ λά­βει ξέ­νος στρα­τὸς τὶς δάφ­νες καὶ τοὺς τί­τλους τῆς ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σης, ὁ Κα­πο­δί­στριας σπεύ­δει στὴ Ζά­κυν­θο, συ­ναν­τᾶ τὸν ναύ­αρ­χο Κό­δριγ­κτων καὶ τὸν πεί­θει ὅ­τι θὰ ἦ­ταν πρὸς τὸ συμ­φέ­ρον τῆς Ἀγ­γλί­ας νὰ προ­λά­βει τοὺς Γάλ­λους, σπεύ­δον­τας στὴν Αἴ­γυ­πτο γιὰ νὰ πεί­σει τὸ Μω­χά­μετ Ἄ­λη νὰ δι­α­τά­ξει τὴν ἐκ­κέ­νω­ση τῆς Πε­λο­πον­νή­σου. Ἔ­τσι ὑ­πε­γρά­φη ἡ συν­θή­κη ποὺ προ­έ­βλε­πε ἄ­με­ση ἀ­πο­χώ­ρη­ση τῶν αἰ­γυ­πτια­κῶν στρα­τευ­μά­των κι ἔ­τσι ἄ­νοι­ξε ὁ δρό­μος γιὰ τὸ Πρω­τό­κολ­λο τῆς 4/16-11-1828, μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο Πε­λο­πόν­νη­σος, πα­ρα­κεί­με­νες νῆ­σοι καὶ Κυ­κλά­δες ἐ­τί­θεν­το ὑ­πὸ τὴν προ­σω­ρι­νὴ ἐγ­γύ­η­ση τῶν τρι­ῶν Αὐ­λῶν «ἕ­ως ὅ­του ἀ­πο­φα­σι­σθῇ ὁ­ρι­στι­κῶς ἡ τύ­χη τῆς Ἑλ­λά­δος μὲ τὴν συγ­κα­τά­θε­σιν τῆς Πύ­λης».
Ἂν καὶ δι­ευ­κρι­νι­ζό­ταν ὅ­τι δὲν κα­θο­ρί­ζον­ταν ἔ­τσι τὰ ὁ­ρι­στι­κὰ σύ­νο­ρα τῆς Ἑλ­λά­δος, ὁ ρη­τὸς αὐ­τὸς δι­α­χω­ρι­σμὸς ποὺ ἀ­γνο­οῦ­σε τὴ Στε­ρε­ὰ καὶ ἡ ἀ­να­φο­ρὰ σὲ τουρ­κι­κὴ συ­ναί­νε­ση, προ­δι­έ­γρα­φαν ἕ­να σο­βα­ρό­τα­το κίν­δυ­νο. Εὐ­τυ­χῶς στὰ τέ­λη τοῦ 1828 με­γά­λο τμῆ­μα τῆς Κεν­τρι­κῆς Ρού­με­λης ἦ­ταν ἐ­λεύ­θε­ρο, ἐ­νῶ ὁ Κα­πο­δί­στριας μὲ νέ­ο ὑ­πό­μνη­μα πρὸς τὸν αὐ­το­κρά­το­ρα Νι­κό­λα­ο κα­τόρ­θω­νε νὰ ἀ­πο­σπά­σει τὴ ρω­σσι­κὴ ὑ­πο­στή­ρι­ξη γιὰ τὴ συ­νο­ρια­κὴ γραμ­μὴ Πα­γα­ση­τι­κοῦ-Ἀμ­βρα­κι­κοῦ, ἀλ­λὰ καὶ τὴ με­τα­στρο­φὴ τῆς Ἁ­γί­ας Πε­τρου­πό­λε­ως πρὸς τὴν ἐ­πι­λο­γὴ τῆς ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος. Τὴν ἴ­δια ἐ­πο­χή, οἱ ὀ­λι­γαρ­χι­κοὶ κύ­κλοι ἔ­φθα­ναν στὸ ση­μεῖ­ο νὰ προ­σεγ­γί­ζουν τοὺς πρέ­σβεις τῆς Ἀγ­γλί­ας καὶ τῆς Γαλ­λί­ας καὶ νὰ τοὺς πα­ρα­κα­λοῦν νὰ μὴν ἀ­κοῦν τὸν «ρω­σσό­φρο­να» Κυ­βερ­νή­τη, ἀλ­λὰ νὰ κλεί­σουν τά­χι­στα τὸ ζή­τη­μα τῶν συ­νό­ρων, ἔ­στω καὶ μὲ τὴ στε­νό­τε­ρη ἐκ­δο­χή. Πρὸς κα­λὴ τύ­χη τῆς Ἑλ­λά­δας, μί­α νέ­α ἐκ­στρα­τεί­α ὑ­πὸ τὸν Αὐ­γου­στ. Κα­πο­δί­στρια τὴν ἄ­νοι­ξη τοῦ 1829 ἔ­χει ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ ἀ­πε­λευ­θε­ρω­θεῖ ὁ­λό­κλη­ρη ἡ Δυ­τι­κὴ Στε­ρε­ά. Ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη αὐ­τὴ ἔ­χει εὐ­ερ­γε­τι­κὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα. Ὑ­πο­γρά­φε­ται νέ­ο Πρω­τό­κολ­λο τοῦ Λον­δί­νου (στὶς 10/22 Μαρ­τί­ου 1829) ποὺ θέ­τει πλέ­ον τὰ σύ­νο­ρα στὴ γραμ­μὴ Πα­γα­ση­τι­κοῦ-Ἀμ­βρα­κι­κοῦ, ὅ­ριο ποὺ δε­χό­ταν πλέ­ον καὶ ἡ ἀγ­γλι­κὴ πλευ­ρὰ πα­ρὰ τὴν ἀρ­χι­κή της ἀν­τί­δρα­ση μὲ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα τοῦ τύ­που «οἱ Τοῦρ­κοι δὲν θὰ δέ­χον­ταν αὐ­τὰ τὰ σύ­νο­ρα» ἢ πὼς «οἱ Ἕλ­λη­νες δὲν θὰ ἦ­ταν σὲ θέ­ση νὰ τὰ κα­τα­κτή­σουν». Τὰ ἀρ­νη­τι­κὰ στοι­χεῖ­α ἦ­ταν ὅ­τι τὸ Πρω­τό­κολ­λο αὐ­τὸ ἐ­πέ­με­νε σὲ ἐ­πι­κυ­ρι­αρ­χί­α τοῦ σουλ­τά­νου στὸ νέ­ο κρά­τος (θὰ ἦ­ταν κλη­ρο­νο­μι­κὴ ἡ­γε­μο­νί­α), στὴν κα­τα­βο­λὴ φό­ρου ὑ­πο­τέ­λειας ἐ­νῶ ἀ­ξί­ω­νε καὶ ἀ­νά­κλη­ση τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν δυ­νά­με­ων ἀ­πὸ τὴ Στε­ρε­ά.
Κα­θὼς οἱ Τοῦρ­κοι δὲν δέ­χον­ταν οὔ­τε κἄν τὴν ὑ­πο­τε­λῆ αὐ­το­νο­μί­α τῆς Πε­λο­πον­νή­σου, ἡ δι­πλω­μα­τι­κὴ εὐ­φυΐα τοῦ Κα­πο­δί­στρια γιὰ ἄλ­λη μί­α φο­ρὰ δι­έ­βλε­ψε πὼς ἡ κα­θυ­στέ­ρη­ση, ἐ­νῶ συγ­χρό­νως θὰ συ­νε­χί­ζον­ταν οἱ στρα­τι­ω­τι­κὲς ἐ­πι­τυ­χί­ες τό­σο τῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης ὅ­σο καὶ τῶν Ρώ­σσων στὸ μέ­τω­πο τῆς Θρά­κης, θὰ βελ­τί­ω­νε ἔ­τι πε­ραι­τέ­ρω τὴν κα­τά­στα­ση γιὰ τὴν Ἑλ­λά­δα. Ἔ­τσι ὅ­ταν ὁ Βρε­τα­νὸς πρέ­σβης Ντώ­κινς ἐ­πι­δί­δει τὸ Πρω­τό­κολ­λο καὶ ἀ­ξι­ώ­νει τὴν ἄ­με­ση ἀ­νά­κλη­ση τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν δυ­νά­με­ων ἀ­πὸ τὴ Στε­ρε­ά, ὁ Κυ­βερ­νή­της ἀρ­νεῖ­ται πε­ρί­τε­χνα νὰ συμ­μορ­φω­θεῖ ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας πὼς ἡ ἀ­να­κω­χὴ ποὺ τη­ροῦν οἱ τουρ­κι­κὲς δυ­νά­μεις δὲν εἶ­ναι ἡ προ­βλε­πό­με­νη ἀ­πὸ τὴ συν­θή­κη, ἀλ­λά «ἀ­μυν­τι­κὴ στά­σις κα­τ᾿ ἀ­ρέ­σκειαν με­τα­θέ­σι­μος» καὶ ὅ­τι «δὲν εἶ­ναι εἰς τὴν ἐ­ξου­σί­αν [τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς κυ­βερ­νή­σε­ως] νὰ με­τα­κο­μί­ση ἐν­τός τῆς Πε­λο­πον­νή­σου καὶ τῶν πα­ρα­κει­μέ­νων νή­σων τὰ δυ­στυ­χῆ πλή­θη τῶν ἐ­κεῖ­θεν του Ἰ­σθμοῦ ἐ­παρ­χι­ῶν». Προ­βάλ­λει τέ­λος τὶς δε­σμεύ­σεις τῶν ἐ­θνι­κῶν συ­νε­λεύ­σε­ων ὑ­πὸ τὶς ὁ­ποῖ­ες τε­λεῖ, ἐ­νῶ ἐ­πι­κα­λεῖ­ται καὶ θε­α­μα­τι­κὲς ἐ­ξε­λί­ξεις ἀ­πὸ τὴν ὑ­πο­γρα­φὴ τοῦ Πρω­το­κόλ­λου μέ­χρι τὴν κοι­νο­ποί­η­σή του, τὴν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση δηλ. ὁ­λό­κλη­ρης τῆς Δυ­τι­κῆς Στε­ρε­ᾶς.
Ἀ­κο­λου­θεῖ νέ­ο ὑ­πό­μνη­μα Κα­πο­δί­στρια (24 Μα­ΐ­ου 1829), μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­κρού­ει τὴν τουρ­κι­κὴ συμ­με­το­χὴ στὴν ἐ­κλο­γὴ ἀ­νω­τά­του ἄρ­χον­τος ἀλ­λὰ καὶ τυ­χὸν ἀ­πο­ζη­μί­ω­ση γαι­ο­κτη­σι­ῶν ὑ­πεν­θυ­μί­ζον­τας προ­σφυ­ῶς τὴν ὑ­πο­θή­κη ποὺ βα­ραί­νει τὶς γαῖ­ες αὐ­τὲς γιὰ νὰ συ­να­φθοῦν τὰ δύ­ο ἀγ­γλι­κὰ δά­νεια. Πρὸς τού­τοις χα­ρα­κτη­ρί­ζει ἐ­νό­πλους πλη­θυ­σμοὺς ἐν­το­πί­ων καὶ ὄ­χι ἑλ­λη­νι­κὰ στρα­τεύ­μα­τα τὶς δυ­νά­μεις ποὺ ἤ­λεγ­χαν τὴ Στε­ρε­ά, ὅ­πο­τε δὲν εἶ­χε νο­μι­κὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ ἐ­πι­βά­λει σὲ αὐ­τὰ τὴν ἀ­πο­χώ­ρη­ση. Ὁ Κυ­βερ­νή­της φρον­τί­ζει συγ­χρό­νως νὰ κα­το­χυ­ρω­θεῖ μὲ μί­αν ἀ­πό­φα­ση τῆς Δ΄ Ἐ­θνο­συ­νε­λεύ­σε­ως τοῦ Ἄρ­γους ποὺ ἐγ­κρί­νει τοὺς χει­ρι­σμούς του καὶ θέ­τει ὡς ὅ­ρο οἱ­ασ­δή­πο­τε συμ­φω­νί­ας τὴν ἐ­πι­κύ­ρω­σή της ἀ­πὸ αὐ­τήν. Πα­ράλ­λη­λα, μὲ ἀ­πε­σταλ­μέ­νο πρὸς τὸν προ­α­λει­φό­με­νο ὡς βα­σι­λέ­α τῆς Ἑλ­λά­δος Λε­ο­πόλ­δο τοῦ Σὰξ-Κόμ­πουργκ ζη­τοῦ­σε τὴ συν­δρο­μή του στὴ δι­εύ­ρυν­ση τῶν συ­νό­ρων.
Ἡ νί­κη τοῦ Δ. Ὑ­ψη­λάν­τη στὴν Πέ­τρα στὶς 12 Σε­πτεμ­βρί­ου 1829 κι ἡ Συν­θή­κη τῆς Ἀ­δρι­α­νου­πό­λε­ως (ποὺ εἶ­χε κα­τα­λη­φθεῖ ἤ­δη ἀ­πὸ τὰ ρωσ­σι­κὰ στρα­τεύ­μα­τα), θὰ ἐ­πι­σφρά­γι­ζαν τὸ θρί­αμ­βο τῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης. Ἡ Τουρ­κία­ ἀ­ναγ­κα­ζό­ταν νὰ ἀ­πο­δε­χθεῖ τό­σο τὴ συν­θή­κη τοῦ 1827 ὅ­σο καὶ τὸ Πρω­τό­κολ­λο τοῦ 1829 γιὰ τὰ ὅ­ρια κόλ­που Βό­λου – κόλ­που Ἄρ­τας. Εἴ­κο­σι μῆ­νες με­τὰ τὴν ἄ­φι­ξη τοῦ Κα­πο­δί­στρια, ὁ ἀ­γῶνας ποὺ ὅ­ταν ἦρ­θε ξε­ψυ­χοῦ­σε, τώ­ρα ἔ­φτα­νε σὲ νι­κη­φό­ρο τέρ­μα. Τὸ αὐ­ξη­μέ­νο γό­η­τρο τῆς Ρω­σσί­ας στὸν ἑλ­λη­νι­κὸ χῶ­ρο, ἀλ­λὰ καὶ ἡ ἀ­προσ­δό­κη­τα εὔ­κο­λη κα­τάρ­ρευ­ση τῆς τουρ­κι­κῆς ἄ­μυ­νας, γεν­νοῦ­σαν στὸ Λον­δί­νο ἀ­νη­συ­χί­ες. Ἕ­να ἰ­σχυ­ρὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ κρά­τος θὰ μπο­ροῦ­σε κά­πο­τε νὰ δι­α­δε­χθεῖ τὴν Ὀθω­μα­νι­κὴ αὐ­το­κρα­το­ρί­α; Τὸ ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τὸ ποὺ δὲν θὰ ἀ­παν­τη­θεῖ πο­τὲ (ἂν καὶ σχε­δὸν ἕ­να αἰ­ῶνα με­τὰ παρ­᾿ ὀ­λί­γο νὰ γί­νει πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἂν οἱ Ἕλ­λη­νες εἴ­χα­με στα­θεῖ ἄ­ξιοι τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς μας ἀ­πο­στο­λῆς) ἀ­πα­σχο­λεῖ ἀ­πὸ τό­τε τὴν Ἀγ­γλί­α ποὺ αἰφ­νι­δί­ως, ἀ­πὸ τὸν Νο­έμ­βριο τοῦ 1829, τάσ­σε­ται ὑ­πὲρ τῆς πλή­ρους ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος. Ἔ­τσι στὶς 3-2-1830 ἡ δι­ά­σκε­ψη τοῦ Λον­δί­νου θὰ δι­α­κη­ρύ­ξει τὴν πο­λι­τι­κὴ ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος, πε­ρι­ο­ρί­ζον­τας ὅ­μως τὰ σύ­νο­ρα ἐν εἴ­δει ἀν­ταλ­λάγ­μα­τος πρὸς τὴν Τουρ­κί­α με­τα­ξὺ τῶν ἐκ­βο­λῶν τοῦ Σπερ­χει­οῦ καὶ τῶν ἐκ­βο­λῶν τοῦ Ἀ­χε­λώ­ου.
Ἡ Ἑλ­λά­δα ἦ­ταν πλέ­ον ἀ­νε­ξάρ­τη­το κρά­τος, ἡ δι­α­κοί­νω­ση τῶν Δυ­νά­με­ων ὅ­μως ἀ­ξί­ω­νε μὲ τρό­πο ἰ­τα­μὸ τὴν ἐκ­κέ­νω­ση ὅ­σων ἐ­παρ­χι­ῶν δὲν πε­ρι­λή­φθη­καν σὲ αὐ­τό. Εἴ­χα­με φτά­σει στὴν κρι­σι­μό­τε­ρη καμ­πὴ, ἀ­φοῦ ἡ Ἑλ­λά­δα ἔ­πρε­πε νὰ ἀ­πο­δε­χθεῖ τὸ Πρω­τό­κολ­λο γιὰ νὰ κερ­δί­σει ὁ­ρι­στι­κὰ τὴν ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α της, ἀλ­λὰ νὰ μὴν ἐ­φαρ­μό­σει τοὺς ἐ­δα­φι­κοὺς ὅ­ρους, ἀ­πο­φεύ­γον­τας συγ­χρό­νως τὴν ρή­ξη μὲ τὶς Δυ­νά­μεις χω­ρὶς τὴν οἰ­κο­νο­μι­κὴ βο­ή­θεια τῶν ὁ­ποί­ων τὸ νέ­ο κρά­τος δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἐ­πι­βι­ώ­σει. Οἱ χει­ρι­σμοὶ ποὺ ἀ­παι­τοῦν­ταν ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κὰ λε­πτό­τα­τοι. Τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ ἐ­κεί­νη στιγ­μή, ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἠ­ρε­μί­α ποὺ εἶ­χε ἐ­πι­κρα­τή­σει ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χὲς τοῦ 1828 καὶ εἶ­χε στα­θεῖ πο­λύ­τι­μη γιὰ τὶς ἐ­θνι­κὲς ἐ­πι­τυ­χί­ες, κλο­νί­ζε­ται. Δυ­νά­μεις ἰ­δι­ο­τε­λεῖς ἢ μὲ πρώ­ϊ­μες ἰ­δε­ο­λο­γι­κὲς ἀγ­κυ­λώ­σεις, τά­ξεις ποὺ πλήτ­τον­ταν ἀ­πὸ τὴν ἵ­δρυ­ση ἰ­σχυ­ρῆς κεν­τρι­κῆς κυ­βέρ­νη­σης καὶ σύγ­χρο­νου κρά­τους, ἐ­πι­δί­δον­ται σὲ ὑ­πο­νό­μευ­ση, ρα­δι­ουρ­γί­ες, δι­α­βο­λές, μὴ δι­στά­ζον­τας νὰ συ­νερ­γά­ζον­ται ἀ­κό­μη καὶ μὲ τὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό, κυ­ρί­ως μὲ τὴν ἀγ­γλι­κὴ πο­λι­τι­κὴ ποὺ ἐν­θαρ­ρύ­νει φυ­σι­κὰ κά­θε στοι­χεῖ­ο δι­α­πραγ­μα­τευ­τι­κῆς ἀ­πο­δυ­νά­μω­σης τοῦ Κα­πο­δί­στρια καὶ τῆς Ἑλ­λά­δος, ὥ­στε νὰ κα­τα­δει­χθεῖ ὅ­τι οἱ Ἕλ­λη­νες εἶ­ναι ἀ­νώ­ρι­μοι γιὰ τὸ ἐ­κτε­τα­μέ­νο κρά­τος ποὺ ἀ­παι­τοῦν.
Ὁ Κα­πο­δί­στριας δὲν πτο­εῖ­ται. Ὀρ­γα­νώ­νει τὴ δι­πλω­μα­τι­κή του ἄ­μυ­να μὲ τὴ μέ­θο­δο τῆς δι­γλωσ­σί­ας (Κυ­βερ­νή­της καὶ Γε­ρου­σί­α). Στὴν ἐ­πί­ση­μη ἀ­πάν­τη­ση πρὸς τὴ δι­α­κοί­νω­ση, μὲ ἕ­να κεί­με­νο ἀ­πα­ρά­μιλ­λης δι­πλω­μα­τι­κῆς εὐ­στρο­φί­ας, ἐ­ξαί­ρει τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῆς ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­ας, ἀλ­λὰ πε­ρι­γρά­φει τὴ δυ­σκο­λί­α γιὰ τε­λεί­α καὶ ἄ­με­ση προ­σχώ­ρη­ση στὰ δε­δογ­μέ­να, ἐ­νῶ στὸ ζή­τη­μα τῆς ἐ­πι­βο­λῆς τῆς μο­ναρ­χί­ας δι­εκ­δι­κεῖ τὰ συν­ταγ­μα­τι­κὰ δι­και­ώ­μα­τα τοῦ λα­οῦ ὅ­πως εἶ­χαν θε­σπι­στεῖ ἀ­πὸ τὶς ἐ­θνι­κὲς συ­νε­λεύ­σεις. Στὸ ζή­τη­μα τῆς ἐκ­κέ­νω­σης τῶν ἐ­παρ­χι­ῶν ποὺ δὲν κα­τα­κυ­ρώ­νον­ταν στὴν Ἑλ­λά­δα δη­λώ­νει ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­τοι­μος νὰ τὴν ἐ­φαρ­μό­σει, μό­λις οἱ Τοῦρ­κοι ἀ­πο­συρ­θοῦν ἀ­πὸ Ἀτ­τι­κὴ καὶ Εὔ­βοι­α, ἔλ­θει ἡ δι­ε­θνὴς ὁ­ρο­θε­τι­κὴ ἐ­πι­τρο­πὴ καὶ πα­ρα­σχε­θοῦν στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ κυ­βέρ­νη­ση τὰ μέ­σα γιὰ νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σει τὸ προ­σφυ­γι­κὸ ζή­τη­μα ποὺ θὰ δη­μι­ουρ­γη­θεῖ. Μὲ τὴν ἀ­να­βο­λὴ αὐ­τὴ ἄ­νοι­γε ὁ δρό­μος γιὰ τὴ μα­ταί­ω­ση τῆς ἐκ­κέ­νω­σης. Τὸ κεί­με­νο αὐ­τό, μα­ζὶ μὲ ὑ­πό­μνη­μα τῆς Γε­ρου­σί­ας ποὺ ἐ­πέ­με­νε στὴν πλή­ρη ἀ­πό­δο­ση τῆς Στε­ρε­ᾶς, ἀλ­λὰ καὶ τῆς Κρή­της καὶ τῆς Σά­μου, ἀ­πε­στά­λη­σαν στὸν ὁ­ρι­σθέν­τα στὰ Πρω­τό­κολ­λα βα­σι­λέ­α Λε­ο­πόλ­δο ὁ ὁ­ποῖ­ος πρὸ τῆς ἀγ­γλι­κῆς ἀ­δι­αλ­λα­ξί­ας πα­ραι­τή­θη­κε.
Δυ­στυ­χῶς ἡ κα­τά­στα­ση θὰ ἐ­πι­δει­νω­θεῖ γιὰ τὴν Ἑλ­λά­δα με­τὰ τὴν Ἰ­ου­λια­νὴ ἐ­πα­νά­στα­ση στὴ Γαλ­λί­α. Ἡ πτώ­ση τοῦ Κα­ρό­λου Ι΄ καὶ ἡ ἄ­νο­δος τοῦ Λου­δο­βί­κου Φι­λίπ­που ἐ­πι­φέ­ρει στρο­φὴ ἀ­πὸ τὴ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὴ Ρωσ­σί­α σὲ μί­α στε­νό­τε­ρη συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὴν Ἀγ­γλί­α. Ὁ νέ­ος ὑ­πουρ­γὸς Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν της Βρε­τα­νί­ας, ὁ Πάλ­μερ­στον, ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ εἶ­πε τὸ πε­ρί­φη­μο «δὲν ἔ­χου­με μό­νι­μους συμ­μά­χους, ἔ­χου­με μό­νι­μα συμ­φέ­ρον­τα», ἔ­χει δι­πλὴ στό­χευ­ση. Ἀ­φ᾿ ἑ­νὸς δέ­χε­ται πλέ­ον νὰ πα­ρα­χω­ρη­θεῖ ὁ­λό­κλη­ρη ἡ Στε­ρε­ὰ στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ κρά­τος, ἀ­φ᾿ ἑ­τέ­ρου ὅ­μως προ­κρί­νει τὴν ἀ­να­τρο­πὴ τοῦ Κα­πο­δί­στρια. Τὸ νέ­ο κρά­τος θὰ ἐ­νι­σχυ­θεῖ, ἀλ­λὰ θὰ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἐ­λεγ­χό­με­νο.
Στὶς 14 Σε­πτεμ­βρί­ου 1831 ὑ­πο­γρά­φε­ται στὸ Λον­δί­νο τὸ Πρω­τό­κολ­λο μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­γνω­ρί­ζον­ταν ὅ­τι ἡ ὁ­ρι­ζό­με­νη στὸ Πρω­τό­κολ­λο τῆς 3ης Φε­βρου­α­ρί­ου 1830 συ­νο­ρια­κὴ γραμ­μὴ τῆς Ἑλ­λά­δος πα­ρου­σιά­ζει σο­βα­ρὰ ἐ­λατ­τώ­μα­τα στὸν δυ­τι­κὸ το­μέ­α καὶ δὲν πα­ρέ­χει τὰ μέ­σα ἐμ­πέ­δω­σης τῆς ἀ­μοι­βαί­ας ἀ­σφά­λειας με­τα­ξὺ Ἑλ­λά­δος καὶ Ὀθω­μα­νι­κῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Μὲ σχε­τι­κὲς ὁ­δη­γί­ες οἱ πρέ­σβεις στὴν Πύ­λη ἐν­τέλ­λον­ταν νὰ πι­έ­σουν αὐ­τὴν γιὰ ἀ­πο­δο­χὴ συ­νο­ρια­κῆς γραμ­μῆς Πα­γα­ση­τι­κοῦ-Ἀμ­βρα­κι­κοῦ.  Ἡ ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ πο­λι­τι­κὴ τοῦ Ἰ. Κα­πο­δί­στρια εἶ­χε θρι­αμ­βεύ­σει. Κι ὅ­μως. Δε­κα­τρεῖς μέ­ρες με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ δι­πλω­μα­τι­κὸ θρί­αμ­βο ποὺ ὁ­ρι­στι­κο­ποί­η­σε τὴν ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α μὲ σύ­νο­ρα στὴ γραμ­μὴ Πα­γα­ση­τι­κοῦ-Ἀμ­βρα­κι­κοῦ, ἑλ­λη­νι­κὰ χέ­ρια ἔ­κο­βαν τὸ νῆ­μα τῆς ζω­ῆς τοῦ Κυ­βερ­νή­τη.

Τὸ ἔρ­γο τοῦ Ἰ. Κα­πο­δί­στρια δὲν ὑ­πῆρ­ξε ἀ­πα­ρά­μιλ­λο μό­νο στὸ δι­πλω­μα­τι­κὸ το­πί­ο. Τὸν ἴ­διο και­ρὸ μί­α ἀ­λη­θι­νὴ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ κο­σμο­γο­νί­α συν­τε­λεῖ­ται στὴν ἀ­πο­σα­θρω­μέ­νη ἀ­πὸ τὴν μα­κρὰ κα­τά­κτη­ση Ἑλ­λά­δα. Τα­χύ­τα­τη ἦ­ταν ἡ ἀ­νοι­κο­δό­μη­ση: Δρό­μοι, δη­μό­σια κτί­ρια, Σχο­λεῖ­α, Νο­σο­κο­μεῖ­α, στρα­τῶ­νες, λι­με­νι­κὰ ἔρ­γα. Ἐ­κτά­σεις τοῦ Δη­μο­σί­ου δί­νον­ταν δω­ρε­ὰν γιὰ τὴν ἵ­δρυ­ση νέ­ων πό­λε­ων, ἐ­νῶ γε­ωρ­γοὶ καὶ βο­σκοὶ ἀ­παλ­λάσ­σον­ταν ἀ­πὸ τὰ φο­ρο­λο­γι­κὰ βά­ρη. Ἱ­δρύ­ον­ταν τὸ Ἀ­νέκ­κλη­τον Κρι­τή­ριον, τὸ Ἐ­λεγ­κτι­κὸ Συμ­βού­λιο, ἡ Ἐ­πι­τρο­πὴ Προ­παι­δεί­ας. Δη­μο­σι­εύ­θη­κε κα­νο­νι­σμὸς τῆς Ἀ­στυ­νο­μί­ας, ὀρ­γα­νώ­θη­κε ἡ αὐ­το­δι­οί­κη­ση μὲ το­πι­κὲς καὶ ἐ­παρ­χια­κὲς δη­μο­γε­ρον­τί­ες καὶ κυ­ρί­ως θε­με­λι­ώ­θη­κε μί­α γνή­σια ἑλ­λη­νι­κὴ, ἀλ­λὰ καὶ σύγ­χρο­νη Παι­δεία­. Οἱ τρα­γι­κὲς συν­θῆ­κες ὑ­πὸ τὶς ὁ­ποῖ­ες ἐ­κλή­θη νὰ δι­οι­κή­σει ὁ Κα­πο­δί­στριας, ἦ­σαν ἰ­δι­αί­τε­ρα βα­ρι­ὲς στὸν χῶ­ρο τῆς Παι­δεί­ας. Με­τὰ ἀ­πὸ κα­τα­πί­ε­ση αἰ­ώ­νων τὸ Ἔθνος εἶ­χε τὴν τύ­χη νὰ ἔ­χει Κυ­βερ­νή­τη ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νο νὰ στη­ρί­ξει «τὴν ἐ­πα­νόρ­θω­σιν τῆς Ἑλ­λά­δος εἰς δύ­ο με­γά­λας βά­σεις, εἰς τὴν ἐρ­γα­σί­αν καὶ εἰς τὴν στοι­χει­ώ­δη ἐκ­παί­δευ­σιν» (ἐ­πι­στο­λὴ Κα­πο­δί­στρια πρὸς Ἐ­ϋ­νάρ­δο). Ἡ­ρω­ϊ­κὴ εἶ­ναι καὶ ἡ προ­σπά­θεια οἰ­κο­νο­μι­κῆς ἀ­να­συγ­κρό­τη­σης κα­θὼς μι­σθοί, ἐ­φό­δια καὶ τρό­φι­μα σπά­νι­ζαν. Μὲ τὴν ἔ­λευ­ση τοῦ Ἰ. Κα­πο­δί­στρια δη­μι­ουρ­γή­θη­καν γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ προ­ϋ­πο­θέ­σεις ὀρ­θῆς δη­μο­σι­ο­νο­μι­κῆς πο­λι­τι­κῆς καὶ κα­τάρ­τι­σης στε­λε­χῶν. Πα­ράλ­λη­λα ὁ Κα­πο­δί­στριας τόλ­μη­σε νὰ σχε­διά­σει ὑ­λο­ποί­η­ση τῆς με­γά­λης προσ­δο­κί­ας τοῦ ἐ­πα­να­στα­τη­μέ­νου λα­οῦ, τὴ δι­α­νο­μὴ τῆς ἐ­θνι­κῆς γῆς καὶ ἔ­λα­βε τὰ πρῶ­τα σο­βα­ρὰ μέ­τρα γιὰ τὴ δι­α­νο­μή της, προ­κα­λών­τας ὀρ­γὴ τῆς ὀ­λι­γαρ­χί­ας. Ἐμ­πό­δι­σε κα­τ᾿ ἀρ­χὴν τὴν ἐκ­ποί­η­σή της, σχε­δί­α­σε τὴν κα­τα­γρα­φή της καὶ σκό­πευ­ε τὴ δι­α­νο­μὴ σὲ ἀ­κτή­μο­νες ὥ­στε νὰ δη­μι­ουρ­γη­θεῖ μί­α τά­ξη μι­κρο­καλ­λι­ερ­γη­τῶν. Πολ­λὰ κτή­μα­τα πα­ρα­χω­ρή­θη­καν ἀ­μέ­σως μὲ πο­λυ­ε­τῆ ἐ­νοι­κί­α­ση, ἐ­νῶ δό­θη­κε δω­ρε­ὰν ἡ κυ­ρι­ό­τη­τα σὲ ὅ­σους κα­τοι­κοῦ­σαν πα­λαι­ὰ τουρ­κι­κὰ οἰ­κή­μα­τα ὡς βο­η­θή­μα­τα ἀ­πὸ τὴ Ρω­σσί­α καὶ τὴ Γαλ­λί­α. Προ­σπά­θη­σε τὰ ἐ­θνι­κὰ κτή­μα­τα τὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­χαν ὑ­πο­θη­κευ­τεῖ γιὰ νὰ συ­να­φθοῦν τὸ 1824 καὶ τὸ 1825 τὰ δύ­ο δά­νεια ἀ­πὸ τὴν Ἀγ­γλί­α (δά­νεια ποὺ πέ­ρα τῶν το­κο­γλυ­φι­κῶν ὅ­ρων κα­τα­σπα­τα­λή­θη­καν στὸν ἐμ­φύ­λιο πό­λε­μο) σώ­θη­καν ἀ­πὸ τὸν Κα­πο­δί­στρια, ποὺ μὲ πί­στη καὶ ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα γιὰ τὸ μέλ­λον τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς οἰ­κο­νο­μί­ας, ἐκ­πό­νη­σε ἕ­να ἀ­να­πτυ­ξια­κὸ πρό­γραμ­μα πα­ρό­τι ὁ πό­λε­μος συ­νε­χι­ζό­ταν καὶ τὸ δη­μό­σιο χρέ­ος ἦ­ταν τε­ρά­στιο. Προ­σπά­θη­σε ἀ­γω­νι­ω­δῶς νὰ συ­νά­ψει νέ­ο δά­νει­ο ἢ ἔ­στω προ­σω­ρι­νὲς ἐ­νι­σχύ­σεις ποὺ δό­θη­καν τε­λι­κὰ ἐ­πί­σης νὰ ὀρ­γα­νώ­σει τα­κτι­κὸ σύ­στη­μα ἐ­σό­δων καὶ μι­σθο­δο­σί­ας τοῦ στρα­τεύ­μα­τος ποὺ ἀ­να­συγ­κρο­τή­θη­κε καὶ πέ­τυ­χε νὰ ἐκ­ποι­ή­σει σὲ δη­μο­πρα­σί­α τὶς προ­σό­δους πε­ρι­ο­χῶν τοῦ κρά­τους ποὺ κα­τα­κρα­τοῦ­σαν το­πάρ­χες καὶ κα­πε­τά­νιοι. Ἵ­δρυ­σε ἐ­ξάλ­λου, πα­ρὰ τὴν ἀν­τί­δρα­ση ξέ­νων κε­φα­λαι­ού­χων, τὴν Ἐ­θνι­κὴ Χρη­μα­τι­στι­κὴ Τρά­πε­ζα, γιὰ νὰ συγ­κεν­τρω­θοῦν πό­ροι καὶ νὰ προ­σελ­κυ­στοῦν κε­φά­λαι­α ἀ­πὸ τὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Ἡ ἐ­πι­βο­λὴ αὐ­στη­ρῆς οἰ­κο­νο­μί­ας, λο­γι­στι­κῆς τά­ξης καὶ πε­ρι­συλ­λο­γῆς τῶν δη­μό­σι­ων δα­πα­νῶν (μὲ πρῶ­το πα­ρά­δειγ­μα τὸν ἴ­διο ποὺ ὄ­χι μό­νο δὲν ἔ­λα­βε πο­τὲ μι­σθὸ, ἀλ­λὰ δα­πα­νοῦ­σε καὶ τὴν πε­ρι­ου­σί­α του) ἔ­δω­σε σύν­το­μα θε­α­μα­τι­κὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα.
Ὁ Κα­πο­δί­στριας ἀ­πο­σό­βη­σε ἀ­κό­μη τὸν ἀρ­χι­κὸ ὅρο τῶν πρω­το­κόλ­λων τοῦ Λον­δί­νου ποὺ θε­ω­ροῦ­σε τὰ ἐ­θνι­κὰ κτή­μα­τα τουρ­κι­κὲς ἰ­δι­ο­κτη­σί­ες καὶ ἄ­ρα θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἀ­πο­ζη­μι­ω­θοῦν. Ἡ δι­α­νο­μὴ ὅ­μως ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τη χω­ρὶς ἕ­να νέ­ο δά­νει­ο ποὺ θὰ τὰ ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­νε ἀ­πὸ τὴν ὑ­πο­θή­κη. Οἱ Δυ­νά­μεις ὑ­πο­νό­μευ­σαν τὴν οἰ­κο­νο­μι­κὴ προ­σπά­θειά του μὴ χο­ρη­γών­τας τὸ δά­νει­ο τῶν 60 ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων φράγ­κων, ἀλ­λὰ ὁ Κα­πο­δί­στριας ἀρ­νεῖ­το νὰ πα­ρα­δώ­σει ἐ­θνι­κὲς γαῖ­ες σὲ ξέ­νους ὁ­μο­λο­γι­ού­χους. Ὑ­πο­λό­γι­ζε ὅ­τι, σὲ λί­γα χρό­νια, ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ τό­που θὰ ὁ­δη­γοῦ­σε μὲ ἀ­σφά­λεια στὴν ἐ­ξό­φλη­ση καὶ τοῦ τρί­του δα­νεί­ου. Ἤ­δη νέ­ες καλ­λι­έρ­γει­ες, νέ­α ἐρ­γα­λεῖ­α καὶ νέ­α προ­ϊ­όν­τα (π.χ. πα­τά­τες) εἶ­χαν εἰ­σα­χθεῖ, εἶ­χε ἀρ­χί­σει ἡ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὴ μόρ­φω­ση τῶν ἀ­γρο­τῶν, μὲ γε­ω­πό­νους νὰ πε­ρι­ο­δεύ­ουν τὴν ὕ­παι­θρο, ἐ­νῶ ἱδρύ­ον­ταν ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κοί ἀγροί καί τό πρό­τυ­πο ἀγρο­κή­πιο τῆς Τί­ρυν­θας, μία ἀ­λη­θι­νή γε­ω­πο­νι­κή σχο­λή. Ὁ πρό­ω­ρος θά­να­τος τοῦ Κυ­βερ­νή­τη μα­ταί­ω­σε τή δι­α­νο­μή τῶν ἐθνι­κῶν κτη­μά­των καί συγ­χρό­νως μία δυ­να­μι­κή θε­με­λί­ω­ση τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς ζω­ῆς τοῦ νέ­ου κρά­τους.
Ρα­γδαί­α ὑ­πῆρ­ξε ἐ­πί­σης ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ ἐμ­πο­ρί­ου καὶ τῆς ναυ­τι­λί­ας ὅ­που ἀ­πέ­τρε­ψε τὴν ὕ­ψω­ση τῆς ση­μαί­ας τῶν τρι­ῶν Δυ­νά­με­ων ἀ­πὸ Ἑλ­λη­νι­κὰ πλοῖ­α, ποὺ «ἐ­πι­τρά­πη­κε» δῆ­θεν ὡς προ­σφο­ρά. Ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ ση­μαί­α ἄρ­χι­σε νὰ τα­ξι­δεύ­ει σὲ ὅ­λη τὴ Με­σό­γει­ο προ­κα­λών­τας τὴν ἔκ­πλη­ξη, τὴν ἀ­νη­συ­χί­α καὶ τὸν φθό­νο τῶν Εὐ­ρω­παί­ων: «Πα­ρα­πο­νοῦν­ται ὅ­τι δὲν βλέ­πουν κα­θ᾿ ὅλας τὰς θά­λασ­σας εἰ­μὴ τὴν Ἑλ­λη­νι­κὴν ση­μαί­αν, ἀ­πο­δί­δουν δὲ τὴν αἰ­τί­αν εἰς τὸν Κυ­βερ­νή­την», δι­α­βά­ζου­με σὲ κεί­με­νο τῆς ἐ­πο­χῆς. Νέ­α λι­μά­νια ὅ­πως τῆς Ἑρ­μού­πο­λης, ἄρ­χι­σαν νὰ ἔ­χουν ἔν­το­νη ἐμ­πο­ρι­κὴ ζω­ή. Τὸν Ἰ­α­νουά­ριο τοῦ 1830 ἱ­δρύ­θη­κε στὴ Σύ­ρο καὶ ἡ πρώ­τη Ἑλ­λη­νι­κὴ ἀ­σφα­λι­στι­κὴ ἑ­ται­ρεί­α. Ἡ κρα­τι­κὴ εἴ­σπρα­ξη τῶν δα­σμῶν, ἡ δη­μι­ουρ­γί­α ἐ­θνι­κοῦ στό­λου καὶ κυ­ρί­ως ἡ πρό­θε­ση δι­α­νο­μῆς τῆς ἐ­θνι­κῆς γῆς, θὰ προ­κα­λέ­σουν ὡ­στό­σο τὴ συ­σπεί­ρω­ση καὶ τὴν ἀν­τί­δρα­ση πολ­λῶν προ­κρί­των, σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὴν Ἀγ­γλί­α καὶ τὴ Γαλ­λί­α ποὺ ἔ­βλε­παν τὶς προ­ό­δους τοῦ ἀ­νε­ξάρ­τη­του κρά­τους μὲ κα­χυ­πο­ψί­α.
Ἡ ἀ­φο­σί­ω­ση τοῦ λα­οῦ στὸν Κυ­βερ­νή­τη δὲν ἐ­πέ­τρε­πε τὴν προ­βο­λὴ τῶν φι­λο­δο­ξι­ῶν ποὺ εἶ­χαν ὁ­δη­γή­σει τὴν Ἐ­πα­νά­στα­ση στὰ πρό­θυ­ρα τῆς κα­τα­στρο­φῆς. Ἡ πο­λύ­τι­μη γιὰ τὸ Ἔθνος ἐ­σω­τε­ρι­κὴ τά­ξη καὶ ἡ ἀ­να­δι­ορ­γά­νω­ση ποὺ ἐ­πι­κρά­τη­σε μὲ τὴν ἄ­φι­ξη καὶ τὴν ἰ­σχυ­ρὴ κεν­τρι­κὴ κυ­βέρ­νη­ση τοῦ Κα­πο­δί­στρια ἔ­δι­νε λύ­ση στὰ προ­βλή­μα­τα, σπου­δαῖ­α πο­λι­τι­κά, στρα­τι­ω­τι­κά, καὶ δι­πλω­μα­τι­κὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα. Πα­ρὰ ταῦ­τα, πολ­λοὶ ἦ­ταν οἱ κο­τζαμ­πά­ση­δες, ποὺ μὲ τὴ δι­α­κρι­τι­κὴ στή­ρι­ξη τῆς Ἀγ­γλί­ας (ἡ ὁ­ποί­α ἐ­νο­χλεῖ­το ἀ­πὸ τὴν ἀ­νε­ξάρ­τη­τη πο­λι­τι­κὴ Κα­πο­δί­στρια καὶ τὴν κω­λυ­σι­ερ­γί­α του στὸ ἐ­δα­φι­κὸ καὶ πο­λι­τεια­κὸ ζή­τη­μα), ἀλ­λὰ καὶ τῆς Γαλ­λί­ας, με­τὰ τὴν Ἰ­ου­λια­νὴ ἐ­πα­νά­στα­ση τοῦ 1830, συν­τη­ροῦ­σαν μί­αν ἀ­θό­ρυ­βη, ἀλ­λὰ ἰ­σχυ­ρὴ ἀν­τι­πο­λί­τευ­ση. Ἤ­δη ἀ­πὸ τὰ Χρι­στού­γεν­να τοῦ 1829 ὁ Κα­πο­δί­στριας γρά­φει πρὸς τὸν Ἐ­ϋ­νάρ­δο γιὰ τὴ συ­νερ­γα­σί­α ἀν­τι­πο­λί­τευ­σης – ξέ­νων καὶ γιὰ τὴν ἀ­ναρ­χί­α ποὺ θὰ ὁ­δη­γοῦ­σε στὸ συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι «οὐ­δὲ ὡς ἀ­ποι­κί­α ἥ­συ­χος δύ­να­ται νὰ ὑ­πάρ­ξη ἡ Ἑλ­λὰς».
Ἡ Ὕ­δρα ζη­τοῦ­σε ἄ­με­σα ἀ­πο­ζη­μι­ώ­σεις 1.000.000 τα­λή­ρων γιὰ τὶς ζη­μί­ες ποὺ ὑ­πέ­στη στὸν Ἀ­γῶνα καὶ τὴ δι­α­τή­ρη­ση τῶν φε­ου­δαρ­χι­κῶν προ­νο­μί­ων ποὺ θί­γον­ταν ἀ­πὸ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α ἑ­νια­ίου Ἐθνι­κοῦ κρά­τους. Ἡ Μά­νη ζη­τοῦ­σε τὴν ἰ­δι­ο­ποί­η­ση τῶν δα­σμῶν καὶ τῶν προ­σό­δων, ἰ­δι­αί­τε­ρα με­τὰ τὸ Φε­βρουά­ριο τοῦ 1830 ὅ­ταν πέ­θα­νε (πάμ­πτω­χος χω­ρὶς νὰ ζη­τή­σει ἀ­πο­ζη­μι­ώ­σεις) ὁ Μα­νιά­της ἄρ­χον­τας τοῦ κλά­δου τῶν Πα­λαι­ο­λό­γων καὶ φί­λος τοῦ Κα­πο­δί­στρια Δι­ο­νύ­σιος Μούρ­τζι­νος, πα­ρά­γον­τας το­πι­κῆς ἰ­σορ­ρο­πί­ας. «Εἰ­κο­σι­πέν­τε εἶ­σθε οἱ φθο­ρεῖς τοῦ Ἔθνους», θὰ πεῖ κά­πο­τε ἀ­γα­να­κτι­σμέ­νος ὁ Κυ­βερ­νή­της στὸν Πε­τρομ­πέ­η.
Τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῶν ἐ­κλο­γῶν τοῦ 1831 πι­στο­ποί­η­σαν τὴν κυ­ρι­αρ­χί­α τοῦ Κα­πο­δί­στρια στὸ λα­ό. Ὁ Κυ­βερ­νή­της ὅ­μως δὲν πρό­λα­βε νὰ ἐμ­φα­νι­στεῖ στὴν Ἐ­θνο­συ­νέ­λευ­ση τοῦ Ἄρ­γους ποὺ θὰ τὸν δι­καί­ω­νε πα­νη­γυ­ρι­κά. Ἡ σκαν­δα­λώ­δης εὔ­νοι­α τῶν στα­σια­στῶν τῆς Ὕ­δρας καὶ τῆς Μά­νης ἀ­πὸ τοὺς ἀν­τι­πρέ­σβεις τῆς Ἀγ­γλί­ας καὶ τῆς Γαλ­λί­ας κα­θὼς καὶ ἀ­πὸ τοὺς ναυά­ρχους, πεί­θει καὶ τὸν πλέ­ον δύ­σπι­στο γιὰ τὴν ὑ­πο­νό­μευ­ση τοῦ Κυ­βερ­νή­τη ποὺ θὰ πλή­ρω­νε μὲ τὴν ἴ­δια του τὴ ζω­ὴ τὸν δι­πλω­μα­τι­κό του θρί­αμ­βο. Οἱ Ὑ­δραῖ­οι μπο­ρεῖ νὰ πα­νη­γύ­ρι­ζαν (ἡ ἐ­φη­με­ρί­δα «Ἀ­πόλ­λων» μά­λι­στα θὰ παύ­σει νὰ ἐκ­δί­δε­ται ἀ­φοῦ «ὁ σκο­πὸς ἐ­πλη­ρώ­θη»), ἀλ­λὰ ἡ με­γά­λη πλει­ο­ψη­φί­α τοῦ λα­οῦ αἰ­σθάν­θη­κε ἀ­μέ­σως τὶς τρο­με­ρὲς συ­νέ­πει­ες τῆς στυ­γε­ρῆς πρά­ξης. Οἱ ἐκ­δη­λώ­σεις ὀ­δύ­νης ὑ­πῆρ­ξαν ἀ­νεί­πω­τες καὶ εἶ­ναι ἡ συγ­κλο­νι­στι­κό­τε­ρη μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴν ἀ­γά­πη καὶ τὴν ἀ­φο­σί­ω­ση τοῦ λα­οῦ στὸν Κυ­βερ­νή­τη. Ὁ θά­να­τός του στέ­ρη­σε τὸ Ἔ­θνος ἀ­πὸ τὸ μο­να­δι­κὸ στή­ριγ­μα ἀ­σφά­λειας καὶ προ­ο­πτι­κῆς. «Ὁ θά­να­τος τοῦ Κυ­βερ­νή­του εἶ­ναι συμ­φο­ρὰ διὰ τὴν Ἑλ­λά­δα. Δὲν φο­βοῦ­μαι νὰ εἴ­πω εἶ­ναι δυ­στύ­χη­μα εὐ­ρω­πα­ϊ­κὸν», θὰ γρά­ψει ὁ ἀ­λη­θι­νὸς φί­λος τῶν Ἑλ­λή­νων Ἐ­ϋ­νάρ­δος. Ἡ δο­λο­φο­νί­α τοῦ Κα­πο­δί­στρια κι οἱ ἐμ­φύ­λι­ες συγ­κρού­σεις ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σαν, ἐ­πέ­τρε­ψαν τὴν τα­χεί­α ρύθ­μι­ση τοῦ πο­λι­τεια­κοῦ ζη­τή­μα­τος μὲ ἐ­κλο­γὴ τοῦ Ὄ­θω­νος (Φε­βρουά­ριος 1832). Ἡ ἔ­ξω­θεν ἐ­πι­βο­λὴ τῆς μο­ναρ­χί­ας καὶ ἡ ταύ­τι­ση τῆς ἀ­νάγ­κης τῆς προ­ό­δου μὲ τὴ ξέ­νη ἐ­ξάρ­τη­ση στὸ νε­ό­τευ­κτο Ἑλ­λη­νι­κὸ κρά­τος, ἐ­πρό­κει­το νὰ ἔ­χει τρα­γι­κὲς μα­κρο­ϊ­στο­ρι­κὲς συ­νέ­πει­ες. Τὸ πρό­ω­ρο τέ­λος τοῦ Κυ­βερ­νή­τη στά­θη­κε ἡ πρω­το­γε­νὴς αἰ­τί­α ποὺ τὸ αἴ­τη­μα ἐ­θνι­κῆς ὁ­λο­κλή­ρω­σης καὶ πο­λι­τι­κοῦ ἐκ­συγ­χρο­νι­σμοῦ, αἴ­τη­μα ἑ­νια­ῖο γιὰ ὅ­σους πι­στεύ­ουν στὸ μέλ­λον αὐ­τοῦ τοῦ Ἔ­θνους, πα­ρέ­μει­νε μέ­χρι τὶς ἡ­μέ­ρες μας τρα­γι­κὰ ἀ­δι­καί­ω­το.
Ἡ εὐ­στρο­φί­α, ἡ ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ παίρ­νει τα­χύ­τα­τα ἀ­πο­φά­σεις, ἡ ἀ­πό­λυ­τη τι­μι­ό­τη­τα ποὺ γεν­νοῦ­σε τὴν ἐμ­πι­στο­σύ­νη ἀ­κό­μη καὶ στοὺς ἀν­τι­πά­λους του, ἡ ἀ­φο­σί­ω­ση στὸ ἔρ­γο του, ἡ θέ­λη­ση καὶ ἡ ἐ­νερ­γη­τι­κό­τη­τα, ἡ πί­στη του στὴν κο­σμο­γο­νι­κὴ δύ­να­μη τῆς ἑ­κού­σιας θυ­σί­ας, σφρά­γι­σαν τὴ βε­βαι­ό­τη­τά του ὅ­τι ἄ­ξι­ζε νὰ ἀ­να­λά­βει τὴν ἄρ­ση ἑ­νὸς σταυ­ροῦ μαρ­τυ­ρί­ου μὲ τέ­λος σχε­δὸν προ­δι­α­γε­γραμ­μέ­νο. Ἡ με­γί­στη δι­πλω­μα­τι­κή του ἐμ­πει­ρί­α, ἡ ἀ­κο­νι­σμέ­νη ἀ­πὸ τὴν πρό­κλη­ση νέ­ων κα­θη­κόν­των, τὸν ἔ­φε­ρε στὴν κα­θη­μαγ­μέ­νη ἐ­πα­να­στα­τι­κὴ Ἑλ­λά­δα, ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νο νὰ μὴ συμ­βι­βα­στεῖ καὶ νὰ μὴ γί­νει ἄλ­λος ἕ­νας (λὲς καὶ προ­έ­βλε­πε τὸ μέλ­λον) ἀ­πὸ τοὺς ἀ­σή­μαν­τους ἡ­γέ­τες τοῦ νε­ο­ελ­λη­νι­κοῦ βί­ου. Ὁ Κα­πο­δί­στριας ἤ­ξε­ρε αὐ­τὸ ποὺ δὲν μά­θα­με ἐ­μεῖς με­τὰ ἀ­πὸ δύ­ο αἰ­ῶ­νες πο­λι­τι­κοῦ βί­ου. Πῶς ὅ­ταν ἀ­νά­με­σα στὴ θέ­λη­ση καὶ τὴν ἐ­κτέ­λε­ση πα­ρεμ­βάλ­λον­ται προ­σκόμ­μα­τα καὶ τα­κτι­κι­σμοί, τό­τε ὁ πο­λι­τι­κὸς ξε­πέ­φτει καὶ ἕ­να πο­λύ­μορ­φο πε­λα­τεια­κὸ σύ­στη­μα γεν­νι­έ­ται καὶ κα­τα­τρώ­ει τὸν τό­πο.
Ἡ δο­λο­φο­νί­α τοῦ Κα­πο­δί­στρια στέ­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν Ἑλ­λά­δα ἕ­να πο­λι­τι­κὸ ἔμ­πει­ρο κι ἀ­νι­δι­ο­τε­λῆ, ἕ­να δι­πλω­μά­τη εὔ­στρο­φο, μὲ πί­στη καὶ πα­τρι­ω­τι­κὸ ρε­α­λι­σμό. Ἡ­γέ­της εὐ­προ­σή­γο­ρος, εὐ­γε­νὴς, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πο­φα­σι­στι­κός, ἦ­ταν ἀ­πό­λυ­τα ἀ­φο­σι­ω­μέ­νος στὸ σχέ­διό του γιὰ τὴ θε­με­λί­ω­ση ἑ­νὸς σύγ­χρο­νου Ἑλ­λη­νι­κοῦ κρά­τους. Ὁ αὐ­ταρ­χι­σμὸς γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο κα­τη­γο­ρή­θη­κε καὶ μὲ πρό­φα­ση τὸν ὁ­ποῖ­ο συ­να­σπί­στη­καν ἐ­ναν­τί­ον του οἱ ὑ­πο­κρι­τές, ἦ­ταν μί­α ἀ­δή­ρι­τη ἱ­στο­ρι­κὴ ἀ­νάγ­κη, πά­γιο φαι­νό­με­νο ἄλ­λω­στε ποὺ συ­ναν­τᾶ­ται σὲ κά­θε ἐ­πα­να­στα­τι­κὴ πε­ρί­ο­δο, σὲ κά­θε θε­με­λί­ω­ση κρά­τους. Ὁ δι­πλω­μά­της ποὺ δί­και­α ὀ­νο­μά­στη­κε «ἀρ­χι­τέ­κτο­νας εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς εἰ­ρή­νης ἑ­νὸς αἰ­ῶνα» (1815-1914), ὁ ἡ­γέ­της μὲ τὴν ὀ­ξεί­α ἐ­θνι­κὴ συ­νεί­δη­ση, ἀλ­λὰ καὶ μὲ εὐ­ρω­πα­ϊ­κὸ «ἀ­έ­ρα», ἦ­ταν ὁ μό­νος ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ ἐ­πι­βά­λει τὴν ἀ­ναγ­καί­α ἐ­θνι­κὴ ἑ­νό­τη­τα στὶς ὁ­μά­δες ποὺ κα­τα­δυ­νά­στευ­αν τὸν τό­πο καὶ τὸν κρα­τοῦ­σαν δέ­σμιο τῶν Ὀθω­μα­νι­κῶν θε­σμῶν ποὺ ἐ­σχά­τως ἐ­ξι­δα­νι­κεύ­ον­ται ἀ­πὸ ἱ­στο­ρι­ο­γρα­φί­α ποὺ ἐρ­γά­ζε­ται φι­λό­τι­μα γιὰ τὸν ἐ­θνι­κὸ ἀ­πο­χρω­μα­τι­σμὸ τοῦ λα­οῦ μας.
Ὁ κα­κο­τρά­χα­λος δρό­μος ἀ­πὸ τὴν ἀ­δού­λω­τη Ρω­μι­ο­σύ­νη στὴν Αὐ­λὴ τῶν Ρο­μα­νὼφ κι ἀ­πὸ τὴ ρη­μαγ­μέ­νη, ἀ­πελ­πι­σμέ­νη Ἑλ­λά­δα τοῦ 1828 στὸ ἀ­νε­ξάρ­τη­το Ἐθνι­κὸ κρά­τος τοῦ 1831 (ποὺ κι αὐ­τὸ ὑ­βρί­ζουν στὶς ἡ­μέ­ρες μας στὸ ὄ­νο­μα μί­ας ἐν τέ­λει αἱ­ρε­τι­κῆς κα­θα­ρό­τη­τας κά­ποι­οι τι­μη­τὲς τῶν πάν­των καὶ αὐ­τό­κλη­τοι πλη­ρε­ξού­σιοι τῆς Πα­ρά­δο­σης), στα­μά­τη­σε βί­αι­α τὴν ὥ­ρα ποὺ σή­μαι­νε ὁ ὄρ­θρος στὸν Ἅ­γιο Σπυ­ρί­δω­να. Βλέ­πε­τε ὁ Κα­πο­δί­στριας δὲν ἦ­ταν ἀ­πὸ τοὺς πο­λι­τι­κοὺς ποὺ πη­γαί­νουν γύ­ρω στὶς δέ­κα τὸ πρω­ΐ βα­ρι­ε­στη­μέ­νοι σὲ κά­ποι­α Δο­ξο­λο­γί­α ἐ­πει­δὴ εἶ­ναι ἐ­πί­ση­μη ὑ­πο­χρέ­ω­ση. Προ­ε­κτεί­νου­με τού­τη τὴν ὥ­ρα νο­ε­ρὰ τὸ ὕ­φος του καὶ τὸν φαν­τα­ζό­μα­στε σὲ μί­α σκο­τει­νὴ κά­μα­ρα τοῦ Ναυ­πλί­ου, μὲ τὰ κε­ριὰ νὰ φω­τί­ζουν ἀ­χνὰ τὸ λε­πτὸ καὶ φι­λά­σθε­νο πρό­σω­πό του, σ᾿ ἕ­να κό­σμο γε­μᾶ­το ὁ­ρά­μα­τα, ἀλ­λὰ καὶ μὲ ρε­α­λι­στι­κὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα ἀ­φοῦ τὸ δι­πλω­μα­τι­κό, τὸ ἐκ­παι­δευ­τι­κό, τὸ δι­οι­κη­τι­κὸ καὶ τὸ πο­λε­μι­κὸ ἔρ­γο ποὺ ἄ­φη­σε σὲ λι­γό­τε­ρα ἀ­πὸ τέσ­σε­ρα χρό­νια δι­α­κυ­βέρ­νη­σης, εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νὰ μο­να­δι­κό. Τὸν φαν­τα­ζό­μα­στε μὲ τὸ με­λαγ­χο­λι­κό του βλέμ­μα καρ­φω­μέ­νο στὸ μα­κρι­νὸ ἰ­δα­νι­κὸ μί­ας Ἑ­νω­μέ­νης καὶ Σύγ­χρο­νης Ἑλ­λά­δας, νὰ πο­ρεύ­ε­ται ἀ­γόγ­γυ­στα πρὸς τὴ θυ­σί­α ἔ­χον­τας στὸ πλευ­ρὸ του τὸν λα­ὸ καὶ δύ­ο ἁ­γνοὺς πο­λέ­μαρ­χους τοῦ Ἀ­γῶνα σὲ στε­ριὰ καὶ θά­λασ­σα, τὸν Κο­λο­κο­τρώ­νη καὶ τὸν Κα­νά­ρη. Ἀ­πέ­ναν­τί τους ἑ­τε­ρό­κλη­το τὸ μέ­τω­πο τῶν ἰ­δι­ο­τε­λῶν Φα­να­ρι­ω­τῶν, τῶν προ­σκυ­νη­μέ­νων κο­τζαμ­πά­ση­δων καὶ τῶν δῆ­θεν φι­λε­λεύ­θε­ρων τυ­χο­δι­ω­κτῶν. Ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ βλέμ­μα, ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ ἔρ­γο, ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ πρό­τυ­πο ἀν­τλοῦ­με σή­με­ρα δύ­να­μη. Τὴ δύ­να­μη ποὺ ἴ­σως μᾶς βο­η­θή­σει νὰ λυ­τρω­θοῦ­με ἀ­πὸ τοὺς σύγ­χρο­νους κο­τζαμ­πά­ση­δες ποὺ ὁ­δή­γη­σαν τὴ χώ­ρα μας στὴ χρε­ω­κο­πί­α.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...