Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος καθηγούμενος Ιεράς Μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος καθηγούμενος Ιεράς Μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Ιανουαρίου 29, 2018

EΚΚΟΛΑΠΤΟΜΕΝΟΙ ΑΓΙΟΙ Άρθρο – γροθιά του Καθηγουμένου της Ι.Μ. Δοχειαρίου Γέροντα Γρηγορίου

 Τα τελευταία χρόνια γεμίσαμε αγίους








Σήμερα τοὺς Ἁγίους δὲν μᾶς τοὺς προβάλλει ἡ Ἐκκλησία καὶ δὲν ἐκκολάπτονται στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ στὰ σαλόνια, σὲ συγκεντρώσεις ὑπὲρ τὸ μέτρον εὐσεβῶν καὶ εὐλαβῶν χριστιανῶν, ποὺ διακηρύττουν ὁράματα καὶ θαύματα καὶ θεοπτίες, καὶ προβάλλονται σὲ ἡμερολόγια καὶ σὲ ἡμεροδεῖκτες πιὸ μπροστά· πῆραν δηλαδὴ τὴν σειρὰ τῆς Ἐκκλησίας. Πίνοντας τὸν καφὲ καὶ τὸ τσάι της ἡ κάθε μεγαλοκυρία, ἀποφθέγγεται γιὰ «ἁγίους», τῶν ὁποίων ἡ ζωὴ ἦταν προβληματική. Δυστυχῶς καὶ σὲ καλογερικὲς συνάξεις προβάλλονται πρόσωπα ἀμφισβητούμενα γιὰ τὴν ζωή τους. Καὶ ἀκολουθίες τοὺς συντάσσουνε καὶ πανηγύρεις ἐπιτελοῦνε στὰ καθολικὰ τῶν Μονῶν. Δὲν ἀναμένουν τὴν φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Πῶς νὰ τὸ κάνουμε; Ὁ αἰσθησιακὸς ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἅγιος. Εἶναι μιὰ πονεμένη ἱστορία. Ὅτι ἔκανε τὸν ἀγῶνα του, τὸν ἔκανε, ἀλλὰ δὲν ὑπερνίκησε τὸν αἰσθησιακό του κόσμο. Σήμερα μακιγιάρουμε τοὺς νεκρούς μας, μὲ τὴν φοβερὴ ἐρώτηση «Θέλετε νὰ εἶναι χαμογελαστός, σοβαρός, ἱλαρός;» Καὶ μετὰ ἐμεῖς προβάλλουμε τὰ χαμογελαστὰ αὐτὰ πρόσωπα σὲ ὅλα τὰ μέσα ἐνημερώσεως ὡς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Ὅταν ὅμως πίσω ἀπὸ αὐτὸ τὸ χαμόγελο ὑπάρχουν ἀγκάθια καὶ τριβόλια, ἐμεῖς τί νὰ κάνουμε; Ἑκόντες-ἄκοντες νὰ τὰ ἀποδεχώμαστε; Ὑπάρχει λύσσα, τοὺς δικούς μας ἀνθρώπους νὰ τοὺς βάζουμε στὴν βιτρίνα τῶν Ἁγίων.
Ἐπληροφορήθηκα, δὲν ξέρω ἂν εἶναι πέρα γιὰ πέρα ἀληθινὸς ὁ λόγος, ὅτι τὸ Πατριαρχεῖο, ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία, σταματᾶ τὶς ἁγιοποιήσεις, γιατὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὰ τελευταῖα χρόνια γεμίσαμε ἁγίους, τῶν ὁποίων τὰ συγγράματα διαβάζονται καὶ προβάλλονται περισσότερο ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη! Ἀφοῦ ὑπάρχει ἡ δύναμη τοῦ μαγνητοφώνου, φορτωνόμαστε διδαχὲς καὶ προφητεῖες ποὺ ἐμᾶς ὡς πνευματικοὺς μᾶς φέρνουν σὲ δύσκολη θέση. Ἰδίως οἱ «προφῆτες» ἀναμοχλεύουνε πράγματα, πού, ἀντὶ νὰ ἐνθαρρύνουν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, τοὺς ἀγχώνουν, τοὺς ἁρπάζουν τὸ χαμόγελο τῆς ζωῆς μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά τους.Ἑνὸς συγχρόνου ἁγίου τὸ κέντρο τῆς διδασκαλίας του εἶναι οἱ πόλεμοι, οἱ μάχες καὶ οἱ ταραχές. Καὶ ἕνας Ἁγιορείτης, καὶ αὐτὸς προφητάναξ:
– Μαζέψτε τρόφιμα, κρύψτε τὰ γενήματά σας καὶ τὰ ἀγαθά σας, γιατὶ θὰ γίνη πόλεμος.

Καθήμενος στὴν Μονὴ Δοχειαρίου, ἡ ὁποία εἶναι ἢ ἡ εἴσοδος ἢ ἡ ἔξοδος τοῦ Ὄρους, ἑκών-ἄκων θὰ τὰ ἀκούσω.
– Γέροντα, μᾶς εἶπε καταξιωμένος καὶ χαρισματοῦχος προορατικὸς ἐδῶ στὸ Ἅγιον Ὄρος, νὰ συνάξουμε τρόφιμα, γιατὶ θὰ γίνη πόλεμος.
– Ἂν τὸ ἐγκολπωθήκατε πραγματικὰ αὐτὸ ποὺ σᾶς εἶπε, κάνετέ το, ἀλλά, ἂν δῆτε ὅτι πέρασε ὁ καιρὸς καὶ καμμιὰ κίνηση πολέμου δὲν γίνεται, φέρτε τα σὲ μένα· ἐγὼ τὰ τρώγω καὶ ληγμένα.
Εἶναι φοβερὸ νὰ φεύγη ὁ προσκυνητὴς ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος ὄχι μὲ τὴν καρδιά του γεμάτη ἐλπίδα, ἀλλὰ ἀπελπισία καὶ ἀπογοήτευση. Πές του, μωρέ, στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ νὰ βρίσκεται καὶ ὅ,τι καὶ νὰ μᾶς βρῆ, ὁ Θεὸς δὲν θὰ μᾶς ἀφήση. Αὐτὲς βέβαια εἶναι τυράγνιες ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἀλλὰ σήμερα βρίσκονται στὸ ἀποκορύφωμα.
Πρὸ τριῶν ἐτῶν ἔλεγε Γέροντας μεγάλης Μονῆς μὲ μεγάλη ἐπιφάνεια ὅτι πρὸ τοῦ Δεκαπενταυγούστου θὰ γίνη πόλεμος. Ποιός θὰ φρενάρη αὐτὸ τὸ «χάρισμα»; Ποιός θὰ ραπίση αὐτὸν τὸν ψευδοπροφήτη;
Ἔφυγε μιὰ μάννα ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ πῆγε ἐκεῖ ποὺ τελεσιουργοῦνται στὴν Ἀμερικὴ τὰ θαύματα καὶ οἱ προφητεῖες, νὰ ρωτήση γιὰ τὸ μέλλον τοῦ ἄρρωστου παιδιοῦ της. Πιὸ μπροστὰ τῆς εἶπα:
– Ἄργησες νὰ θυμηθῆς τὸν Θεό. Τὸ παιδί σου ἔχει πάρει πιὰ τὸν δρόμο του. Κάνε ὅ,τι μπορεῖς γιὰ τὴν ψυχή του, γιατὶ καὶ ἐφηβεία πέρασε καὶ χρόνια νεανικῆς ἀκμῆς, ποὺ κανεὶς δὲν ὑπολογίζει τίποτα, θέλει νὰ δοκιμάση ὅλες τὶς ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου.
Ὅταν ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸ μεγάλο κέντρο τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς πνευματικότητας, ἀφοῦ πῆρε τὴν χαροποιὸ ἀπάντηση ὅτι τὸ παιδί της θὰ συνέλθη, μὲ πῆρε τηλέφωνο καὶ μοῦ λέγει:
– Νά, ἐσὺ ποὺ μὲ τὸ βρωμόστομά σου μοῦ εἶπες ὅτι τὸ παιδί μου πρέπει νὰ τὸ φροντίσω γιὰ τὰ πέραν τοῦ τάφου.
– Χαίρομαι –τῆς λέω– ποὺ τό ᾽χεις τόσο τακτοποιήσει τὸ παιδί σου καὶ συγχώρα με ποὺ σοῦ τὰ εἶπα, ὄχι ὅμως ὅτι ἔκανα λάθος.
Τὸ παιδὶ σὲ τρεῖς μέρες πέθανε. Μοῦ λέγει ἡ μάννα του:
– Τί νὰ κάνω;
– Ρώτα τοὺς προφῆτες καὶ αὐτοὶ θὰ σοῦ ποῦν…
Ποιός θὰ τοὺς μαζέψη αὐτοὺς τοὺς ψευδοπροφῆτες καὶ αὐτοὺς τοὺς ἁγίους; Ἠλίας δὲν ὑπάρχει πιά. Ὁ ποταμός, στὸν ὁποῖο τοὺς μάζεψε καὶ τοὺς ἔκοψε, ξεράθηκε.
Ὑποτακτικός του λιτανεύη τὰ τσουράπια του καὶ τὴν πετσέτα ποὺ σκούπιζε τὸ πρόσωπό του πρὸς ἁγιασμὸ τῶν πιστῶν! Ἀπὸ κείνους ποὺ περιμέναμε τὴν σοβαρότητα, τὴν ἀκρίβεια τῆς ζωῆς καὶ τῆς πίστεως κλονιστήκαμε. Γι᾽ αὐτὸ λέγω ὅτι καλὰ ἔκαμε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἂν καὶ ἀδίκησε δύο μεγάλους Ἁγίους τοῦ αἰῶνα ποὺ μᾶς πέρασε. Καὶ ὄχι μόνον Ἁγίους, ἀλλὰ καὶ ἄνδρες ἐθνικοὺς καὶ διδασκάλους σὲ χρόνια πικρῆς σκλαβιᾶς. Ἄλγος κατέχει τὴν ψυχή μου, γιατὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ σήμερα δὲν τιμῶνται πανελλαδικά, ὅπως θὰ ἔπρεπε, παρὰ μόνον στὸν τόπο τους καὶ στὰ περίχωρα. Ἀπὸ τὸν Θεὸ βέβαια πῆραν τὸν μισθό τους, ἀλλὰ ἐμεῖς περιμέναμε καὶ τὴν μισθαποδοσία τους ἀπὸ τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία.
Στὴν Μονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Πάτμου τρεῖς μοναχὲς στὴν ἐκταφὴ εὐωδίασαν. Τὸ μοναστήρι –δόξα τῷ Θεῷ– κρατήθηκε στὴν παράδοση τοῦ γέροντα Ἀμφιλοχίου «ἀφήνετε τὸν Θεό, αὐτὸς ἀντιδοξάζει τοὺς δοξάζοντας αὐτόν» καὶ δὲν σηκώσανε σημαῖες καὶ φλάμπουρα.
Τοὐλάχιστον οἱ σὲ ἔντυπα παρουσιάζοντες «ἁγίους», πρέπει νὰ καλοῦνται σὲ ἀπολογία, πρέπει νὰ ὑπάρχουν φρένα στὴν Ἐκκλησία. Νὰ μαζευτοῦν λίγο τὰ πράγματα τῆς ἐλεύθερης διδαχῆς, τῆς προφητείας καὶ τῆς θαυματουργίας. Ἀκόμα καὶ ἡ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία ἂς φρενάρη καὶ ἂς χρησιμοποιῆ τὴν διδασκαλία τῶν παλαιῶν Πατέρων καὶ ὄχι τῶν προχειρολόγων τῆς ἐποχῆς μας. Δὲν θέλω βέβαια νὰ ἀποκρύψω ὅτι χαίρομαι ποὺ ἡ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία ἐπέκτεινε τὰ ὅρια τῶν ἁγίων Πατέρων μέχρι καὶ τὴν ἐποχὴ τῶν Κολλυβάδων, ποὺ οἱ θεολόγοι παλαιότερα οὔτε τοὺς ἄγγιζαν. Ἂν μιλοῦσες γιὰ Κολλυβάδες, ἔπεφτε γέλιο εἰρωνικὸ ἀπὸ τοὺς καθηγητές.
Καὶ τὸ φοβερώτερο ἀκόμα εἶναι ὅτι δέχονται οἱ ἄνθρωποι αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν στὸν κύκλο τους καὶ εἶναι δικοί τους ὅτι εἶναι ἅγιοι· μὲ ψιχουλάκια τοὺς παρουσιάζουν ἁγίους. Ἄξιοι προβολεῖς αὐτοί, ἐνῶ τῶν ξένων, ποὺ κρατοῦν τὶς γωνιὲς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ποτὲ δὲν βγαίνουν στὸ κέντρο, ἀποσιωπᾶται κάθε διδασκαλία καὶ κάθε ἁγιασμένη ἐνέργειά τους.
Πόσο ἀπὸ τὰ  μικρά μου χρόνια μὲ πίκραινε ἡ φράση «αὐτὸς εἶναι δικός μας» καὶ πρέπει νὰ ἔχη διακεκριμένη μεταχείριση. Ἐργάσθηκα ὡς φοιτητὴς σὲ χριστιανικὸ βιβλιοπωλεῖο. Ἂν ἀπὸ τὰ σπανίζοντα βιβλία τὸ ζητοῦσε κάποιος ἄγνωστος, εἴχαμε βαρειὰ παρατήρηση «αὐτὰ τὰ ἔντυπα τὰ ἔχουμε γιὰ κάποιους δικούς μας κι ἐσὺ τὸ ἔδωσες σὲ ξένο». Ἔκρυβα τὸ πρόσωπό μου κάτω ἀπὸ τὸν πάγκο, γιὰ νὰ μὴν ἰδῆ τὰ δάκρυά μου. Τί πάει νὰ πῆ μέσα στὴν Ἐκκλησία δικοί μας καὶ ξένοι; Μέχρι σήμερα τὸ ἀκούω καὶ μάλιστα ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ θεωροῦνται σοβαροὶ καὶ προχωρημένοι στὴν πνευματικὴ ζωή. Ἀντοχὲς πολλὲς χρειάζονται καὶ στὴν συναναστροφὴ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ χαρακτηρίζονται πνευματικοί. Περισσότερες καὶ ἀπὸ αὐτὲς ποὺ πρέπει νὰ διαθέσης στὶς σκηνὲς τῆς ἀγορᾶς. Ὅλοι εἶναι δικοί μας, ὅλοι, ἀφοῦ βαπτίστηκαν, εἶναι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀδελφοὶ ἠγαπημένοι. Γι᾽ αὐτὸ στέκομαι καὶ προτιμῶ τὴν ἁγιότητα τοῦ πεζοδρομίου, παρὰ τὸν κύκλο τῶν θρησκευομένων.
Ὁ ἅγιος ἐμφανῶς γίνεται ὅπου ὑπάρχει ἁπλότητα, ταπείνωση καὶ ἀγάπη. Ὅλες οἱ ἐποχὲς ἔχουν ἁγίους. Θὰ τὸ πῆ βέβαια ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ περιμένουμε νὰ τὸ ἐπισφραγίση ἡ Ἐκκλησία. Ὄχι μὲ δοσίματα, ὄχι μὲ γνωριμίες, ὄχι μὲ προβολὲς ποὺ ἀμαυρώνουν καὶ αὐτὴν τὴν ἱερὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Μέχρι τὶς ἔσχατες ἡμέρες –ὅπως λέγει ὁ ἀββᾶ Ἰσαάκ–  θὰ ὑπάρχη ἡ πρόσκληση τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ ὑπάρχουν μοναχοὶ καὶ ἀσκητὲς ἀφιερωμένοι τῷ Κυρίῳ καὶ μόνον. Ἂς ἀφήνουμε ὅμως τὸν Θεὸ νὰ λαλῆ τὰ ὑψηλὰ καὶ τὰ μεγάλα καὶ ἐμεῖς ἂς μένουμε στὴν ἀγάπη καὶ στὴν ὑπακοὴ τοῦ Χριστοῦ.
Παλαιά, τὸ κάθε σπίτι εἶχε καὶ μία βιοτεχνία γιὰ τὴν οἰκονομικὴ στήριξη τῆς οἰκογένειας. Ἔπλεκαν τὶς φανέλλες τῆς λεγόμενης πουλησιᾶς καὶ τὶς φανέλλες γιὰ τοὺς διακεκριμένους. Ἂς μὴ καταντήση ἡ ἁγιότητα σὰν τὶς φανέλλες τῆς πουλησιᾶς.
– Τί πὰ νὰ πῆ, γιαγιά, φανέλλες τῆς πουλησιᾶς;
– Ἔ, ἔ. Γιὰ τὸν ἐργάτη, γιὰ τὸν μαστοράκο, γιὰ τὸν φτωχὸ κι ἡ μοίρα του.
Ὅλα αὐτὰ ὅσο καὶ ἁπλᾶ νὰ φαίνωνται, γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ θέλει νὰ δοθῆ στὸν Θεὸ εἶναι πίκρες, εἶναι στενοχωρίες, εἶναι λουκέτα ποὺ κλείνουν τὶς καρδιὲς καὶ δὲν τὶς ἀφήνουν νὰ πετάξουν οὔτε στὸ ὕψος τοῦ σπουργίτη.
Κύριε, ἐλέησον.
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 25, 2017

Γέροντας Γρηγόριος Δοχειαρίου: Μη μπερδεύετε τα καζάνια


Αποτέλεσμα εικόνας για Γρηγορίου, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Δοχειαρίου Ἁγ. Ὄρους

Μη μπερδεύετε τα καζάνια
Αρχιμ. Γρηγόριος,  Καθηγούμενος Ι.Μ. Δοχειαρίου Αγίου Όρους
Ἄλλο εἶναι τὸ καζάνι γιὰ τὸ φαγητό, ἄλλο εἶναι γιὰ τὰ χόρτα, ἄλλο εἶναι γιὰ τὴν μπουγάδα, ἄλλο τὸ καζάνι τοῦ τυροκομείου – αὐτὸ ἔχει εἰδικὴ κατασκευή· αὐτὸς ποὺ πήγαινε νὰ παραγγείλη καζάνι γιὰ τυροκομεῖο, χαρακτηριστικὰ ζητοῦσε «νὰ εἶναι ἀπὸ κάτω ὅπως ὁ κουμπὲς τῆς ἐκκλησίας»– ἄλλο τὸ καζάνι γιὰ τὸ τσίπουρο –εἶχε κι αὐτὸ εἰδικὴ κατασκευή· τὸ χαρακτηριστικό του ἦταν ὁ λουλᾶς– καὶ ἄλλο τὸ καζάνι ποὺ βράζει τὸ νερὸ γιὰ νὰ βαπτισθοῦμε.
Στὴν πατρίδα μου δὲν πρόσεχαν μόνον τὰ καζάνια. Πρόσεχαν καὶ τοὺς καπνοδόχους. Καὶ λέγαν μεταξύ τους οἱ ἐργάτριες τοῦ καλοῦ: «Πολὺ καπνὸ ἔχει τὸ τζάκι τοῦ γείτονα· σίγουρα θὰ βράζη νερὸ γιὰ μπουγάδα ἢ γιὰ χόρτα». Ὅταν ὅμως ὁ καπνὸς ἐξήρχετο σιγανά-σιγανά, σήμαινε ὅτι κάτι σπουδαῖο μαγειρεύει καὶ ἡ εὐωδιὰ τοῦ φαγητοῦ, στὴν ὁποία μετείχαμε ὅλοι, ἐκάλυπτε ὅλες τὶς μυρωδιὲς τῆς γειτονιᾶς.

Ὅταν ἡ καλὴ μάμμη καβούρντιζε τὸ κρεμμύδι, μόλις ρόδιζε, ἔβαζε λίγο στὸ κουτάλι κι ἔβγαινε στὴν γειτονιά, μήπως ὑπῆρχε καμμία ἔγκυος γυναίκα καὶ τῆς μύρισε τὸ κρεμμύδι. Θεωρούσανε τόσο δυνατὴ τὴν ὀσμὴ αὐτὴν, ποὺ πιστεύανε ὅτι, ἐὰν δὲν δοκίμαζε ἡ ἐγκυμονοῦσα, θά ᾽χανε τὸ παιδί. Γιὰ νὰ μὴ φέρη λοιπὸν κρῖμα, ἐξήρχετο μὲ τὶς τρύπιες παντόφλες, κρατώντας τὸ κουτάλι μὲ τὸ κρεμμύδι. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀκρίβεια τῆς ζωῆς. Μόνον μία εὐαίσθητη ψυχὴ μπορεῖ νὰ καταλάβη τὸ μυστήριο ποὺ ἐπιτελοῦσε αὐτὴ ἡ γιαγιά. Καὶ μάλιστα λέγαν ὅτι οἱ μυρωδιὲς αὐτὲς ἐπηρεάζουν πολὺ περισσότερο τὸ ἀρσενικὸ ἔμβρυο.
Οἱ παλιοὶ αὐτοὶ ἀνθρῶποι ποὺ ἔβλεπαν τὴν γιαγιὰ μὲ τὸ κουτάλι, τῆς ἔλεγαν:
– Πήγαινε, γιαγιά, στὸ σπίτι σου· δὲν κυοφορεῖται πουθενὰ πιὰ παιδί.
– Δὲν ἀκοῦς, γιαγιά, τὶ σοῦ λέει ἡ γειτονιά;
– Παιδί μου, καὶ ἕνα ζῶο νὰ κυοφορῆ, νὰ τοῦ δώσω ἀπ᾽ τὴν μυρωδιὰ τοῦ φαγητοῦ μου, νὰ μὴ χάση τὰ μικρά του.
Ἄλλη μυρωδιὰ εἶχε τὸ φαγητὸ ποὺ γινότανε στὸ ἀλουμίνι καὶ ἄλλη αὐτὸ ποὺ γινότανε στὸ πήλινο τσουκάλι. Ὁ σιγανὸς ἐκεῖνος δαυλὸς δὲν βίαζε τὰ πράγματα καὶ γινόταν τὸ φαγητὸ πιὸ νόστιμο, πιὸ εὐωδιαστό, πιὸ ἐπιθυμητὸ στὸν ὀσφραινόμενο καὶ στὸν γευόμενο.
Αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα ἔρχονται στὴν μνήμη μου ἀπὸ τὰ ταπεινὰ χρόνια τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας. Σήμερα ὅμως δὲν παρασκευάζονται τὰ φαγητὰ ἔτσι ὅπως πρέπει καὶ στὸ κατάλληλο σκεῦος. Σήμερα δυστυχῶς οὔτε στὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ διάκριση ὅτι ὅσα παρασκευάζει ὁ νοῦς μας δὲν μαγειρεύονται στὸ ἴδιο καζάνι καὶ δὲν σερβίρονται στοὺς ἴδιους συνδαιτυμόνες. Τὸ πιὸ δύσκολο εἶναι νὰ μπορῆς τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, τοῦ Εὐαγγελίου δηλαδή, νὰ τὴν κάνης στοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους εὔκολη στὴν κατάποση καὶ στὴν χώνεψη.
– Μάννα, τί εἶπε σήμερα ὁ δεσπότης στὴν ἐκκλησία;
– Πολὺ ὡραῖα πράγματα, παιδί μου.
– Δηλαδή;
– Δὲν κατάλαβα τίποτα. (!)
Γραφίδες πολλὲς γεμίζουν ἀράδες, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν εἶναι μαγειρεμένες στὸ κατάλληλο καζάνι, δὲν γίνονται κατανοητές. Ὅταν ἀκοῦς κηρύγματα, λὲς ἄθελά σου «Αὐτὸς δίνει φαγητὸ μὲ τὸ κουτάλι τοῦ γλυκοῦ κι ὁ ἄλλος μὲ τὸ κουτάλι τῆς σούπας». Αὐτὸ ἔχει πολλὲς αἰτίες καὶ ἀφορμές, γιατὶ πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ λένε, ἄλλα εἶναι στὸ καζάνι τῆς Ρώμης, ἄλλα εἶναι στὰ καζάνια τῶν δυτικῶν παραφυάδων καὶ ἄλλα εἶναι στὸ μεγάλο-μεγάλο καζάνι τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἔρευνα εἶναι δύσκολη· αὐτὸ ἀπὸ ποῦ τὸ πῆρε, ποῦ τὸ μαγείρεψε καὶ τὶ θέλει νὰ μᾶς προσφέρη.
Τὸ καζάνι τῆς ἐρήμου δίνει ἄλλη νοστιμιὰ καὶ ἄλλη θρέψη στὸ φαγητό, τὸ καζάνι τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο ἄλλη καὶ ἡ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία, ποὺ εἶναι τὶς περισσότερες φορὲς βρασμένη σὲ ἐπικίνδυνα καζάνια, ἄλλα ξεγάνωτα, ἄλλα κακοειργασμένα, ἴσως ἐκεῖ τερματίζεται ἡ θεολογία καὶ ἀρχίζει ἡ ἐπιστήμη. Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος λέγει ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε στὸν κόσμο νὰ κάνη ἐπιστήμη, ἀλλὰ θεολογία. Ἡ ἐπιστήμη οὔτε προσέχει τὸ καζάνι ποὺ θὰ χρησιμοποιήση, ἂν εἶναι τὸ κατάλληλο, οὔτε κἂν θὰ τὸ ξεπλύνη, μήπως σκόνη ἔχει κατακαθίσει στὰ τοιχώματά του.
Στὰ καζάνια τῶν ἐπισκόπων εἶναι σήμερα φοβερὰ δύσκολο νὰ μαγειρέψης, καὶ μάλιστα ὅταν στὴν βράση καὶ στὴν καύση τοῦ λόγου ἀνακατεύωνται καὶ τὰ προσωπικὰ λάθη καὶ θελήματα. Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν κάνει σύβραση μὲ τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ καζάνι τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ εἶναι καθαρό, νὰ μὴ παίρνη μπόχα ἀπὸ μυρωδιὲς ἀπὸ ἄλλα μαγειρέματα, ἀλλὰ μόνον τὴν εὐωδιὰ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων. Ὅταν μαγειρεύης καὶ ἀναμειγνύης δυτικὲς καὶ προτεσταντικὲς διδασκαλίες καὶ αἱρέσεις, τὸ φαγητὸ γιὰ τὸν ὀρθόδοξο εἶναι σκέτο δηλητήριο. Ὁ ἄνθρωπος στὴν προσπάθειά του νὰ ἐρευνήση τὶ βότανα εἶναι αὐτὰ ποὺ παρασκεύασαν σήμερα αὐτὸ τὸ ἔδεσμα, χάνεται, βουλιάζει, παραπατεῖ καὶ παραπαίει στοὺς δρόμους. Ὅταν συλλογιοῦμαι πόσα τέτοια φαγητὰ ἔφαγα ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια μέχρι σήμερα, πόσο στενοχωροῦμαι ποὺ δὲν εἶχα τὴν διάκριση νὰ ξεχωρίσω πατάτες μὲ ἀγκινάρες εἶναι ἢ πατάτες μὲ κρεμμύδια. Ὅλα αὐτὰ ὅταν μαγειρεύωνται, καὶ μάλιστα σὲ καζάνια μαγαρισμένα, δὲν ξεχωρίζεις τὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ τρῶς, δὲν ὀσφραίνεσαι ἂν τὰ βότανα αὐτὰ δυσοσμοῦν ἢ εὐωδιάζουν.
Δυστυχῶς καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχει πολλὰ καζάνια, τόσο σπουδαῖα, ποὺ ἄλλα βράζει τὸ ἕνα κελλὶ καὶ ἄλλα τὸ ἄλλο. Ἄλλα βράζει τὸ κοινόβιο καὶ ἄλλα τὸ ἰδιόρρυθμο. Μάλιστα στὴν ἐποχή μας μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι τῶν τελείων νὰ διακρίνουν τὰ δηλητηριώδη ἀπὸ τὰ ἀβλαβῆ. Πάω πολὺ κοντὰ στὰ ζῶα ὅταν τρῶνε καὶ θαυμάζω τὴν διάκριση ποὺ ἔχουν στὸ τὶ θὰ βάλουν μέσα τους. Γιὰ τὸ ἀληθινὸ τοῦ πράγματος, μνημονεύω ἕνα γεγονός:
Κάποτε στὸ πηγάδι τῶν γηρασμένων γονέων μου, ἀπ᾽ ὅπου πίναν νερό, κάποιος καλὸς γείτονας ἔρριξε ἕνα σκυλί. Βρόμισε τὸ σκυλὶ καὶ σκουλήκιασε. Ἔλεγαν τὰ γεροντάκια μεταξύ τους:
– Χάλασε ἡ γεύση τοῦ νεροῦ.
Τὸ ἀνεξήγητο τοὺς τὸ διευκρίνισαν τὰ ζῶα. Τοὺς ἔδιναν νερὸ καὶ δὲν τὸ ἔπιναν. Ἐρεύνησαν τὸ πηγάδι καὶ βρῆκαν ἀποσυντεθειμένο τὸ σκυλί. Ὁ ὄνος, αὐτὸ τὸ εὐλογημένο ζῶο, ποτὲ δὲν πίνει μαγαρισμένο νερό.
Ἄρα ἔχουν τὰ ζῶα ἰσχυρότερες αἰσθήσεις καὶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Τὸ δὲ φοβερώτερο ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ὅτι, ἂν τὸ σκεῦος δὲν εἶναι κατάλληλο, ἂς τοὺς βάλης καὶ τὰ πιὸ θρεπτικὰ φαγητά, πολλὰ θὰ γυρίσουν μὲ τὴν μουσούδα τους τὸ δοχεῖο ἀνάποδα.
Γι᾽ αὐτό, προσέχετε κι ἐμᾶς τοὺς μοναχοὺς ἐκεῖ ποὺ περιοδεύετε τὶ σᾶς σερβίρουμε. Τὸ ψεύτικο καὶ τὸ φτιαχτὸ δὲν βοηθάει. Τὸ παραμύθι εἶναι χαμένη ὥρα καὶ τὸ λαλούμενο κύμβαλον ἀλαλάζον. Προσέχετε τὰ ὁράματα καὶ τὰ θαύματα. Τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς δὲν εἶναι ἐξ οὐρανοῦ· εἶναι φαντασιώσεις, πλάνες.
Προσέχετε τοὺς ἱεροκήρυκες. Προσέχετε τοὺς διδασκάλους. Κοιτάξτε τον καλὰ σὲ τὶ καζάνι μαγειρεύει καὶ μετὰ γευθῆτε τὸ φαγητό. Κοιτάξτε πίσω ἀπὸ αὐτὸν ποιοὶ ὑπάρχουνε καὶ ποιοὶ τὸν παρακινοῦνε καὶ ποιοὺς συναναστρέφεται. Νὰ προσέξουμε καὶ ἐμεῖς οἱ κληρικοὶ τὰ σκεύη μας καὶ τὰ ἐδέσματα ποὺ παρασκευάζουμε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μᾶς πλησιάζουν. Νὰ πάρουμε πάνω μας τὴν εὐθύνη τῶν λόγων μας. Ρώτησα ἕνα Γέροντα:
– Δίδαξες ποτέ σου; Ὑπέδειξες;
– Ὅχι –μοῦ λέει– γιατὶ φοβᾶμαι τὴν εὐθύνη τῶν λόγων μου.
Δυστυχῶς, τὰ ἐργαστήριά μας δὲν παρασκευάζουν καλὰ σκεύη καὶ τὰ χρησιμοποιοῦμε ἀνεξέλεγκτα. Ἕνας ἱεροκήρυκας στὴν γιορτὴ Πέτρου καὶ Παύλου εἶπε ὅτι σήμερα γιορτάζουμε τὸν πρῶτο μετὰ τὸν Ἕνα.
– Ἅγιε δάσκαλε, κατάλαβες τὶ εἶπες σήμερα;
– Ὄχι –μοῦ λέει.
– Πῆρες μιὰ κουταλιὰ φαγητὸ μέσα ἀπὸ τὸ καζάνι ἑνὸς προτεστάντη διδασκάλου καὶ τὸ σερβίρισες.
– Δὲν καταλαβαίνω τὶ λέτε.
– Εἶπες στὸν κόσμο ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ὁ πρῶτος μετὰ τὸν Ἕνα. Δὲν εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Εἶναι ἡ Παναγία, καθ᾽ ὅσον τὰ δευτερεῖα τῆς Τριάδος κατέχει.
Ἄχου. Ποιός τολμᾶ νὰ βάλη τὸ χέρι του σ᾽ αὐτὲς τὶς ζεματιστὲς κατσαρόλες; Ποιός μπορεῖ μὲ τὴν κουτάλα του ποὺ θὰ κενώση τὸ φαγητό, νὰ κάνη στὴν ἄκρια τὰ σκουλήκια, ποὺ εἴτε εἰσπήδησαν εἴτε ἐμεῖς τὰ συλλέξαμε;
Ἀδελφοί μου, προσέχετε τὰ σκεύη. Προσέχετε τὴν προπαρασκευὴ τῶν φαγητῶν, γιὰ νὰ μὴ δηλητηριάζουμε τὸν κόσμο καὶ φαρμακώνουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὰ παιδιά μας.
Μακάρι ὁ μεγάλος Πελεκάνος ποὺ ἔσταξε αἷμα στὰ μικρά του ποὺ τὰ εἶχε δηλητηριάσει ὁ ὄφις, νὰ σταλάξη καὶ στὶς δικές μας καρδιές, γιὰ νὰ ζωοποιηθοῦμε.
Μὴ μπερδεύετε τὰ καζάνια. Δὲν εἶναι ὅλα τὸ ἴδιο.
Ἦταν τόσο σπουδαῖα τὰ καζάνια γιὰ τὴν λειτουργία μιᾶς οἰκογένειας, ποὺ τὰ βρίσκουμε καταγεγραμμένα μέχρι καὶ σήμερα στὰ προικοσύμφωνα, καὶ χρονολογημένα, ὅπως τὶς ἅγιες εἰκόνες. Ὅσοι σεβάστηκαν τὴν παράδοση, τὰ κράτησαν. Οἱ ἄλλοι τὰ πούλησαν στὸν παλιατζῆ καὶ ἔκαναν τὸν παλιατζῆ ἀρχαιολόγο: «Κοίτα το· ἔχει καὶ χρονολογία.» Ἐσὺ ποὺ τὸ πούλησες, δὲν τὴν εἶδες τὴν χρονολογία; «Κοίτα το· ἔχει καὶ ντουρᾶ.» Ἔχει τὴν σφραγίδα τοῦ κατασκευαστῆ. Πουλήσαμε... καὶ τὶ δὲν ξεπουλήσαμε. Τῶν προγόνων μας τὰ καυχήματα.
– Κόρη μου, νὰ τὸ φυλάξης τὸ καζάνι. Τό ᾽χω ἀπὸ τὴν γιαγιά μου.
Ζήτησα τὸ καζάνι τοῦ τυροκομειοῦ τοῦ προπάππου μου, τὸ καθάρισα, τὸ συντήρησα καὶ τὸ ἔβαλα ἐπάνω στὸ τραπέζι, δοχεῖο ἀναμνήσεων καὶ ζωντανῶν παραδόσεων. Προσέχετε τὴν ἀλλοτρίωση. Ἕνας γέροντας ὅταν πῆγα στὸ κελλί του μοῦ εἶπε:
– Πρόσεχε τὴν καρέκλα ποὺ κάθισες· εἶναι τῆς μάμμης μου. Πρόσεχε τὴν στάμνα ποὺ ἔβαλες νερό· εἶναι προικιὸ τῆς μάννας μου.
Ὅλα αὐτὰ μᾶς φέρνουν κοντὰ στὴν μιὰ γενιά, στὴν γενιὰ ποὺ ἀνέθρεψε γενιές. Ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι κενά· συνεχίζουν τὶς καλὲς γενιὲς τῶν προγόνων μας.
– Μὴ μοῦ τὴν σπάσης τὴν φρουτιέρα· μοῦ τὴν ἔφερε ὁ παπποῦς μου στὸ τελευταῖο του ταξίδι ἀπὸ τὴν Σμύρνη. Φύγαμε καὶ ἀπὸ πίσω εἴδαμε τὴν φωτιὰ καὶ τὸν χαλασμό.
Εἶναι δυνατὸν ἕνα πολὺ μικρὸ πραγματάκι νὰ ἀναμοχλεύη μέσα μας ὁλόκληρη ἱστορία. Σεβαστῆτε το. Δικό σας εἶναι. Ἀγαπῆστε το. Ἡ ἀνάμνησή του θὰ σᾶς φέρνη ὁλόκληρο κόσμο στὸν νοῦ σας.
Συγχωρέστε με. Πίνακες ζωγραφίζω καὶ σᾶς τοὺς παραδίδω ἀπ᾽ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς τῶν προγόνων μας. Δὲν κάνω ἐπίδειξη. Ἰχνηλατῶ τὴν ζωὴ τῶν πατέρων μας.

Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης

Κυριακή, Δεκεμβρίου 10, 2017

Καθηγούμενος Γέροντας Γρηγόριος: «Ρωτᾶς γιὰ πολέμους, ρωτᾶς, Ἕλληνα, γιὰ χαλασμούς. Καλά, δὲν βλέπεις αὐτοὺς ποὺ κάθε μέρα κατεβαίνουν ἀπὸ τοὺς κόρφους;»

ΣΤΟΥΣ ΚΟΡΦΟΥΣ ΒΡΕΧΕΙ, ΑΣΤΡΑΦΤΕΙ ΚΑΙ ΒΡΟΝΤΑ
Οἱ παλιοὶ ἀνθρῶποι, παρατηρώντας τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν ἀπὸ χρόνο σὲ χρόνο, γίνονταν οἱ πιὸ καλοὶ καὶ οἱ πιὸ σωστοὶ μετεωρολόγοι. Ἂς εἶχε ὁ τόπος τους ἡλιοφάνεια καὶ καλοκαιρία. Παρακολουθώντας γύρω-γύρω τὰ ἄκρα τῆς γῆς, ποὺ τὰ ὠνόμαζαν κόρφους, ἔλεγαν «ὅπου εἶναι ἔρχεται βροχή, ἔρχεται κακοκαιρία καὶ στὸν δικό μας τόπο· μαζέψτε τὰ γενήματά σας, ποὺ κινδυνεύουν ἀπὸ τὴν κακοκαιρία». Ἡ μάννα ἔλεγε «δὲν θὰ ἁπλώσουμε ἀπόψε μπουγάδα, γιατὶ ἔρχεται βροχή». Καὶ ὁ βοσκὸς μάζευε τὰ ζῶα του στὸν στάβλο.
– Πατέρα, καλὸς εἶναι ὁ καιρός.
– Παιδί μου, δὲν ἀκοῦς τὸ ποδοβολητὸ τῆς βροχῆς;
Ἴσως ἐκεῖ στὸ μοναστήρι ποὺ σύχναζε ἄκουσε τὸν Ἠλία νὰ λέγη «Δὲν ἀκοῦτε τὰ πόδια τῆς βροχῆς;».
Ὁ γερο-ψαρᾶς ἔλεγε στὰ παιδιά του:
– Τραβᾶτε τὴν βάρκα ἔξω· ἔρχεται κακοκαιρία.
Ὅλοι τὰ ἤξεραν τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν. Ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ τὰ ζῶα. Προτοῦ χαράξη, ὁ μύρμηγκας ἀγωνιζόταν νὰ συνάξη καὶ νὰ προστατεύση τὰ γενήματά του. Αὐτὸ τὸ μικρὸ ζωάκι ἔχει φοβερὲς αἰσθήσεις καὶ ἀμύνεται γιὰ τὰ ἐπερχόμενα δεινά.
Ὁ σημερινὸς πεπαιδευμένος ἄνθρωπος δὲν τὰ βλέπει; Τί ἔρχεται καὶ ρωτᾶ τὸν καλόγερο στὸ Ἅγιον Ὄρος:
– Πῶς πᾶν τὰ πράγματα; Πῶς βλέπεις τὴν κατάσταση; Τί ἀκοῦτε ἐσεῖς ποὺ ζῆτε σ᾽ αὐτὸν τὸν ἅγιο τόπο;
– Ὅ,τι ἀκοῦτε καὶ ὅ,τι βλέπετε ἔξω.
Ἡ Ἐκκλησία ἀγκαλιάζει καὶ σφιχταγκαλιάζει τοὺς ἄθεους κρατοῦντες. Ἐδῶ τρῶνε, μαζὶ πίνουνε καὶ χαριεντίζονται σὰν τὰ παιδιὰ ποὺ φτιάχναν στὴν ἄμμο πόλεις καὶ ὀχυρά. Κανεὶς δὲν ἔχει ἐλεύθερη ἔκφραση. Λὲς καὶ βρισκόμαστε σὲ ὁλοκληρωτικὰ καθεστῶτα. Ὁ ρασοφόρος βλέπει τὸν σταυρὸ πεταμένο στὸν δρόμο καὶ δὲν σκύβει νὰ τὸν πάρη νὰ τὸν φιλήση. Μόνον οἱ εὐλαβεῖς σκουπιδιάρηδες μαζεύουν τὶς εἰκόνες τῆς Παναγιᾶς καὶ τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὰ σκουπίδια.
– Ποῦ τὸ βρῆκες πάλι αὐτό, μπαρμπα-Μιχάλη;
– Ἀπὸ τὰ σκουπίδια τὸ ἀνέσυρα, γιατὶ πονεῖ ἡ ψυχή μου.
Ἡ εὐλάβειά μας, ἡ παρηγοριά μας νὰ πετιέται στὸν δρόμο;
Γιὰ νὰ μὴ χάσουν σήμερα οἱ παπάδες τὶς «καλὲς» σχέσεις μὲ τὸ ποίμνιό τους, βαπτίζουν τὰ παιδιὰ τῶν ἀστεφάνωτων οἰκογενειῶν καὶ τίθεται τὸ ἐρώτημα «Αὐτοὶ τὴν Ἐκκλησία τὴν παραμέρισαν. Πῶς θὰ ἐμπιστευθοῦμε χριστιανικὴ ἀνατροφὴ σὲ γονεῖς ἐκτὸς Ἐκκλησίας;».
– Γιατί, παπᾶ, ἔβαλες κουμπάρο ἀστεφάνωτο;
– Γιατὶ, ὅταν θὰ πάω στὸν δεσπότη, θὰ πρέπει νὰ κουβαλάω μαζί μου κι ἕνα τορβά, γιὰ νὰ μοῦ βάλη τὸ κεφάλι.
Οἱ πιέσεις τῶν ἐπισκόπων ἀρχίζουν ἀπὸ θέματα πίστεως μέχρι θέματα οἰκονομικά. Ἕνας δεσπότης ζητᾶ ἀπὸ κάθε ἐνορία 70 εὐρώ, γιὰ νὰ ἐπισκευάση τὴν χέστρα του! Σιγά-σιγὰ πρέπει νὰ καταπιαστοῦμε καὶ μὲ τὴν καζάνα τοῦ δεσπότη. Φόβος και τρόμος κατέχει τοὺς παπάδες, τοὺς ἄμισθους, τοὺς παραγκωνισμένους, τοὺς ἀπαράκλητους. Στὰ χωριὰ ποὺ ζοῦνε πίσω ἀπὸ τὸν Θεό, κανένας δὲν τοὺς ρωτᾶ «Ἔχεις νὰ ταΐσης τὴν οἰκογένειά σου;» παρὰ μόνον «Ἔχεις νὰ μοῦ δώσης;». Ρώτησα ἐφημέριο ἐν μέσῳ Ἀθηνῶν:
– Γιατί δὲν πῆγες τὸ παιδί σου ἐγκαίρως στὸν γιατρό;
– Δὲν εἶχα (!)
Ὁ ἐφημεριακὸς κλῆρος, ποὺ εἶναι οἱ βασικοὶ λειτουργοὶ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι παρηγκωνισμένος. Ὁ μακαριστὸς ὅσιος Ἀμφιλόχιος σκεπτότανε πολὺ τὸν ἐφημεριακὸ κλῆρο καὶ ζητοῦσε τὴν ἐνίσχυσή τους:
– Χωρὶς ἐφημερίους δὲν μπορεῖ νὰ λειτουργήση ἡ Ἐκκλησία. Ἂς μὴ γνωρίζη γράμματα. Ὅταν ἔχη εὐλάβεια, ἀναπληρώνονται ὅλα. Χωρὶς παπᾶ, τὸ χωριὸ εἶναι χωρὶς νερό, χωρὶς σημεῖο ἀναφορᾶς, χωρὶς παράκληση καὶ παρηγοριά.
Ὁ ἐπίσκοπος πρέπει νὰ σεβίζη μπροστὰ στὸν ἐφημέριο, γιατὶ αὐτὰ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κάνη αὐτός, τὰ κάνει ὁ παπᾶς. Αὐτὸς εἶναι κοντὰ στὸν κόσμο, αὐτὸς διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο, αὐτὸς ἁγιάζει τὰ σπίτια, αὐτὸς πίνει νερὸ στὴν ὑγειὰ τοῦ χωριοῦ. Μιὰ παχειὰ καλημέρα τοῦ παπᾶ στὸν ἐνορίτη εἶναι ὅ,τι σπουδαῖο μπορεῖ νὰ δώση ἡ Ἐκκλησία στὸν λαὸ κάθε μέρα. Βοηθῆστε τὸν παπᾶ νὰ κάθεται κοντὰ στὸ ποίμνιό του. Νὰ μὴν ἔχης, δεσπότη, τὴν ἀπαίτηση ὁ παπᾶς νὰ παίζη τὴν φλογέρα ἀπὸ τὴν πόλη καὶ νὰ βόσκουν τὰ πρόβατα στὸ χωριό. Βοηθῆστε τον, βοηθῆστε τον. Μὴ τὸν τρομοκρατῆτε. Ἔχετε τὴν χατζάρα ὑψωμένη γιὰ τὸν ἄθεο, τὸν σκανδαλοποιὸ καὶ τὸν ἀνήθικο.
Ἂχ ἐφημέριε, μὲ τὸ τριμμένο ράσο καὶ τὸ παπούτσι ποὺ σηκώνει φτέρνα καὶ μύτη, σὲ λατρεύω, σὰν τὴν ζύμη τῆς πίστης καὶ τοῦ ἔθνους.
Ἂς πᾶμε τώρα καὶ στοὺς κρατοῦντες. Δὲν βλέπετε σημεῖα καὶ τέρατα, καὶ ρωτᾶτε ἐμένα τὸν μοναχό, ποὺ ζῶ στὴν ἀποκλείστρα μου καὶ δῶθε-κεῖθε μοῦ μεταφέρουνε τὸν χαλασμὸ τοῦ ἔθνους καὶ τῆς πίστης ἀπὸ τὴν τάχατες κυβέρνηση, ποὺ τὰ δίνει ὅλα γιὰ τὸν λαό; Δίνει ἕνα ψίχουλο γιὰ τὸν λαὸ καὶ μιὰ ὁλόκληρη φραντζόλα ἀπὸ τὸν φοῦρνο τοῦ διαβόλου. Οἱ ἄθεοι μέρα-νύχτα ζυμώνουν, ὄχι τὸ ψωμὶ ποὺ τὸ βρίσκαμε κάτω καὶ τὸ παίρναμε στὸ χέρι μας καὶ τὸ φιλούσαμε, ἀλλὰ τὸ ψωμὶ ποὺ δὲν θρέφει τὸν λαό, ἀλλὰ τὸν δηλητηριάζει.
Ρωτᾶς γιὰ πολέμους, ρωτᾶς, Ἕλληνα, γιὰ χαλασμούς. Καλά, δὲν βλέπεις αὐτοὺς ποὺ κάθε μέρα κατεβαίνουν ἀπὸ τοὺς κόρφους; Δὲν εἶναι πιὰ οἱ κόρφοι ἐκεῖ ποὺ ἑνώνεται ἡ γῆ μὲ τὸν οὐρανό, ἀλλὰ ἡ βουλὴ τῶν Ἑλλήνων. Ἔχει κανένα εὐεργέτημα γιὰ τὸν λαό, τὸν ὀρθόδοξο λαό; Ἔχει κανένα εὐεργέτημα γιὰ τὴν μάννα τὴν πολύτεκνη καὶ γιὰ τὸν γέρο ποὺ φυλάει τὸ ἐρημωμένο χωριό; Ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἀνεργία, ἡ ἀποστροφὴ τῆς ὑπαίθρου μάζεψε τὴν νεολαία στὶς μεγαλοπόλεις, καὶ τὰ ὄμορφα χωριά μας κατήντησαν θέρετρα, καὶ ὄχι τόποι παραγωγικοί, τόποι ποὺ βοηθοῦν τὴν οἰκονομία τοῦ κράτους. Στὸν ὁρίζοντα, Ἕλληνα, θὲς νὰ δῆς ὅτι πωλοῦνται τὰ πάντα, καὶ τὸ ἀεροδρόμιο καὶ τὸ λιμάνι καὶ ἡ ΔΕΗ καί, τὸ πιὸ φοβερὸ ἀπ᾽ ὅλα, τὸ νεράκι τοῦ Θεοῦ; Τὶς πηγὲς τοῦ τόπου μας, ποὺ πραγματικὰ ἁγιάσματα εἶναι, ἁγιάσματα ἀναβλύζουν, ἁγιασμένα νερὰ μᾶς δίνουν, θὰ τὶς κουμαντάρουνε οἱ ξένοι ἐπιχειρηματίες. Φοβᾶμαι ὅτι καὶ τὰ δάση μας θά ᾽χουν τὴν ἴδια τύχη. Κι ἀπ᾽ τοὺς καθάριους βυθοὺς τῆς θαλάσσης, θὰ ἀφαιρέσουν τὰ βότσαλα καὶ τὴν ὀμορφιά τους. Σημεῖα τῶν καιρῶν ζητᾶς;
Ὅλοι οἱ μεγάλοι κοσμοκράτορες ἔχουν τὸ χέρι τους στὴν σκανδάλη καὶ τοὺς λένε: «Πολλοὶ εἴμαστε στὴν γῆ· πρέπει νὰ θάψουμε, γιὰ νὰ λιγοστέψουμε». Μήπως ἐσεῖς ἀκούσατε κανένα λόγο παρηγοριᾶς; Μήπως σᾶς κόψανε κανένα φόρο; Μήπως σᾶς αὐξήσανε κάποιο μισθὸ ποὺ σᾶς εἶχαν περικόψει; Μήπως ἑτοιμάζονται οἱ πηγάδες τοῦ Μελιγαλᾶ καὶ τὰ φαράγγια, γιὰ νὰ τὰ βοθρίσουνε μὲ πτώματα, μὲ σώματα μαρτύρων καὶ ἁγίων; Γυναίκα, φόρεσε μαῦρο μαντήλι, κι ἂν σὲ ρωτήσουνε, πὲς ὅτι πενθεῖς τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Ἔθνος. Μαυροπένθησε ἡ Ἐκκλησία. Τί τὰ θὲς τὰ ἄσπρα καὶ τὰ λευκά, ἀφοῦ ἀνάσταση δὲν βλέπεις; Ζῆς μέσα σὲ μιὰ ἀτέλειωτη Μεγάλη Παρασκευή. Ὅταν ἀκούω ὅτι ἀρχιερεῖς ζητοῦνε συνδρομὲς ἀπὸ τὶς ἐνορίες, γιὰ νὰ κάνουν πλούσια τραπέζια σ᾽ ὅλους αὐτοὺς ποὺ θεωροῦνται μεγάλοι, νερουλιάζει τὸ αἷμα μου καὶ θὰ ἤθελα νὰ πάω νὰ βάλω στὸ καζάνι τους κατασταλαγή. Ποιός δεσπότης λέει σήμερα: «Θὰ σὲ φιλέψουμε μὲ τὸ βρισκούμενο»; Ποιός κρατᾶ ταπεινὴ τράπεζα στὶς ἐπισκέψεις τῶν ἀλλοτρίων τῆς πίστεως, τῶν πολεμίων τῆς Ἐκκλησίας; Ποιός δεσπότης κάλεσε τὶς μαννάδες σὲ τραπέζι καὶ τοὺς φτωχοπατεράδες τοὺς χειρώνακτες σὲ συνεστίαση; Ποιός ἔβρασε σιτάρι, γιὰ νὰ παραθέση τράπεζα;
Δεῖξτε μου τὰ καλὰ σημεῖα τῶν καιρῶν, γιατὶ μ᾽ ἔφαγε ἡ ἀγωνία, ὁ τρόμος τῆς ἄλλης ἡμέρας, τὸ ἀβέβαιο τὶ θὰ ξημερώση αὔριο. Θὰ χτυπήση καμπάνα; Θὰ γίνη λειτουργία; Θὰ κυματίση ἡ σημαία; Θὰ φανῆ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ στὶς ράχες καὶ στὰ βουνά;
Βοσκέ, κόψε ἕνα ξύλο καὶ κάνε ἕνα σταυρὸ καὶ στῆσε τον στὴν ραχούλα ποὺ βόσκεις τὰ κοπάδια σου. Κι ἐσένα θὰ φυλάξη καὶ τὴν ποίμνη σου. Μάννα, στῆσε ἕνα σταυρὸ στὴν αὐλή σου καὶ σύ, ἀγρότη, στὶς καλλιέργειές σου. Φυγάδεψε τὰ δαιμόνια καὶ κοίτα τοὺς κόρφους τὶ σημεῖα καὶ τέρατα μᾶς φέρνουν κάθε μέρα. Εἶναι ἀρκετὰ μεγάλος ὁ χῶρος σου, μπορεῖς νὰ βλέπης καὶ νὰ γίνεσαι προφήτης, διδάσκαλος, εὐαγγελιστής, ξορκιστὴς τῶν κακῶν. Ἀμήν.
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης

Τετάρτη, Οκτωβρίου 18, 2017

Καθηγούμενος Γέροντας Γρηγόριος: «Ήρθε η ώρα να ακούσουμε το τετέλεσται – Τέλειωσαν τα πάντα σε αυτή τη Χώρα»


Μέρες τώρα ἀκροαζόμαστε τὸ χτύπημα τῶν ἥλων κι ὁ ἕνας ἐρωτᾶ τὸν ἄλλον: Ποιόν καρφώνουνε; Μὰ δὲν ὑπάρχουνε πιὰ γύφτοι. Ποιοί ἑτοίμασαν τὰ καρφιὰ καὶ ποιό παράνομο βουλευτήριο ἀπεφάσισε νὰ σταυρώση; Ποιός εἶναι ὁ ληστὴς ποὺ σήμερα ἀνεβαίνει στὸ ἰκρίωμα; Μήπως εἶναι οἱ βουλευτὲς καὶ οἱ ὑπουργοί, ποὺ διεμέρισαν τὰ ἱμάτια τῆς Ἑλλάδος καὶ περπατάει σήμερα στοὺς δρόμους τῆς Εὐρώπης ξυπόλυτη καὶ γυμνή; Μήπως εἶναι τὸ κηποταφεῖον τῶν ἐπισκόπων, ποὺ οὔτε ἕνα στὸπ δὲν μπόρεσε νὰ βάλη στοὺς καταχραστές, στοὺς βλάσφημους, στοὺς ἀρνητὲς τῆς πίστεως; Μήπως εἶναι οἱ ἱερεῖς καὶ γραμματεῖς τοῦ λαοῦ, ποὺ τραβᾶνε τὸν Χριστὸ ἁλυσοδεμένο στοὺς δρόμους τῆς προδοσίας; Γιατί, μεταξοφόροι καὶ χρυσοπιλοφόροι, δὲν λέτε ἔστω καὶ ἕνα «ἐπιτέλους σταματᾶτε»; Μήπως σταυρώνεται ἡ ἔνοχη σιωπὴ τοῦ Ὄρους τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ ἀμνηστία ποὺ ὁ ὀρθόδοξος λαὸς χαρίζει χωρὶς ἀντάλλαγμα στοὺς κρατοῦντες; Ὄχι, ὄχι. Εἶναι τὸ ἰκρίωμα ποὺ ἔστησαν οἱ ἄθεοι Συριζαῖοι καὶ τὰ καρφιὰ ποὺ ἔφτιαξαν στὰ καμίνια, στὰ γυφτάδικα τῶν ἀπίστων καὶ ἀκολάστων κρατούντων. Καὶ ποιόν κρεμᾶνε; Κρεμᾶνε τὴν Ἑλλάδα, κρεμᾶνε τὴν μάννα ποὺ τοὺς γαλούχησε μὲ ρωμιοσύνη καὶ χριστιανοσύνη.

Ἦρθε ἡ καταραμένη ὥρα νὰ ἀκούσουμε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν μάννα μας τὸ «τετέλεσται». Τελείωσαν τὰ πάντα σ᾽ αὐτὴν τὴν χώρα. Ἡ Ἑλλάδα χωρὶς Χριστό, εἶναι ἕνα κουφάρι πεταμένο στὴν ἄβυσσο. Διαδραματίζονται φοβερὰ πράγματα καὶ δὲν βλέπεις κανενὸς Ἕλληνα κληρικοῦ καὶ λαϊκοῦ τὸ μάτι νὰ δακρύζη. Χάνουμε τὰ πάντα καὶ χάσκουμε σὰν νὰ μὴ συμβαίνη τίποτε. Χριστιανέ, σήκω ἀπάνω. Παπᾶ, κάνε τὸ ράσο σου φλάμπουρο καὶ σύ, μοναχέ, τὸ τριβώνιό σου σημαία. Ἀναστέναξε καὶ ἐκ βαθέων κράξε: «Ὄχι δοσίματα στοὺς ἀθέους. Ὄχι ἄρνηση τοῦ Δημιουργοῦ.» Γιατί δὲν ἀκοῦμε τίποτα; Πραγματικὰ πλαστικοποιηθήκαμε; Γιατί κωφεύουμε; Γιατί δὲν πήραμε τοὺς δρόμους καὶ τὶς ραχοκοκκαλιὲς τῶν βουνῶν νὰ φωνάξουμε: «Ὄχι Ἑλλάδα κρεμασμένη. Κατσιποδιάρηδες, κάτω τὰ χέρια ἀπὸ τὴν μάννα»; Ἀπνευστὶ νὰ χρεωκοπήσουμε; Φυσῆξτε, φωνάξτε: «Τὴν Ἑλλάδα τὴν θέλουμε ὅπως μᾶς τὴν παρέδωσαν οἱ πρόγονοί μας». Ποιός θὰ γυρίση πίσω τὸ κεφάλι νὰ φωνάξη «Ἑλλάδα μου γλυκειά, ποιός σοῦ διέρρηξε τὸν χιτῶνα;» καὶ δὲν θὰ ἀκούση «Οἱ ἄπιστοι Συριζαῖοι»; Τί μουγγάδα εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν Ἑλλάδα; Γιὰ τὴν οἰκονομικὴ κρίση πόσα ἀναπηδήματα κάνουμε, πόσες διαμαρτυρίες. Γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ ἐθνικὴ κρίση οὐκ εἰσὶ λαλιαὶ οὐδὲ λόγοι. Δὲν ἀκούγονται φωνές. Φωνάξτε προτοῦ κεκράξονται οἱ λίθοι. Ἡ Ἑλλάδα εἶναι ὀρθόδοξη. Εἶναι ὁ μεγάλος ἥλιος ποὺ ὅλος ὁ κόσμος περιμένει τὸ φῶς του καὶ τὴν θαλπωρή του. Ἔχεις τὴν δύναμη, Ἐκκλησία. Ἔχεις τὴν δύναμη, ἑλληνικὲ λαέ, σὲ μιὰ νύχτα νὰ ρίξης τὰ κῶλα αὐτῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ. Αὐτῆς τῆς συμφορᾶς ποὺ τὶς μέρες αὐτὲς κάνει τὴν ἐμφάνισή της. Δὲν βαστιέται, δὲν κρατιέται. Ἅμα πέση κάτω ἡ δρῦς, ὅλοι θὰ ξυλεύσουμε. Βοηθῆστε την νὰ μὴ πέση. Κρατῆστε την ὄρθια. Βδελυχθῆτε τοὺς ἀνέμους τοῦ ΣΥΡΙΖΑ. Δεῖξτε τὴν ἀνδρειοσύνη ποὺ κληρονομήσατε ἀπὸ τοὺς πατέρες σας. Ράγισαν τὰ πάντα καὶ ὅλοι οἱ σωφρονοῦντες λένε: «Ἢ Θεὸς πάσχει ἢ τὸ πᾶν ἀπώλετο».


Δεσποτάδες, ἂν καὶ σ᾽ αὐτὸ τὸ νομοσχέδιο δὲν κρεμάσετε τὰ στολίδια σας καὶ δὲν τοὺς δώσετε τὴν χαριστικὴ βολή, τότε πράγματι θά ᾽ρθη μέρα ποὺ θὰ κλαύσετε καὶ θὰ θρηνήσετε, ἀλλὰ ποιόν; Ἔχετε τὴν δύναμη νὰ πῆτε: «Μάννα, μὴ κλαῖς· ὁ γιός σου δὲν ἀπέθανε, ἀλλὰ καθεύδει»; Ἔχετε τὴν δύναμη νὰ ποτίσετε τοὺς κρατοῦντες μὲ ὄξος καὶ χολή; Ἂν δὲν τὴν ἔχετε, μεριάστε. Δὲν γνωρίζω ἐὰν βρεθῆ ἄνθρωπος νὰ χτυπήση νεκροκάμπανο. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ πετάξετε καταγῆς στέμματα καὶ σκῆπτρα. Καβαλικέψτε ὀνάριο καὶ εἰσέλθετε στὶς πόλεις καὶ στὰ χωριὰ καὶ κόψτε τὰ χέρια τῶν σταυρωτῶν. Δὲν εἶναι δύσκολο. Βάψτε τὴν γῆ μὲ αἷμα, γιὰ νὰ ἀνεμίση τοῦ σταυροῦ ἡ δύναμη. Ἐσχάτη ὥρα ἐστί.
Μέσα σ᾽ αὐτὸν τὸν κυκλῶνα καὶ τὴν ἀνεμοθύελλα, «μεγίστη» Μονὴ διανέμει κούφια καρύδια: συγγραφικὸ ἔργο ἑνὸς μοναχοῦ. Σκουνταμοὶ καὶ τύφλες μᾶς βρήκανε. Αὐτὸ ἂς τὸ ἔκανε ἡ Μονὴ ποὺ τὸν γαλούχησε, ἡ Μονὴ ποὺ τὸν ἔκανε μοναχὸ καὶ ὄχι ἐσύ, κυρα-Παναγιώτα μου. Ὁ λαὸς δὲν θὰ ἀναθαρρύνη μὲ συγγραφικὰ ἔργα, ἀλλὰ μὲ τὴν παρουσίαση ἀσκητικῶν ἀγώνων καὶ καμάτων. Βγάλτε μιὰ φωτογραφία τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ κελλιοῦ τοῦ παπα-Διονύση καὶ τοῦ παπα-Εὐδόκιμου καὶ τοῦ πολυθρύλητου αὐτοῦ μοναχοῦ καὶ βάλτε τις μπροστὰ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, νὰ ἐπιλέξουν τὸν ἀσκητή, τῆς πίστεως τὸν ὑπερασπιστὴ καὶ τὸν πνευματικὸ ἀγωνιστή. Μέσα σ᾽ ἕνα κελλὶ ποὺ παρουσιάζεται σὰν ἕνα πλούσιο κοινόβιο σὲ σμικρογραφία, μυρίζουν ἀσκητικοὶ ἀγῶνες, στερήσεις καὶ θλίψεις καὶ δοκιμασίες; Δίνει τὸ κελλὶ αὐτὸ μαρτυρία Χριστοῦ; μαρτυρία φλογισμένης καρδιᾶς; Τὰ βιβλία αὐτὰ θὰ βοηθήσουν αὐτὴν τὴν ὥρα στὸν χαμὸ τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος; Ἀεροσυνοδοὶ γίνατε. Τίποτα δὲν μπορεῖτε νὰ στηρίξετε. Μέσα σ᾽ αὐτὸν τὸν χαλασμό, σὲ τί μπορεῖ νὰ βοηθήση ἡ ἐπίδειξη γνώσεων; Μὰ αὐτὰ τὰ βρίσκουμε καὶ στὸν κόσμο. Γι᾽ αὐτὰ θὰ ἐρευνοῦμε τὴν ἔρημο καὶ αὐτοὺς τοὺς καρποὺς θὰ παρουσιάζουμε στὸν ταλαιπωρημένο κόσμο; Αὐτὰ μᾶλλον βοηθᾶνε στὸ ναυάγιο ποὺ μᾶς βρῆκε μέσα στῶν Συριζαίων τὴν φουρτούνα. «Μεγίστη», ρήμαξες μὲ αὐτὰ τὰ πράγματα κι ἔγινες ἐλαχίστη. Ἂν σὲ θαυμάζη γιὰ τέτοιες ἐπιδείξεις νοῦς ὑγιής, πετάξτε τα ὅλα στὴν θάλασσα. Στὸ καφάσι μέσα δὲν ἔμεινε κανένας καρπὸς γερός. Σαπίλα ἀναδίδει καὶ σκνίπες γεμίζουν τὰ μάτια μας. Αὐτὴ ἡ παρουσίαση ἦταν πραγματικὰ ἡ τούρτα μὲ τὸ κερασάκι. Φάτε την, οἱ τὰ ἀνάκλιντρα ἀγαπῶντες.
Κύριε, ἐλέησον!
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης

Πέμπτη, Οκτωβρίου 05, 2017

ΤΟ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΣ ΠΑΡΑΜΕΡΙΣΜΑ


Φωτογραφία του Theofilos Papadopoulos.


Ὡς ἄνθρωπος τῆς ὑπαίθρου καὶ τῶν θαλασσοδαρμένων νησιῶν, ἔπρεπε νὰ σπουδάσω τοὺς καιρούς, ὄχι ἁπλὰ νὰ τοὺς μάθω. Ἡ κυβέρνησή σου ταξίδεψε μὲ μπάτη. Σιγά-σιγὰ ὅμως ἔγινε μαϊστράλι καὶ τώρα μαΐστρος μὲ τὰ μάγγανα, ποὺ ξερριζώνει τὰ κλαδιὰ καὶ ἐκσφενδονίζει πέτρες, καὶ ἀπὸ τὴν στεριὰ καὶ ἀπὸ τὴν θάλασσα.
Τὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς ὁ ραγιᾶς τραγουδοῦσε: «Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ». Μὲ αὐτὸ τὸ μικρὸ τραγουδάκι, ποὺ τὸ ἔλεγε ἄλλοτε ψιθυριστὰ καὶ ἄλλοτε δυνατά, ἀναγνώριζε ὅτι οἱ κρατοῦντες ἦταν βράχος. Ἀλλὰ κι ἐγώ, ὁ ραγιᾶς, εἶμαι φουρνέλο, κι ἂς μὴ φαίνωμαι. Αἰσθάνομαι κι ἐγὼ τὴν ρώμη τῶν δυνάμεών μου. Δὲν μπορῶ νὰ σὲ ἀφανίσω, ἀλλὰ μπορῶ νὰ σὲ μεριάσω, γι᾽ αὐτὸ σοῦ λέω «μέριασε», δὲν σοῦ λέω «ἐξαφανίσου». Δὲν σοῦ συνιστῶ, λοιπόν, οὔτε νὰ πέσης οὔτε νὰ παραιτηθῆς, ἀλλὰ νὰ παραμερίσης μὲ ἀξιοπρέπεια καὶ τιμή.
Ἀνέβηκες σὲ μιὰ πίστα καὶ χορεύεις, ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν μπορεῖς νὰ παρακολουθήσης τὰ ὄργανα καὶ μπερδεύονται τὰ βήματά σου. Δὲν μπορεῖς νὰ ἀκούσης τὴν θλιμμένη σήμερα φωνὴ τοῦ κότσυφα, ποὺ λέγει: «Θέλω τὸν Σταυρὸ στοὺς τρούλλους, στὰ καμπαναριὰ τῶν ἐκκλησιῶν, στὰ ἱστία τῶν καραβιῶν καὶ στὸν ἱστὸ τῆς σημαίας. Τὴν μπάλα ποὺ μοῦ ἔβαλες δὲν μπορῶ νὰ τὴν σιγουρευτῶ, ἐνῶ τὰ σκέλη τοῦ σταυροῦ χρόνια τὰ ἔχω βῆμα καὶ τραγουδῶ καὶ ἀνακοινώνω τῆς ἄνοιξης τὶς ὀμορφιὲς καὶ τοῦ χειμῶνα τὶς κακοκαιριές». Ὅποιος τόλμησε στὴν ἱστορία νὰ ρίξη τὸν Σταυρό, τοῦ ᾽ρθε ἡ μπάλα στὸ κεφάλι. Ὄχι τὰ σύμβολα τῆς πίστεως καὶ τοῦ Γένους μας ἀφανισμένα καὶ ἀλογάριαστα ἀπὸ τοὺς κρατοῦντες. Ὄχι οἱ ἀνακοινώσεις τῆς λατρείας ἀπὸ τοὺς κράχτες τῶν τηλεοπτικῶν καναλιῶν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν παρηγορήτρα καμπάνα. (Βρέθηκα σὲ νοσηλευτήριο τοῦ Βερολίνου. Ἡ μόνη μου παρηγοριὰ ἤτανε κάθε βράδυ ὁ ἦχος μιᾶς καμπάνας, ἴσως ἀπὸ κάποιο μοναστήρι.) Κυριολεκτικὰ δαπανᾶσθε νὰ ὑψώσετε μιναρέδες σ᾽ αὐτὸν τὸν τόπο τὸν ἅγιο καὶ ἀφήνετε τὰ μνημεῖα τοῦ Ἔθνους, τοῦ Γένους καὶ τῆς Ἐκκλησίας νὰ γκρεμίζωνται.
Ἀπόσυρε τὰ θρησκευτικὰ ποὺ διδάσκονται σήμερα τὰ παιδιὰ στὰ σχολεῖα. Δὲν μιλᾶνε αὐτὰ γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ γιὰ τὰ βδελύγματα τῶν ἐθνῶν. Ἀναπιάνεται τὸ προζύμι χωρὶς νερό; Στὰ χέρια κολλᾶ καὶ τὸ δέρμα βγάζει. Νυμφεύσου στὴν ἐκκλησία, ὅπως καὶ οἱ πρόγονοί σου. Βάπτισε τὰ παιδιά σου, ὅπως βαπτίστηκες κι ἐσύ. Συμμάζεψε κάθε ὑβριστὴ τῆς πίστεως. Ἡ Ἑλλάδα θεμελιώθηκε πάνω στὴν ἀρχὴ τῆς θεοκρατίας. Πρέπει κάθε μέρα νὰ ἀναπλάθεται καὶ νὰ φρεσκάρεται τὸ φύραμά της. Ἂν εἶσαι χριστιανὸς καὶ παρασύρθηκες σὲ ὅσα ἔπραξες μέχρι τώρα, μετανόησε. Ἂν συνειδητὰ δὲν πιστεύεις, παραμέρισε.
Δὲν σὲ γνωρίζω, οὔτε τὸ κάλλος τοῦ προσώπου σου εἶδα ποτέ. Καὶ δὲν θέλω νὰ συναντηθοῦμε, γιατὶ δὲν εἶμαι ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος νὰ σοῦ ἀλλάξω πορεία. Σὲ βλέπω ποὺ τρέχεις σὰν τὸν εἰδωλολάτρη παπᾶ ποὺ ξυλοκόπησε τὸν μοναχό, καὶ τὰ χρόνια τῆς κυβέρνησής σου στριφογυρίζεις τὸ ραβδί σου στὸν ἀέρα. Οὔτε τὸ ραβδί σου θέλω νὰ πάρω οὔτε ἐσένα νὰ πιάσω. Ἀλλὰ ἡ ὀρθόδοξη Ἑλλάδα δὲν διαθέτει τέτοιον ἄνεμο, νὰ ἀνεμίζη ὁ κάθε ἄπιστος καὶ εἰδωλολάτρης τὴν βέργα ποὺ κρατάει στὰ χέρια του. Θέλεις νὰ ἔρθης καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ στριφογυρίσης τὸ ραβδί σου. Ἀλλὰ θὰ περπατήσης τόσο μόνος, ὅσο ἡ ἐλαφίνα στ᾽ ἀπόσκια τῶν βουνῶν. Ὁ τόπος θὰ σὲ δεχθῆ; Ἀλλὰ οἱ μοναχοί, μόλις σὲ δοῦνε, θὰ σὲ πάρουνε γιὰ παγωμένο μαΐστρο καὶ θ᾽ ἀρχίσουν νὰ φτερνίζωνται.
Ἀπόσυρε τοὺς νόμους ποὺ κατέβασαν τὸν Σταυρό, ποὺ σταμάτησαν τὶς προσευχὲς στὰ σχολεῖα. Ὁ Τοῦρκος, μὲ τὸν ὁποῖο καυκαλίζεσαι, τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα γονατίζει στὸν θεό του, καὶ τὸ ὀρθόδοξο σχολειὸ θὰ συνάγεται στὶς αἴθουσες ὅπως τὰ μοσχάρια στὰ βοσκοτόπια; Ὅσο ὁ Τοῦρκος μᾶς βάζει χέρι, τόσο ἐμεῖς πρέπει νὰ τοῦ πατᾶμε πόδι. Δὲν μπορεῖς; Μέριασε. Μόνος σου ὡδήγησες τὸν ἑαυτό σου στὸ φρύδι τοῦ βουνοῦ. Προτοῦ πέσης, μέριασε.
Ἡ Ἑλλάδα πρέπει νὰ ἀναπνέη Χριστὸ καὶ ὄχι τὴν μπόχα τῆς βενζίνης καὶ τοῦ καμένου λαδιοῦ. Ὁ Θεὸς σ᾽ αὐτὴν τὴν χώρα ἔδωσε πλούσια τὰ ἀγαθὰ γιὰ τὰ δῶρα τῆς λατρείας• τὸ σιτάρι, τὸ λάδι καὶ τὸ κρασί. Δὲν μᾶς τά ᾽δωσε γιὰ νὰ τὰ τρῶμε στὰ μπαράκια καὶ νὰ τὰ ρουφοῦμε στὰ ποτήρια, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἱερουργοῦμε τὸ ἱλαστήριο μυστήριο. Μὴν καταργῆς τὴν Κυριακή. Πολλοὶ ἔδωσαν τὸ αἷμα τους, γιὰ νὰ μείνη αὐτὴ ἡ ἡμέρα «τοῦ Κυρίου». Καὶ μὴ φέρνης στὸ προσκήνιο τὸ Σάββατο. Μὴν ἀμνηστεύης τὴν μοιχεία καὶ ὅλες τὶς ἄλλες παραμέτρους τῆς ἁμαρτίας αὐτῆς. Μὴ θεσπίζης τὰ ζευγαρώματα ποὺ δὲν κάνουν οὔτε τὰ ζῶα, γιατὶ ὁ Θεὸς τὰ κατέκαυσε. Ἄναψες φωτιὲς ποὺ καῖνε ὄχι μόνον τὰ ξερά, ἀλλὰ καὶ τὰ χλωρά. Μὲ αὐτοὺς τοὺς νόμους σάρωσες τὴν οἰκογένεια καὶ τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ κοινωνία. Δὲν σὲ θεωρῶ κούσουλο, γιὰ νὰ σὲ φυσήξω νὰ παραμερίσης, ἀλλὰ ἄνδρα σπουδαῖο, μὲ δυνάμεις ὅμως καταστρεπτικές.
Πληροφοροῦμαι ὅτι δόγμα θὰ ἐξέλθη ἀπὸ τὴν βουλή σας, ποὺ θὰ δηλώνη ὁ ἄνθρωπος τὸ φύλο του στὰ δεκαπέντε του χρόνια. Δηλαδή, μέχρι δεκαπέντε ἐτῶν θὰ ψάχνωμαι, γιὰ νὰ προσδιορίσω τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς ποὺ λέγεται «ἐπιθυμητικόν». Αὐτὸ εἶναι ἐπέμβαση τοῦ ἀνθρώπου στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν θὰ ὑπνώση• θὰ ἐξεγερθῆ καὶ δὲν θὰ βρεθῆ ὁ οἶκος σου εἰς τὸν αἰῶνα. Μετὰ ἀπὸ ἕνα τέτοιο νόμο, ἡ Ἑλλάδα θὰ γίνη κρανίου τόπος.
Μὴ παλεύης τὸν Ἰσραήλ, μὴ τὰ βάζης μὲ τὸν Ἰσχυρό, μὴ καθυβρίζης τὸν Δημιουργό. Ἐμεῖς ποὺ ἐμακρύναμε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ φυγαδευθήκαμε στὶς ἐρήμους, ζοῦμε μέσα στὸν κόσμο περισσότερο ἀπὸ σένα ποὺ ζῆς στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας. Βδελυκτὰ καὶ παράνομα πράγματα κατεργάζεσαι. Ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἐλευθερία του, κι ἐσὺ νομοθέτησες τὴν σκλαβιὰ στὴν ζωή του. Ὁ σκλαβωμένος στὰ πάθη του δὲν εἶναι ἐλεύθερος. Συλλογίσου τα αὐτὰ καὶ παραμέρισε.
Ἄφησε τὶς τόλμες τὶς ἄτολμες. Ἄφησε τοὺς ἀνδρισμούς, ἀφοῦ ἔγινες γυναίκα. Εἴτε πιστεύεις εἴτε δὲν πιστεύεις, εἶσαι ἀπόγονος τοῦ Ἀδάμ, καὶ ἐσὺ καὶ τὸ σινάφι σου, καὶ ὑπάρχει κρίση καὶ ἀνταπόδοση. Φρενάρισε, γιατὶ σκούνταψες καὶ δὲν ὑπάρχει κανένας νὰ σοῦ φέξη, σὲ λίγο θὰ στερῆσαι καὶ δὲν θὰ ἔχης τὸν ἐλεοῦντα.
Μὲ αὐτὸν τὸν νόμο κορυφώνεις τὸ κακό, σταματᾶς τὰ καυχήματα τῶν γονιῶν, τοὺς βάζεις στὴν ἀμφισβήτηση ἂν ἀναθρέφουν ἄνδρα ἢ γυναίκα, σταματᾶς τὸ νανούρισμα τῆς μάννας. Τί θὰ λέη ὅταν κουνάη τὸ παιδί της; «Παιδούλα μου» ἢ «Ἀγόρι μου»; Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις κλίνει πρὸς τὸ κακό. Ἂν τὸ κατοχυρώσης καὶ μὲ νόμο, τότε ἦρθε ἡ ἐποχὴ νὰ ψάχνουμε «ὁ διάβολος θηλυκὸς εἶναι ἢ ἀρσενικός;» Ἡ ἱστορία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων τέτοια φοβερὴ ἀπόκλιση δὲν εἶχε ποτέ. Ὄχι τὸ Ὄρος δὲν πρέπει νὰ σὲ δέχεται, ἀλλ᾽ οὔτε ἡ μάννα ποὺ σὲ γέννησε. Ἡ φουρτούνα ποὺ σήκωσες αὐτὴ θὰ σὲ πνίξη. Μέριασε.
Χριστιανοί, μὴ θροῆσθε. Δὲν θὰ μείνουμε μόνοι μας. Θὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν σκιὰ τοῦ θανάτου καὶ θὰ κοιτασθοῦμε κάτω ἀπὸ εὐσκιόφυλλα δένδρα. Ἐμεῖς, οἱ βαπτισθέντες καὶ Θεὸν ὁμολογοῦντες, λέμε:
Ἐξεγέρθητι, Κύριε, ἐν τῇ δυνάμει σου καὶ σῶσον πάντας ἡμᾶς ἀπὸ τὰ ἔθνη τὰ φρυαττόμενα. Κύριε τῶν δυνάμεων, τὸ παρασόλι σου ζητοῦμε, τὸ ἀλεξίβροχό σου. Οὔτε σταγόνα βροχῆς νὰ μὴ μᾶς εὕρη ἀπὸ τὴν καταιγίδα τοῦ ΣΥΡΙΖΑ. Ἄστραψε καὶ βρόντηξε καὶ σκόρπισε τὰ φρυάγματα τῶν ἐθνῶν καὶ διάλυσε τὶς βουλὲς τῶν ἀσεβῶν.
Συντηρητικοὺς μᾶς λέτε. Τὸ Ὄρος εἶναι συντηρητικό, ἀλλὰ μὲ διάκριση. Οὔτε νεοζηλωτὲς εἴμαστε οὔτε φανατικοὶ φονταμενταλιστές. Ἁπλῶς διακρίνουμε ποιὰ πράγματα χρειάζονται συντήρηση καὶ ποιὰ πέταμα. Ἐσεῖς βάζετε τὰ σάπια πράγματα στὴν συντήρηση; Ἐμεῖς τὰ θεωροῦμε θανατικὰ καὶ γιὰ τὰ ζῶα μας ἀκόμη καὶ λέμε «θάψτε τα• ἂν τὰ φᾶνε, θὰ ψοφήσουν». Θαφτῆτε μόνοι σας, γιατὶ βρωμᾶτε πτωμαΐνη. Ἡ μοσχοβολιὰ τοῦ φθινοπώρου δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερνικήση τὴν δυσοσμία σας. Σὲ τοποθέτησαν νὰ ἀροτριᾶς τὴν γῆ καὶ ὄχι νὰ τὴν καταστρέφης.
Παραμέρισε.
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 05, 2017

Το κάψιμο των νεκρών (Γέροντος Γρηγορίου, Ηγουμένου Ιεράς Μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους)


Κοιμητήριο Ι.Μ. Δοχειαρίου
Δυστυχῶς ἡ κυβέρνηση ἐξακολουθεῖ νὰ κακουργῆ ἐπάνω στὸ πτῶμα τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς ζωοδότρας Ἐκκλησίας. Ὅ,τι φαντάστηκαν ἄνθρωποι κακοῦργοι τοῦ Γένους μας παίρνουν σάρκα καὶ ὀστᾶ.
Μιὰ οἰκογένεια ἔστειλε στὴν Ἀμερικὴ γιὰ θεραπεία τὸν πατέρα. Ἀνήγγειλε ὁ διεστραμ-μένος γιὸς ὅτι ὁ πατέρας ἀπέθανε. Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, ἔστειλε δέμα στὴν ἀδελφή του καὶ στὴν μάννα του μὲ διάφορα φαγώσιμα. Μεταξὺ αὐτῶν ὑπῆρχε καὶ ἕνα κουτὶ μὲ σκόνη, ποὺ οἱ ἄνθρωποι τὸ θεώρησαν νοστιμιὰ γιὰ τὸ φαγητό. Τὸ ἔριχναν στὶς σαλάτες καὶ σὲ ἄλλα ἐδέσματα. Ἔπειτα ἀπ᾽ τὸ δέμα ἀκολούθησε μία ἐπιστολή, ποὺ ἔλεγε ὅτι τὸ κυτίον φέρει τὴν τέφρα τοῦ πατέρα! Φαντάζεστε τὴν ταραχὴ μιᾶς χριστιανικῆς οἰκογένειας· νὰ αἰσθάνεται ὅτι τὴν τέφρα τοῦ πατέρα τους τὴν χρησιμοποίησαν γιὰ νοστιμιά.
Ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη διήγηση: Κάποιος ἱεραπόστολος Φιλόθεος ναυάγησε στὰ νησιὰ τοῦ ὠκεανοῦ καὶ ἄθελά του βρέθηκε ἀνάμεσα σὲ ἀνθρωποφάγους. Ὅταν μὲ τὸν δικό του τρόπο κατάφερε νὰ ἔρθη σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἀρχηγὸ τῆς φυλῆς, τὸν ρώτησε μιὰ μέρα:
– Ὁ πατέρας σου ζῆ;
– Ὄχι.
– Ποῦ τὸν ἔθαψες;
– Τὸν ἀγαποῦσα τόσο πολύ, ποὺ δὲν ἄφησα τὸ πτῶμα του νὰ πάη χαμένο καὶ τὸ ἔφαγα. Τὸν ἔθαψα στὴν κοιλιά μου.
Καὶ ἀνάδευε τὴν κοιλιά του, ποὺ ἦταν ὁ τάφος τοῦ πατέρα του.
Ἔτσι σιγά-σιγὰ ἐγκαταλείπουμε τοὺς θεσμοὺς τοῦ Γένους μας καὶ τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας καὶ γυρίζουμε πίσω στοὺς ἀγρίους λαούς.
Στὴν Ἑλλάδα, καὶ στὸ πιὸ μικρὸ νησάκι ὑπῆρχε τὸ λεγόμενο ἀσβεστοκάμινο καὶ τὸ ξυλοκάμινο. Τὸ ἕνα μᾶς ἔδινε ἀσβέστη γιὰ τὰ ἐπιχρίσματα τῶν κατοικιῶν μας καὶ τὸ ἄλλο κάρβουνα γιὰ τὶς ποικίλες ἀνθρώπινες ἀνάγκες. Σήμερα τέτοια καμίνια δὲν ὑπάρχουν. Στὴν θέση τους στήνονται καμίνια νὰ ψήνουν τοὺς νεκρούς. Ὁ Ναβουχοδονόσωρ εἶχε βέβαια προχωρήσει λίγο πιὸ μπροστὰ ἀκόμη καὶ σὲ ἑπτακαυθεῖσα κάμινο ἔκαιγε καὶ τοὺς ζωντανούς. Πῶς μπορῶ νὰ φανταστῶ τοὺς γονεῖς μου νὰ καίγωνται σὲ διασυρίζον πῦρ; Καὶ μετὰ σὲ κυτίον γιὰ νοστιμιὰ στὰ φαγητά;
Ἐμεῖς δὲν θὰ κάψουμε τοὺς νεκρούς μας. Ἀναλογισθήκατε τὶ πολιτισμὸς βγῆκε ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν προγόνων μας; Πόσα κτερίσματα καὶ χρυσᾶ σκεύη καὶ νομίσματα ἔχουμε σήμερα στὰ μουσεῖα μας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς κεκρυμμένους στοὺς λαγόνες τῆς γῆς τάφους; Ἀκόμα καὶ παραστάσεις ζωγραφικῆς τοὺς κοσμοῦσαν. Ἂν ἐπικρατοῦσε τὸ κάψιμο τῶν νεκρῶν, τί θὰ εἴχαμε σήμερα νὰ δείξουμε στὰ μουσεῖα μας, ἀφοῦ αὐτὰ ποὺ φαίνονταν τὰ κατάκλεψαν ἡ κλεφτουριὰ τῆς Εὐρώπης; Τόμοι ὁλόκληροι μποροῦνε νὰ γραφτοῦνε γιὰ τὰ κλεψιμαίικα τῆς ἑλληνιστικῆς, ρωμαϊκῆς καὶ βυζαντινῆς ἐποχῆς καὶ τῆς καταραμένης Τουρκοκρατίας. Ἀπὸ τὶς παραδοσιακὲς κηδεῖες-ἐκφορές, πόσους ὑπέροχους λόγους ἔχει νὰ μᾶς δείξη ἡ ἑλληνικὴ λογοτεχνία (ἐπιτάφιος Περικλέους, τοῦ Θουκυδίδου, ἐπιτάφιος τοῦ Δημοσθένους, τοῦ Γοργία, τοῦ Ὑπερείδη, τοῦ Πλάτωνα, κ.ἄ.) καὶ ἡ χριστιανικὴ γραμματεία (ἐπιτάφιος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον, εἰς Καισάριον, εἰς Γοργονίαν, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, κ.ἄ.). Ἂν εἴχαμε ἀποβάλει στὸν τόπο μας αὐτὲς τὶς συνήθειες, τί θά ᾽χαμε σήμερα νὰ σπουδάσουμε; Ὁ πολιτισμὸς κάθε κατοικημένης περιοχῆς φαίνεται ἀπὸ τὰ περιποιημένα κοιμητήρια. Ἕνας συνετὸς ἐπισκέπτης παλιὰ ζητοῦσε πρῶτα νὰ ἐπισκεφθῆ τὸ κοιμητήριο τοῦ οἰκισμοῦ καὶ μετὰ τὸν οἰκισμό. Γνώρισμα τῶν πολιτισμένων λαῶν εἶναι ἡ περιποίηση τῶν κηποταφείων.
Ἤκουσα καὶ ἐθαύμασα: τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, στὴν Γεωργία, παίρνουν τὸ φαγητό τους καὶ πᾶνε πάνω στοὺς τάφους τῶν κεκοιμημένων τους καὶ τρῶνε τὸ ἄριστον τοῦ Πάσχα. Κι ἔτσι σ᾽ αὐτὴν τὴν χώρα δὲν ὑπάρχουν ζωντανοὶ καὶ κεκοιμημένοι· εἶναι ὅλοι ἀναστημένοι.
Ἐμεῖς θὰ θάπτουμε τοὺς νεκρούς μας, γιατὶ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ πιστεύουμε μᾶς λέει «ἐκ τῶν μνημείων ἐγερθήσονται εἰς τὴν κοινὴν ἀνάστασιν». Ὁ σταυρὸς πάνω ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ κάθε νεκροῦ συμβολίζει ὅτι ἐπάτησε τὸν θάνατο καὶ προσδοκᾶ τὴν ἀνάσταση. Ἂν δὲν εἴχαμε τὴν ταφὴ τῶν νεκρῶν, θὰ εἴχαμε σήμερα οἱ χριστιανοὶ οἱ ὀρθόδοξοι λείψανα Μαρτύρων καὶ Ἁγίων; Θὰ ἀπολαμβάναμε θαύματα ἀπὸ τὶς λάρνακες τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας; Ὅλη ἡ ὀρθόδοξη λατρεία εἶναι πεπλεγμένη μὲ τὰ ὀστᾶ τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν Ὁσίων, τὰ ὁποῖα ἐκβλύζουν ἰάματα. Οἱ χριστιανοὶ καὶ τ᾽ ἀποκαΐδια ἀπὸ τὰ ὀστᾶ τῶν Μαρτύρων τὰ σύναζαν. Ἀπὸ τὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων στήσαμε παντοῦ θυσιαστήρια κι ἔγινε ὅλη ἡ γῆ θυσιαστήριο συμφιλιώσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό.
Ἐμεῖς θὰ ἐξακολουθήσουμε νὰ τιμοῦμε τοὺς νεκρούς μας, νὰ τοὺς κηδεύουμε μὲ λαμπάδες καὶ θυμιάματα καὶ νὰ τοὺς ἀποθέτουμε στὴν χαίνουσα γῆ. Οἱ μωλωπισμένοι περὶ τὴν πίστιν ἂς τοὺς καῖνε, γιὰ νὰ ἐξαλειφθῆ τὸ μνημόσυνό τους ἀπὸ τὴν γῆ.
Τέφρα εἶστε καὶ τέφρα νὰ γίνετε. Σὰν λαγωνικὰ σκυλιὰ ψάχνετε τὶ μᾶς διαφοροποιεῖ ἀπὸ τοὺς βάρβαρους λαοὺς καὶ τὸ καταστρέφετε. Θέλεις, ὑπουργέ, νὰ κάψης τοὺς γονεῖς σου; Κάψε τους καὶ ἀποτεφρώσου κι ἐσὺ μαζί τους. Ἐμεῖς τὸν οὐρανὸ τὸν θέλουμε κοντά μας. Δὲν θέλουμε νὰ κρατήσουμε ἀποστάσεις, γιατὶ τότε θὰ φανοῦμε ἐπιλήσμονες τῶν προγόνων μας. Ἡ ἐκφορὰ καὶ οἱ τάφοι εἶναι ἐκεῖνα ποὺ πάντοτε μᾶς ὑπενθύμιζαν τὰ πέραν τοῦ τάφου. Οἱ τάφοι τῶν νεκρῶν μας εἶναι καρνάγια, γιὰ νὰ στήνουμε καράβια. Ἡ φράση «ποῦ τεθείκατε αὐτόν;» εἶναι τὸ αἰώνιο ἐρώτημα γιὰ τοὺς προγόνους μας. Ὁ τάφος τους εἶναι τὸ δέσιμο μαζί τους, εἶναι ἕνα ἀγκυροβόλημα γιὰ τὴν ζωή μας. Βέβαια, ἡ ἀπαίσια ἀναισχυντία τῶν κρατούντων μπορεῖ νὰ κάνη τὴν καύση τῶν νεκρῶν ὑποχρεωτική. Τότε, καὶ ζῶντες καὶ τεθνεῶτες θ᾽ ἀνοίξουν τὰ θηκάρια τους καὶ θὰ βγάλουν σπαθιὰ ποὺ θὰ λάμψουν στὶς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου. Ἄφρονες, ἄφρονες, μαζευτεῖτε, ἐλᾶτε στὰ συγκαλά σας, γιατὶ θὰ σᾶς σιχαθῆ καὶ ἡ μάννα ποὺ σᾶς γέννησε.
http://www.pentapostagma.gr

agioritikesmnimes
πηγή

Τρίτη, Μαρτίου 07, 2017

Αρχιμ. Γρηγορίου, Καθηγουμένου Μονής Δοχειαρίου, Το μέγα κηποταφείον


ΤΟ ΜΕΓΑ ΚΗΠΟΤΑΦΕΙΟΝ
Διάβασα στὸ Γεροντικό, ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἀρχαῖα βιβλία τοῦ μοναχικοῦ θεσμοῦ, ὅτι ὁ ἀββᾶς Μακάριος περπάτησε μέρες καὶ μέρες μέσα στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ βρῆ τὸ κηποταφεῖο τοῦ Ἰαννῆ καὶ τοῦ Ἰαμβρῆ. Κι ἐγὼ χρόνια τώρα ψάχνω μὲ τὸν νοῦ μου νὰ βρῶ τὸ μεγαλύτερο νεκροταφεῖο τοῦ κόσμου. Εἶναι στὴν πολυάνθρωπη Ρωσσία; Εἶναι στοὺς ἀρχαίους λαοὺς τῆς Ἀνατολῆς; 
Εἶναι στὴν εὐδαίμονα Ἀμερική; Καὶ μετὰ ἀπὸ πολλοὺς συλλογισμούς, καλοὺς καὶ κακούς, κατέληξα σὲ ἕνα πολὺ πικρὸ συμπέρασμα. Εἶναι, μὴ τρομάξετε, οἱ ἐπίσκοποί μας στὴν Ἑλλάδα!

Χαλάει ὁ κόσμος, γκρεμίζονται τὰ πάντα (ἀκόμη καὶ εὐκτήριοι οἶκοι Ἰεχωβάδων καὶ δαιμονολατρῶν γίνονται μὲ τὶς εὐλογίες τῶν κρατούντων!)· οὔτε μιλιὰ οὔτε λαλιά. Κατήντησαν σὰν τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν· μήτε βλέπουσι μήτε ἀκούουσι μήτε λαλοῦσι! Οἱ τάφοι τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ὁσίων πάντα λαλοῦν, θαυματουργοῦν, πληροφοροῦν, εὐωδιάζουν. Ἔχουμε σήμερα, δυστυχῶς, στὴν Ἐκκλησία ἕνα ζωντανὸ κοιμητήριο, ὅπου οὐκ εἰσὶ λαλιαὶ οὐδὲ λόγοι.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὑπερδύναμη στὸν κόσμο. Τὰ πολιτεύματα ὅλα θὰ καταστραφοῦν, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία ποτέ.
Λαλῆστε. 
Μιλῆστε. 
Φωνάξτε! 
Κουραστήκαμε νὰ περιμένουμε. Χαθήκαμε μέσα στὴν σιωπή σας. Σαχάρα ἡ Ἐκκλησία; Οὔτε βότανο φυτρώνει οὔτε ὀσμὴ εὐωδιᾶς ὑπάρχει. Ἀναμένουμε ὁμολογία καὶ λόγο ἀφυπνιστικό. Ζητοῦμε τὰ θεϊκὰ σημεῖα τοῦ ὄρους Σινᾶ. Θεοφανία ζητοῦμε. Μόνον ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ μᾶς τὴν δώση. Ὁ Μωυσῆς, ποὺ καθωδηγοῦσε τὸν λαὸ τὸν ἐκλεκτό, δὲν ἦταν μόνον πολιτικός, ἀλλὰ καὶ θρησκευτικὸς ὁδηγός. Αὐτὴν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία βγάλτε την πρὸς τὰ ἔξω μὲ διάθεση μαρτυρική, γιὰ ἀνάψυξη τῶν κουρασμένων καὶ πεφορτισμένων Χριστιανῶν καὶ ὀρθοδόξων Ἑλλήνων.

Ἐὰν δὲν σμίξη καὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία τὸ αἷμα της μὲ τὸ αἷμα τῶν ὁμολογητῶν καὶ μαρτύρων τῆς Εἰκονομαχίας καὶ τῶν ἁγίων Νεομαρτύρων, δὲν θὰ φέξη σ᾽ αὐτὸν τὸν τόπο. Ἔλεγε ὁ μακαριστὸς ἐπίσκοπος Ἀττικῆς Ἰάκωβος: «Προσέχετε, αὐτοὶ θὰ σᾶς βγάλουν τὰ ράσα καὶ θὰ σᾶς βάλουν νὰ περπατᾶτε στοὺς δρόμους μὲ παντελόνια».
Στὸν Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, ὅταν οἱ πολιτικοὶ καὶ οἱ ἀρχηγοὶ ἐγκατέλειψαν τὴν Ἑλλάδα, ὁ δεσπότης καὶ ὁ παπᾶς κράτησαν τὸν λαὸ αὐτόν. Ἀπὸ τὴν βρακοζώνη τοῦ πολιτικοῦ μόνον οἱ ὀπαδοί του μποροῦν νὰ κρατηθοῦν καὶ ἂν μποροῦν κι αὐτοί. Τὸ φλάμπουρο ὅμως τοῦ ράσου ζωοποιεῖ τὸν λαό, τὸν ἡρωοποιεῖ, τὸν σώζει μὲ τὴν δύναμη τοῦ ἐσταυρωμένου καὶ ἀναστημένου Χριστοῦ. Βίρα τὶς ἄγκυρες, Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ βάλε πλώρη. Χαθήκαμε. Κυριολεκτικὰ ἀπωλεσθήκαμε.
Ἱερὲ κλῆρε τοῦ Θεοῦ, ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς, συνειδητοποιῆστε ὅτι ἡ πασχαλιάτικη λαμπάδα, μὲ τὴν ὁποία προσκαλεῖτε τὸν λαὸ στὸ ἀνέσπερο φῶς, τρεμοσβήνει. Ὄχι μόνον τὸ φῶς θὰ σβήσουν, ἀλλὰ καὶ τὴν λαμπάδα θὰ σᾶς πάρουν μέσα ἀπὸ τὰ χέρια σας. Κρατῆστε την σφικτὰ καὶ ἀναμμένη καὶ βροντοφωνῆστε: «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς καὶ δοξάσατε Χριστὸν τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν».
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης


Τρίτη, Ιανουαρίου 17, 2017

Καθηγούμενος Μονής Δοχειαρίου Γρηγόριος, Το μπαταρισμένο καράβι


ΤΟ ΜΠΑΤΑΡΙΣΜENΟ ΚΑΡΑΒΙ
Επίκαιρο άρθρο του Καθηγουμένου της Ι.Μ. Δοχειαρίου Αγ. Όρους Γέροντα Γρηγορίου
Δὲν εἶναι οὔτε τὸ Μοσχάνθη, οὔτε τὸ Ἄνδρος, οὔτε τὸ Δεσποινάκι, οὔτε τὸ Κυκλάδες, οὔτε τὸ Κατερίνη, οὔτε τὸ Παντελῆς. Εἶναι ἡ ἔνδοξη καὶ περιώνυμη Ἑλλάδα!
Εἶναι ὁ ὀφθαλμὸς τοῦ κόσμου, εἶναι ὁ βράχος στὴν ἀκροθαλασσιά, ποὺ τὸν χτυπᾶν αἰῶνες τὰ κύματα, καὶ ὅμως δὲν μετακινήθηκε καὶ κόλλησαν ἀπάνω του ὅλα τὰ στρείδια καὶ μύδια τοῦ πελάγους καὶ διασώθηκαν· δὲν τὰ κατέφαγαν τὰ μαλάκια. Εἶναι τὸ ψηλὸ βουνό, ποὺ ἔδειξε στὸν κόσμο πῶς νὰ σκέπτωνται καὶ νὰ ζοῦνε οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι ἡ ἑστία, εἶναι τὸ τζάκι, ποὺ συγκέντρωσε γύρω του ὅλο τὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἀπολαύση θαλπωρή. Στὸ τραπέζι της ἤπιαν λιαστὸ κρασὶ ὅλα τὰ ἔθνη.

Ἀπὸ χρόνια εἶναι ὁ συλημένος οἶκος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὅλοι οἱ ψευτοπολιτισμένοι ἔκλεψαν ἀκόρεστα ὅ,τι ὁ ὑψηλὸς νοῦς ἔφτιαξε τῶν Ἑλλήνων. Γέμισαν τὰ μουσεῖα τους, τὰ σπίτια τους, μὲ τὰ καμώματα τῆς ὑψηλῆς σκέψης καὶ τῆς ἀριστοτεχνίας τῶν Ἑλλήνων. Ὅπου καὶ νὰ πᾶς στὴν Εὐρώπη, θὰ σκοντάψης στὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό, γιὰ νὰ ξυπνήσης. Μὲ τὴν ἴδια ἀριστοτεχνία καὶ ἐπιδεξιότητα συνέχισε τὰ χρόνια τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανισμοῦ ἡ Ρωμιοσύνη. Ὅταν ἀκόμα οἱ πολιτισμένοι Εὐρωπαῖοι ἔτρωγαν μὲ τὰ χέρια, οἱ πρόγονοί μας σκάλιζαν στὰ ξύλα τέμπλα καὶ ζωγράφιζαν ἅγιες εἰκόνες. Καὶ ἡ ἀργυροχοΐα τους ἦταν θαυμαστὴ καὶ ἡ ἀρχιτεκτονικὴ τους ἀξιοθαύμαστη. Μποροῦσες μὲ τὴν πέτρα ποὺ τοποθετοῦσαν στὸν τοῖχο νὰ κουβεντιάσης καὶ μὲ τοῦ ἀργαλειοῦ τὴν τέχνη νὰ ζήσης καὶ νὰ ἀναπνεύσης εὐωδιά.
Ποιός ἀληθινὸς Ἕλληνας θὰ βρεθῆ νὰ καταγράψη τὶ ἡ Εὐρώπη ἔκλεψε ἀπὸ τοῦ Ἕλληνα τὸν νοῦ καὶ τὸ χέρι; Εἶναι μιὰ ἔρευνα ποὺ ἀνεπίτρεπτα λείπει ἀπὸ τοὺς γραμματισμένους Ἕλληνες.
Αὐτὸ τὸ καράβι οἱ πατέρες μας ἔθεσαν μπροστὰ στὰ μάτια ὅλου τοῦ κόσμου. Πολεμήθηκε καὶ σήμερα μπατάρισε. Ἔπεσε τὸ πάθος τῶν δαιμόνων, ἡ ζήλεια καὶ ὁ φθόνος, πάνω σ᾽ αὐτὸ τὸ πανώριο καράβι καὶ σήμερα ἀκοῦμε τὸν καπετάνιο νὰ φωνάζη ἀπὸ τὴν γέφυρα: «Τὸ καράβι παίρνει τὴν τελευταία κλίση του. Ὅσοι εἶστε στὴν γέφυρα τοῦ καραβιοῦ καὶ ξέρετε κολύμπι, κάνετε ἕνα μακροβούτι, νὰ μὴ σᾶς πάρη ἡ δίνη κάτω». Τὸ ναυάγιο ἔγινε μόνον ἀπὸ τὴν θαλασσοταραχὴ τῶν ξένων ἢ καὶ τὴν δικιά μας; Ἐπιτρέψατέ μου νὰ ὁμολογήσω ὅτι ἐμεῖς ναυαγήσαμε τὸ καράβι, γιατὶ τοποθετήσαμε καπεταναίους ἀθέους καὶ ἀντιχρίστους. Οἱ πρόγονοί μας μὲ τὸν σταυρὸ στὸ χέρι ἐπέζησαν καὶ ἐπιζοῦμε καὶ ἐμεῖς. Ὅταν οἱ νέοι μας καῖνε τὴν σημαία ἀτιμωρητί, μὲ ποιά σημαία θὰ ταξιδέψη αὐτὸ τὸ καράβι ποὺ λέγεται Ἑλλάδα; Ὅταν βρίσκεται στὰ πελάγη, ποιός θὰ τὸ ἀναγνωρίζη ἑλληνικὸ καράβι;
Ἐσμικρύνθημεν παρὰ πάντα τὰ ἔθνη.
 Πετάξτε τὶς ἁλυσίδες καὶ φωνάξτε:
 «Ἐμεῖς θέλουμε Χριστὸ καὶ Ἑλλάδα!». 
Ἕλληνες, σηκῶστε ἱερὸ πόλεμο καὶ διῶξτε ὅποιον κάνει ἔργο διαβόλου σ᾽ αὐτὴν τὴν ματωμένη χώρα. Δὲν σηκώνει ἄλλο. Ἐξεγέρθητε καὶ μὴ ὑπνῆτε, γιατὶ ἐγγὺς τὸ τέλος, ὄχι τοῦ κόσμου, ἀλλὰ τῆς Ἑλλαδίτσας.
ὁ Καθηγούμενος Δοχειαρίου

Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης

το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...