Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η Φωνή των Πατέρων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η Φωνή των Πατέρων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 08, 2018

Ο Αντίχριστος θα κάνει μέγα ψευτοθαύμα με σκοπό να πλανηθούν ακόμη και οι εκλεκτοί του Θεού

Ο Αντίχριστος θα κάνει μέγα ψευτοθαύμα με σκοπό 
να πλανηθούν 
ακόμη και οι εκλεκτοί του Θεού




Ο Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ, ερμηνεύοντας την Αποκάλυψη Ιωάννου μιλά για τις απάτες και ο μέγα ψευτοθαύμα που θα κάνει ο Αντίχριστος προκειμένου να πλανηθούν ακόμη και οι εκλεκτοί του Θεού.

Θα πλανηθούν άραγε;

Αν πλανηθούν τελικά κάποιοι, αυτό σημαίνει πως ποτέ δεν ήσαν πραγματικά εκλεκτοί του Θεού…

Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ: 

Και πρέπει ιδιαίτερα να το προσέξωμε.
 Και να κλαύσωμε γι’ αυτό. 
Γιατί τα θαύματα και οι πράξεις του αντιχρίστου θα φέρουν σε δύσκολη θέση και τους πιο εκλεκτούς δούλους του Θεού.

Η αιτία της μεγάλης επίδρασης του αντιχρίστου θα έγκειται στην σατανική δολιότητα και υποκρισία, με τις οποίες σκεπάζει το πιο φρικαλέο κακό με το αχαλίνωτο και αναίσχυντο θράσος του με την πλήρη συμπαράσταση των πονηρών πνευμάτων και με την ικανότητα να κάνη θαύματα ψεύτικα μεν, αλλά που προκαλούν
κατάπληξη. Η φαντασία του ανθρώπου είναι ανίκανη να συλλάβη την εικόνα ενός τόσο μεγάλου κακούργου, όσος θα είναι ο αντίχριστος.

Θα σαλπίζει για τον εαυτό του, όπως σάλπιζαν οι πρόδρομοί του, οι προτυπώσεις του. Θα ονομάζη τον εαυτό του κήρυκα και παλινορθωτή της αληθινής θεογνωσίας. Έτσι εκείνοι, που δεν κατανοούν τον χριστιανισμό, θα ιδούν σ’ αυτόν ένα αντιπρόσωπο και υπέρμαχο της αληθινής θρησκείας! Και θα πάνε με το μέρος του. Θα σαλπίση. Και θα ονομάση τον εαυτό του επηγγελμένον Μεσσίαν. Και συναντώντας τον, εκείνοι που ζουν με σαρκικό φρόνημα, και βλέποντας την δόξα του, την δύναμή του, τις πνευματικές του ικανότητες, την ολοσχερή επιβολή του στα στοιχεία του κόσμου, θα τον αναγορεύσουν Θεό και θα γίνουν οπαδοί του [11].
Ο αντίχριστος θα παρουσιασθή πράος, εύσπλαγχνος, γεμάτος αγάπη, γεμάτος αρετές. Θα τον δεχθούν σαν πράγματι γεμάτον αρετές. Και θα υποταχθούν σ’ αυτόν, εξ αιτίας των υψίστων αρετών του, όλοι εκείνοι που φαντάζονται, πως αλήθεια είναι η «αλήθεια» του πεπτωκότος ανθρώπου, και γι’ αυτό ούτε καν σκέπτονται να την ξεπεράσουν για να γνωρίσουν την αλήθειαν του Ευαγγελίου[12].
Ο αντίχριστος τότε θα εισηγηθή στην ανθρωπότητα την δημιουργία μιας ανώτατης παγκόσμιας ειρήνης και ευημερίας. Θα προσφέρη τιμές, πλούτη, μεγαλεία, σημαντικές ανέσεις και σαρκικές ηδονές. Και όσοι ποθούν επίγεια πράγματα, θα τον δεχθούν. 
Και θα τον ονομάσουν «κύριό» τους[13]. Ενώπιον της ανθρωπότητος ο αντίχριστος θα ανοίξη ένα τέτοιο ανεξήγητο με την τότε επιστήμη τσίρκο θαυμάτων, που η κατεργαριά τους θα θυμίζη θέατρο. Θα φέρη φόβο με τις απειλές και θαυμασμό με τα θαύματά του. Θα ικανοποιήση την άκριτη περιέργειά τους και την παχυλή τους άγνοια. Θα ικανοποιήση την ματαιοδοξία τους και τον εγωισμό τους. Θα ικανοποιήση το σαρκικό τους φρόνημα. Θα ικανοποιήση την δεισιδαιμονία και τις προλήψεις τους. Και θα φέρη σε σύγχυση τους σοφούς. Έτσι όλοι οι άνθρωποι με οδηγό την πεπτωκυία φύση τους, χωρίς το φως του Θεού, θα παρασυρθούν και θα καταλήξουν πειθήνια και άβουλα όργανα του πλάνου[14].

Τα σημεία του αντιχρίστου θα γίνουν κατά κύριο λόγο στον αέρα [15], και συγκεκριμένα στο στρώμα, στο οποίο κυριαρχεί ο σατανάς[16]. Τα σημεία αυτά θα επιδρούν ως επί το πλείστον στην αίσθηση της όρασης. Και έτσι και θα γοητεύουν και θα απατούν.

Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος μελετώντας στην Αποκάλυψη του τα γεγονότα, που θα γίνουν πριν από την συντέλεια του κόσμου, λέγει ότι ο αντίχριστος θα κάμη μεγάλα σημεία, ακόμη και να κατεβή «πυρ εκ του ουρανού ενώπιον των ανθρώπων»[17]. Το θαύμα αυτό, μας λέγει η Αγία Γραφή, θα είναι το πιο μεγάλο από τα θαύματα του αντιχρίστου. Και αυτό το θαύμα θα γίνη στον αέρα. Θα είναι ένα μεγαλοπρεπές και φοβερό θέαμα!
Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ

Βιβλιογραφία
[11] έ.α.
[12] Μακαρίου Αιγυπτίου Ομιλία ΛΑ’ § 4.
[13] Θεοφυλάκτου Βουλγ. Εις το Ιωάν. 5, 43.
[14] Αποκ. 13, 8.
[15] Εφραίμ του Σύρου, έ.α., Εφ. 2, 2 και 6, 12.
[16] Συμεών Νέου Θεολόγου, Περί του τρίτου είδους προσευχής.
[17] Αποκ. 13, 13.

Ἡ ἀντιμετώπιση τῶν ἀσθενειῶν Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος


Ὅλα δίνονται ἀπὸ τὸ Θεό. Καὶ ὅλα δίνονται γιὰ τὴ σωτηρία μας. Μ’ αὐτὴ τὴ σκέψη νὰ δεχθεῖς κι ἐσὺ τὴν ἀσθένειά σου, εὐχαριστώντας τὸ Θεό, ποὺ φροντίζει γιὰ τὴ σωτηρία σου. 

Τώρα, τὸ πῶς συντελεῖ στὴ σωτηρία μας ὁτιδήποτε παραχωρεῖ ὁ Κύριος, μόνο Ἐκεῖνος τὸ γνωρίζει. Ἐμεῖς συνήθως δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε. 

Στέλνει λ.χ. μία συμφορὰ ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς παιδαγωγήσει, ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς ἀφυπνίσει πνευματικά, ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς γλυτώσει ἀπὸ ἕνα μεγαλύτερο κακό, ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς αὐξήσει τὸν οὐράνιο μισθό, ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ κάποιο πάθος κ.ο.κ. 

Ἐσύ, λοιπόν, ν’ ἀναλογίζεσαι τὶς ἁμαρτίες σου καὶ νὰ λές: «Δόξα σ’ Ἐσένα, Κύριε, ποὺ μὲ τιμωρεῖς δίκαια!». Νὰ συλλογίζεσαι ὅτι πρωτύτερα εἶχες ξεχάσει τὸ Θεὸ καὶ νὰ λές: «Δόξα σ’ Ἐσένα, Κύριε, πού μοῦ ἔδωσες ἀφορμὴ καὶ γνώση γιὰ νὰ Σὲ θυμᾶμαι συχνά!». Νὰ σκέφτεσαι ὅτι, ἂν ἤσουν ὑγιής, πιθανότατα δὲν θὰ ἔκανες τὸ καλό, καὶ νὰ λές: «Δόξα σ’ Ἐσένα, Κύριε, ποὺ μ’ ἐμπόδισες ἀπὸ τὴν ἁμαρτία!». Ἂν ἀντιμετωπίζεις μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ μ’ αὐτὲς τὶς σκέψεις τὴν ἀσθένειά σου, τὸ φορτίο σου θὰ γίνει πολὺ ἐλαφρό.

Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, μολονότι οἱ ἀσθένειες παραχωροῦνται ἀπὸ τὸ Θεό, ἡ φροντίδα γιὰ τὴ θεραπεία δὲν εἶναι ἁμαρτία. Γιατί τόσο ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη ὅσο καὶ τὰ φάρμακα εἶναι δῶρα κι αὐτὰ τοῦ Θεοῦ στὸ ἀνθρώπινο γένος. Καταφεύγοντας, λοιπόν, στοὺς γιατρούς, πάλι στὸ Θεὸ καταφεύγουμε.

Μέσ’ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια ἂς μαθαίνουμε καὶ ἂς ἀποκτοῦμε τὴν ταπείνωση, τὴν ὑπομονή, τὴ γενναιοψυχία, τὸ αἴσθημα τῆς εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸ Θεό. Ἀνθρώπινη, βέβαια, εἶναι ἡ ἀνυπομονησία, ἡ λιποψυχία. Μόλις, ὅμως, ἐμφανιστεῖ, πρέπει νὰ τὴ διώχνουμε. 

Ὅλες οἱ δύσκολες καταστάσεις ἔχουν ἕνα βάρος, αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ σηκώσουμε, αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ὑπομείνουμε. Χωρὶς βάρος, δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ ὑπομονή. Πάντως, ἡ ἐπιθυμία ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ βάρος δὲν εἶναι ἐφάμαρτη. Εἶναι φυσικὴ ἀνάγκη τῆς ψυχῆς. Ἁμαρτία διαπράττουμε, ὅταν, ἀπὸ τὴ φυσικὴ αὐτὴ ἀνάγκη, ὁδηγούμαστε στὴν ἀδημονία καὶ τὸν γογγυσμό. Ἂν νιώσεις μέσα σου κάτι τέτοιο, ἀπομάκρυνέ το ἀμέσως, εὐχαριστώντας τὸν Θεό.

Ἂν ἀρρωστήσατε ἀπὸ ὑπαιτιότητά σας, μετανοῆστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ζητῆστε Του συγχώρηση, ἐπειδὴ δὲν φυλάξατε τὸ δῶρο τῆς ὑγείας, τὸ δῶρο ποὺ Ἐκεῖνος σᾶς πρόσφερε. Ἂν πάλι ἡ ἀρρώστια σᾶς παραχωρήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο -γιατί τυχαία τίποτα δὲν γίνεται-, εὐχαριστῆστε Τον ἐγκάρδια. Καὶ ἡ ἀρρώστια, βλέπετε, εἶναι θεῖο δῶρο, γιατί ταπεινώνει, μαλακώνει τὴν ψυχὴ καὶ ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὶς πολλὲς μέριμνες.



Πῶς νὰ προσευχόμαστε, ὅταν εἴμαστε ἄρρωστοι;

Δὲν ἁμαρτάνουμε, ὅταν ζητᾶμε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ μᾶς θεραπεύσει. Κάθε φορὰ ποὺ τὸ ζητᾶμε, ὅμως, ἂς προσθέτουμε καὶ τὴ φράση: «ἂν εἶναι θέλημά Σου, Κύριε!». Ὅταν ὑποτασσόμαστε ὁλοκληρωτικὰ στὸ θεῖο θέλημα καὶ δεχόμαστε τὸ καθετὶ ὡς θεία εὐεργεσία, τότε καὶ ἡ ψυχὴ μας παραμένει εἰρηνικὴ καὶ ὁ Θεὸς γίνεται πιὸ ἐλεητικὸς ἀπέναντί μας. Ἔτσι μᾶς χαρίζει εἴτε τὴν ὑγεία εἴτε, τουλάχιστον, παρηγοριὰ καὶ παράκληση μέσα στὸν πόνο

πηγή

Δευτέρα, Ιανουαρίου 15, 2018

Γιατί ἡ ψυχὴ μοιάζει μὲ τὴ μυλόπετρα;


Ἅγιος Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος
Ὁ Ἀββᾶς Κασσιανὸς ταξιδεύει στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου καὶ συνομιλεῖ μὲ τὸν Ἀββᾶ Μωυσῆ καὶ τὸν ρωτᾶ γιατί ἡ ψυχὴ μοιάζει μὲ μυλόπετρα.
Αὐτὴ τὴν ἐσωτερικὴ ἐργασία τὴν καταλαβαίνουμε καλύτερα ἂν παρομοιάσουμε τὴν ψυχὴ μὲ μία μυλόπετρα, τὴν ὁποία γυρίζει τὸ ρεῦμα τοῦ νεροῦ συνεχῶς γύρω ἀπὸ τὸν ἄξονά της, καὶ ἡ ὁποία ποτὲ δὲν σταματάει νὰ γυρίζει ἐνόσῳ τὸ νερὸ τρέχει. Ἀλλὰ ὁ μυλωνὰς ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἀποφασίσει ἂν θὰ ἀλέσει σιτάρι, βρώμη ἢ ζιζάνια. Ὁ μύλος ὑποχρεώνεται νὰ ἀλέσει ὅ,τι τοῦ ρίχνει ὁ μυλωνᾶς.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Μέσα στὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς μπαίνει ἡ ψυχὴ σὲ κίνηση ἀπὸ τοὺς χειμάρρους τῶν πειρασμῶν ποὺ τὴν κατακλύζουν καὶ δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ ρεῦμα τῶν λογισμῶν.
Ἡ ἴδια ὅμως ἡ ψυχή, μὲ τὸν ἀγώνα της καὶ μὲ τὴν προσοχή της, φροντίζει γιὰ τὸ εἶδος τῶν λογισμῶν ποὺ πρέπει νὰ δέχεται ἢ νὰ ἀπορρίπτει. Διότι, ὅπως εἴπαμε παραπάνω, ἐὰν διαρκῶς φέρνουμε στὴ μνήμη μας τὶς Θεῖες Γραφὲς καὶ ἂν ἀνεβάζουμε τὸ νοῦ μας ψηλά, ὥστε νὰ ἀσχολεῖται μὲ πνευματικὰ πράγματα καὶ νὰ ἐπιθυμεῖ τὴν τελειότητα καὶ τὴ μέλλουσα μακαριότητα, ἑπόμενο εἶναι ὅτι ἀπ’ αὐτὴ τὴν πνευματικὴ ἐνασχόληση τοῦ νοῦ μας, θὰ μᾶς ἔρχονται καὶ πνευματικοὶ λογισμοί. Καὶ αὐτοὶ οἱ λογισμοὶ θὰ κάνουν τὸν νοῦ νὰ ἐντρυφᾶ σὲ ὅ,τι εἶχε πρὶν μελετήσει.
Ἂν ὅμως μᾶς καταλάβει ἡ ὀκνηρία καὶ ἡ ἀπροσεξία, κι ἂν ξοδεύουμε τὸν καιρό μας σὲ ἄσκοπη φλυαρία ἢ ἂν μπλέξουμε στὶς μέριμνες τούτου τοῦ κόσμου καὶ στὶς μάταιες ἐπιθυμίες, τότε θὰ ξεφυτρώσουν ζιζάνια, τὰ ὁποῖα στὴ συνέχεια θὰ ἁπλωθοῦν καταστρεπτικὰ στὴν καρδιά μας. Καὶ τότε, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος καὶ Σωτήρας μας, ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ θησαυρὸς τῶν ἔργων μας καὶ τῶν ἐπιδιώξεών μας, ἐκεῖ θὰ βρίσκεται καὶ ἡ καρδιά μας (Ματθ. 6, 21).
Συνομιλίες μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐρήμου, Τόμος Α΄, Ἐκδόσεις Ετοιμασία

Τετάρτη, Ιανουαρίου 10, 2018

ΚΑΤΑ ΤΟΚΙΖΟΝΤΩΝ» ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

ΚΑΤΑ ΤΟΚΙΖΟΝΤΩΝ» ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ν

• Ἡ κοινωνικὴ ἐκμετάλλευση αἰτία τῆς φτώχειας καὶ τῆς δυστυ-
χίας τῶν πολλῶν.
• Ἀνώφελο νὰ δημιουργεῖς πολλοὺς φτωχοὺς μὲ τὴν ἐκμετάλ-
λευση καὶ ν’ ἀνακουφίζεις ἕνα μὲ τὴν ἐλεημοσύνη.


ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ἀργὸς καὶ πλεονεκτικὸς βίος ὁ τοῦ τοκίζοντος. Οὐκ
οἶδε πόνον γεωργίας, οὐκ ἐπίνοιαν ἐμπορίας· ἐφ’ ἑνὸς δὲ
τόπου κάθηται, τρέφων ἐπὶ τῆς ἑστίας θηρία. Ἄσπαρτα
αὐτῷ βούλεται τὰ πάντα καὶ ἀνήροτα φύεσθαι· ἄροτρον
ἔχει τὸν κάλαμον· χώραν, τὸν χάρτην· σπέρμα, τὸ μέλαν·
ὑετόν, χρόνον, αὐξάνοντα αὐτῷ λανθανόντως τὴν τῶν
χρημάτων ἐπικαρπίαν. Δρέπανόν ἐστιν αὐτῷ ἡ ἀπαίτη-
σις· ἅλων, ἡ οἰκία, ἐφ’ ἧς λεπτύνει τὰς τῶν θλιβομένων
οὐσίας. Τὰ πάντα ἴδια βλέπει. Εὔχεται τοῖς ἀνθρώποις
ἀνάγκας καὶ συμφοράς, ἵνα πρὸς αὐτὸν ἠναγκασμένως
ἀπέλθωσι. Μισεῖ τοὺς ἑαυτοῖς ἀρκοῦντας, καὶ τοὺς μὴ
δεδανεισμένους ἐχθροὺς ἡγεῖται. Προσεδρεύει τοῖς δικα-
στηρίοις, ἵνα εὕρη τὸν στενούμενον τοῖ
στηρίοις, ἵνα εὕρη τὸν στενούμενον τοῖς ἀπαιτηταῖς, καὶ
τοῖς πράκτορσιν ἀκολουθεῖ, ὡς ταῖς παρατάξεσι καὶ τοῖς
πολέμοις οἱ γῦπες. Περιφέρει τὸ βαλάντιον, καὶ δείκνυ-
σι τοῖς πνιγομένοις τῆς θήρας δέλεαρ, ἵν’ ἐκείνῳ διὰ τὴν
χρείαν περιχήναντες, συγκαταπίωσι τοῦ τόκου τὸ ἄγκι-
στρον. Καθ’ ἡμέραν ἀριθμεῖ τὸ κέρδος, καὶ τῆς ἐπιθυμί-
ας οὐκ ἐμπίπλαται. Ἄχθεται πρὸς τὸν χρυσὸν τὸν ἐπὶ τῆς
οἰκίας ἀποκείμενον, διότι κεῖται ἀργὸς καὶ ἄπρακτος...
Περιεργάζεται ὁ δανειστὴς τοῦ χρεώστου τὰς πράξεις,
τὰς ἐκδημίας, τὰ κινήματα, τὰς μεταβάσεις, τὰς ἐμπορί-
ας· κἂν φήμη τις παραγένηται σκυθρωπή, ὅτι λησταῖς ὁ
δεῖνα περιέπεσεν, ἢ ἔκ τινος περιστάσεως εἰς πενίαν αὐτῷ
μετεβλήθη ἡ εὐπορία, κάθηται, τῷ χεῖρε συνδήσας, στέ-
νει συνεχῶς, ὑποδακρύει πολλά· ἀνελίττει τὸ χειρόγρα-
φον, θρηνεῖ ἐν τοῖς γράμμασιν τὸν χρυσόν, προσκομίζων
τὸ συμβόλαιον, ὡς ἱμάτιον υἱοῦ τελευτήσαντος· ἀπ’ ἐκεί-
νου θερμότερον ἐγείρει τὸ πάθος. Ἂν δὲ καὶ ναυτικὸν ᾖ τὸ
δάνεισμα, τοῖς αἰγιαλοῖς προσκάθηται, τὰς κινήσεις με-
ριμνᾶ τῶν ἀνέμων, συνεχῶς διερωτᾷ τοὺς καταίροντας,
μή που ναυάγιον ἠκούσθη, μή που πλέοντες ἐκινδύνευ-
σαν. Παχνοῦται τὴν ψυχὴν ἐκ τῶν λειψάνων τῆς καθημε-
ρινῆς φροντίδος. Πρός δη τὸν τοιοῦτον λεκτέον. Παῦσαι,
ἄνθρωπε, μερίμνης ἐπικινδύνου. Ἀνάπαυσαι ἀπὸ ἐλπίδος
τηκούσης· μὴ τόκους ζητῶν σαυτῷ τὸ κεφάλαιον δια-
φθείρῃς. Παρὰ πένητος ζητεῖς προσόδους και προσθήκας
πλούτου, παραπλήσιον ποιῶν ὡς εἴ τις ἀπὸ χώρας αὐχμῷ
θερμοτάτῳ ξηρανθείσης λαβεῖν θελήσειε σίτου θημωνίας,
ἢ πλῆθος βοτρύων ἐξ ἀμπέλου μετὰ νέφος χαλαζηφόρον
ἢ τέκνων τόκον ἀπὸ στείρας γαστρός, ἢ γάλακτος τροφὴν
ἐξ ἀτόκων γυναικῶν...
Πῶς οὖν προσεύξῃ, ὁ τοκογλύφος; Μετὰ ποίου συνειδό-
τος αἴτημα ἀγαθὸν ζητήσεις παρὰ Θεοῦ, ὁ πάντα λαμβά-
νων, καὶ μὴ μαθὼν διδόναι; Ἢ οὐκ οἶδας, ὅτι ἡ προσευχή
σου ὑπόμνησις μισανθρωπίας ἐστίν; Τί συνεχώρησας, καὶ
συγγνώμην αἰτεῖς; Τίνα ἠλέησας καὶ καλεῖς τὸν ἐλεήμο-
να; Ἂν δὲ καὶ δῷς ἐλεημοσύνην, μισανθρώπου φορολογί-
ας, οὐκ ἀπὸ συμφορῶν ἀλλοτρίων δακρύων γέμοντα καὶ
στεναγμῶν; Εἰ ἐγνώριζεν ὁ πένης πόθεν ὀρέγεις τὴν ἐλε-
ημοσύνην, οὐκ ἂν ἐδέξατο, ὡς ἀδελφικῶν σαρκῶν γεύ-
εσθαι μέλλων, καὶ αἵματος τῶν οἰκείων· εἶπε δ’ ἂν πρὸς
σὲ λόγον γέμοντα σώφρονος παρρησίας· Μή με θρέψῃς,
ἄνθρωπε, ἀπὸ δακρύων ἀδελφικῶν. Μὴ δῷς ἄρτον πένη-
τι, γενόμενον ἀπὸ στεναγμῶν τῶν συμπτώχων. Ἀνάλυσον
πρὸς τὸν ὁμόφυλον ὃ κακῶς ἀπήτησας, κἀγὼ ὁμολογήσω
τὴν χάριν. Τί ὠφελεῖς, πολλοὺς πτωχοὺς ποιῶν, καὶ ἕνα
παραμυθούμενος; Εἰ μὴ πλῆθος ἦν τοκιστῶν, οὐκ ἂν ἦν
τὸ πλῆθος τῶν πενομένων. Λῦσον σου τὴν φατρίαν, καὶ
πάντες ἕξομεν τὴν αὐτάρκειαν...». (Ε.Π.Μ. 46, 437-445).








ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Ἀργόσχολη καὶ πλεονεκτικὴ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ τοκιστῆ. Δὲ γνωρίζει αὐτὸς τοὺς κόπους τῆς γεωργίας οὔτε τὴν ἐφευρετικότητα τοῦ
ἐμπορίου. Ἀντίθετα (ἀπ’ ὅ,τι συμβαίνει μὲ ὅσους ἀσκοῦν παραγωγικὰ ἐπαγγέλματα), ὁ τοκιστὴς κάθεται στὸν ἴδιο πάντοτε τόπο, μέσα στὸ σπίτι του μεγαλώνει τὰ θρεφτάρια τῆς κερδοσκοπίας.
Ἄσπαρτα κι ἀκαλλιέργητα θέλει τὰ πάντα γι’ αὐτὸν νὰ φυτρώνουν.
Γι’ ἀλέτρι ἔχει τὴν πέννα· γιὰ χωράφι, τὸ χαρτί· γιὰ σπόρο, τὸ μελάνι· γιὰ βροχή, τὸ χρόνο ποὺ τοῦ πολλαπλασιάζει ἀθόρυβα τοὺς τόκους τῶν χρημάτων. Δρεπάνι του εἶναι ἡ δικαστικὴ ἀπαίτηση τοῦ χρέους, ἁλώνι, τὸ σπίτι του, ὅπου λιανίζει τὶς περιουσίες τῶν ἀναγκεμένων ἀνθρώπων. Ὁλωνῶν τ’ ἀγαθὰ τὰ βλέπει δικά του.  Εὔχεται στοὺς ἀνθρώπους ἀνάγκες καὶ συμφορές, γιὰ νὰ τρέξουν ὑποχρεωτικὰ νὰ δανειστοῦν ἀπ’ αὐτόν. Μισεῖ τοὺς αὐτάρκεις καὶ ὅσους δὲν ἔχουν δανειστεῖ ἀπ’ αὐτόν, τοὺς θεωρεῖ ἐχθρούς του.
Συχνάζει στὰ δικαστήρια γιὰ ν’ ἀνακαλύψει κάποιον ποὺ τὸν πιέζουν οἱ δανειστὲς καὶ τοὺς φοροεισπράκτορες ἀκολουθεῖ, ὅπως τὰ κοράκια τοὺς στρατοὺς ποὺ διεξάγουν πόλεμο (γιὰ νὰ τρῶνε τοὺς σκοτωμένους). Κουβαλάει παντοῦ τὸ κομπόδεμα, καὶ σὰν δόλωμα τὸ δείχνει σ’ἐκείνους ποὺ τοὺς πνίγει ἡ ἀνάγκη, ὥστε, ἀνοίγοντας
γι’ αὐτὸ τὸ στόμα, νὰ καταπιοῦν μαζὶ μ’ αὐτὸ καὶ τὸ ἀγκίστρι τοῦ τόκου. Καθημερινὰ μετράει τὰ κέρδη, μὰ ἡ δίψα του γιὰ χρῆμα δὲ σβήνει. Στεναχωριέται γιὰ τὸ χρυσάφι ποὺ ἔχει φυλαγμένο στὸ σπίτι, ἐπειδὴ μένει ἀχρησιμοποίητο κι ἀνεκμετάλλευτο...
Περιεργάζεται ὁ δανειστὴς ὅλες τὶς πράξεις τοῦ ὀφειλέτη, τὰ ταξίδια του, τὶς χειρονομίες του, τὶς ἐπισκέψεις του, τὶς ἐμπορικὲς συναλλαγές του. Κι ἂν καμιὰ δυσάρεστη εἴδηση φτάσει, ὅτι δηλ. ὁ τάδε ἔπεσε στοὺς ληστές, ἢ ὅτι φτώχεψε ξαφνικὰ ἀπὸ κάποια ἀτυχία, κάθεται μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια, ἀναστενάζει ἀδιάκοπα, χύνει κρυφὰ μαῦρο δάκρυ·
ξετυλίγει τὸ χρεώγραφο, θρηνεῖ τὸ χρυσάφι ποὺ ἀντιπροσωπεύουν οἱ γραμμές του, προσκομίζει τὸ συμβόλαιο σὰ νὰ ἦταν ἔνδυμα πεθαμένου παιδιοῦ του· μάλιστα κι ἀπὸ ’κεῖνο, περισσότερη θλίψη τοῦ προκαλεῖ.
Ἂν μάλιστα συμβεῖ νὰ ἔχει δανείσει ναυτικούς, κάθεται διαρκῶς κοντὰ στοὺς γιαλούς, μελετάει τὶς κινήσεις τῶν ἀνέμων, ρωτάει ἐπίμονα ὅσους καταπλέουν, μήπως ἀκούστηκε κανένα ναυάγιο, μήπως κινδύνεψαν πουθενὰ ναυτικοί; Λιώνει ἡ ψυχή του κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν καθημερινῶν φροντίδων. Σ’ ἕνα τέτοιον ἀξίζει βέβαια νὰ εἰπωθεῖ: σταμάτα, ἄνθρωπέ μου, τὶς ἐπικίνδυνες αὐτὲς φροντίδες· λυτρώσου ἀπὸ τὴν ἐξουθενωτικὴ προσδοκία τοῦ κέρδους· πρόσεξε μήπως κυνηγώντας τόκους, δαπανήσεις τὸ πολύτιμο κεφάλαιο ποὺ εἶναι ὁ εαυτός σου. Ζητεῖς εἰσοδήματα καὶ πρόσθετα πλούτη ἀπ’ τὸ φτωχό,κάνοντας κάτι ἀνάλογο μ’ αὐτὸν ποὺ θἄθελε νὰ πάρει θημωνιὲς σιτάρι
ἀπὸ χωράφι ποὺ τὸ ξέρανε ὁ λίβας, ἢ ἄφθονα σταφύλια ἀπὸ ἀμπέλι ἀπ’τὸ ὁποῖο πέρασε χαλαζοφόρο σύννεφο, ἢ παιδιὰ ἀπὸ στείρα κοιλιὰ ἢ θρεπτικὸ γάλα ἀπὸ γυναῖκες ποὺ δὲν ἔχουν γεννήσει...Πῶς θὰ προσευχηθεῖς λοιπόν, τοκογλύφε; Μὲ τί συνείδηση θὰ ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεὸ κάποια εὐεργεσία, σὺ ποὺ ἔμαθες ὅλο νὰ παίρνεις καὶ ποτὲ νὰ μὴ δίνεις; Ἢ μήπως σοῦ διαφεύγει ὅτι ἡ προσευχή σου ἀποτελεῖ ὑπόμνηση τῆς δικῆς σου ἀπανθρωπιᾶς; Ποιὰ συγχώρηση ἔδωσες καὶ ζητᾶς συγγνώμην; Ποιὸν ἐλέησες κι ἐπικαλεῖσαι τὸν Ἐλεήμονα; Ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμη προσφέρεις ἐλεημοσύνη, ὡς προϊὸν ἀπάνθρωπης ἐκμετάλλευσης δὲν θὰ εἶναι καρπὸς
τῶν συμφορῶν τῶν ἄλλων, γεμάτη δάκρυα καὶ στεναγμούς; Ἂν γνώριζε ὁ φτωχὸς ἀπὸ ποῦ προσφέρεις τὴν ἐλεημοσύνη, δὲν θὰ τὴ δεχόταν, γιατὶ θὰ αἰσθανόταν σὰ νὰ ἔμελλε νὰ γευτεῖ σάρκες ἀδελφικὲς καὶ αἷμα συγγενῶν του. Θὰ σοῦ πετοῦσε δὲ κατάμουτρα τοῦτα τὰ λόγια τὰ γεμάτα θάρρος καὶ φρονιμάδα: Μὴ μὲ θρέψεις, ἄνθρωπε, ἀπὸ τὰ δάκρυα τῶν ἀδελφῶν μου. Μὴ δώσεις στὸ φτωχὸ ψωμὶ βγαλμένο ἀπὸ τοὺς στεναγμοὺς τῶν ἄλλων φτωχῶν. Μοίρασε στοὺς συνανθρώπους σου ὅσα μὲ ἀδικίες μάζεψες καὶ τότε θὰ παραδεχτῶ τὴν εὐεργεσία σου. Ποιὸ τὸ ὄφελος, ἂν ημιουργεῖς πολλοὺς φτωχοὺς (μὲ τὴν ἐκμετάλλευση) κι ἀνακουφίζεις ἕνα (μὲ τὴν ἐλεημοσύνη); Ἂν δὲν ὑπῆρχε τὸ πλῆθος τῶν τοκογλύφων (τῶν ἐκμεταλλευτῶν γενικά), δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε ἡ στρατιὰ τῶν πεινασμένων. Ἂς διαλυθοῦν τὰ ὀργανωμένα οἰκονομικὰ συμφέροντα καὶ ὅλοι θ’ ἀποκτήσουμε τὴν οἰκονομική μας αὐτάρκεια.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 16, 2017

«Πές μου τί διαβάζεις, νὰ σοὺ πῶ ποιὸς εἶσαι!»

Σχόλια καὶ ἀπόδοση στὴν Νεοελληνική: Σάββας Ἠλιάδης, Δάσκαλος - Κιλκὶς
    Βιβλία! Παντοῦ βιβλία! Ἑκατομμύρια ἑκατομμυρίων οἱ τίτλοι, μυριάδες μυριάδων οἱ συγγραφεῖς, χιλιάδες χιλιάδων οἱ ἐκδοτικοὶ οργανισμοί!
       Καὶ ὁ κόσμος; Ποιὸς εἶναι ὁ κόσμος; Πῶς εἶναι; Ποῦ πάει; Πόσο ὠφελεῖται; Πῶς διαμορφώνεται; Εἶναι ἀνάλογο τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς συγγραφικῆς, «πνευματικῆς» οἰστρηλασίας, μὲ τὴν κατάσταση ποῦ βιώνει ἡ ἀνθρωπότητα, σ` ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ἠθική της καί, ἁπλῶς εἰπεῖν, τὸν ἀνθρωπισμό της;
     Στὸν πρῶτο τόμο τοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου: «Ἑρμηνεία εἰς τοὺς 150 Ψαλμοὺς τοῦ Προφητάνακτος Δαβὶδ» καὶ στὸ εἰσαγωγικὸ κείμενο: «Τοῖς ἐντευξομένοις Ὀρθοδόξοις», ὁ Ἀνώνυμος ἐπιμελητὴς τῆς Ἃ΄ ἐκδόσεως, γράφει:
       «Ἡ ἐκτύπωση καὶ ἡ ἔκδοση τῶν διαφόρων συγγραμμάτων, τότε πρέπει νὰ θεωρεῖται ἀναγκαία καὶ νὰ πραγματοποιεῖται, ὅταν ἡ χρήση τοὺς εἶναι ἀπαραίτητη καὶ ἡ ὠφέλεια ποὺ θὰ πάρουμε ἀπ` αὐτὰ πολὺ ξεκάθαρη. Τὰ ὑπόλοιπα, ποὺ ἐκδίδονται μὲ κάθε ἄλλο τρόπο, θὰ ἦταν καλύτερο νὰ παραδίνονταν στὴ φωτιά, παρὰ πρὸς ἔκδοση. Ἀπὸ ἐδῶ γίνεται φανερό, ὅτι μόνο τὰ βιβλία ἐκεῖνα κρίνονται ἄξια, γιὰ νὰ δοῦν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας, ὅσα καθίστανται αἰτία γιὰ σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ὠφέλεια. Ὅσα προτείνουν τὴν ἀσφαλῆ καὶ ἀλάνθαστη φιλοσοφία. Ὅσα καλλιεργοῦν τὸν νοῦ τῶν ἀνθρώπων μὲ τὴν ἀληθινὴ ἐξιστόρηση τῶν παρελθόντων γεγονότων καὶ ὅσα τελειοποιοῦν τὸν νοῦ μὲ τὴν ἄμεμπτη διδασκαλία τῆς ὀρθῆς ἠθικῆς...
       Ἀλλὰ καὶ ἀπ` αὐτὰ τὰ ἴδια πάλι, πρέπει νὰ χαρακτηρίζονται ὡς προτιμότερα καὶ ἀναγκαιότερα, ὅσα ἀποκαλύπτουν τὰ δόγματα καὶ τὰ διδάγματα τῆς πίστης καὶ εἶναι γεμάτα ἀπὸ πνευματικὲς ἐλλάμψεις καὶ χάριτες. Ἐπειδὴ σ` αὐτὰ εἶναι ὄχι μόνο σπαρμένο τὸ σπέρμα τῆς ἀληθινῆς φιλοσοφίας, χωρὶς ἀγκάθια καὶ ζιζάνια, ἐπίσης, ὄχι μόνο ἀποθησαυρισμένη ὅλη ἡ τελειότητα τῆς καθαρῆς ἠθικῆς, χωρὶς ἀσάφεια σοφιστική, ἀλλὰ ἐπειδὴ καὶ μόνο μ` αὐτὰ μπορεῖ κάποιος νὰ πετύχει τὸ ἄκρο τῆς πραγματικῆς φιλοσοφίας, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ εὕρεση τῆς ἀλήθειας καὶ ἡ ἀπόλαυση τῆς γνήσιας εὐδαιμονίας, ἔστω καὶ ἂν δὲν τριγωνίζει οὔτε τετραγωνίζει οὔτε κυβίζει οὔτε κάνει λογάριθμους οὔτε κάνει λογαριασμοὺς μὲ τὶς διάφορες πολυπλοκότητές τους, μὲ ὑποδιαιρέσεις τοῦ ἀπείρου, ἄπειρες φορὲς καὶ ἀμέτρητες οὔτε νὰ μελετάει τὸν οὐρανὸ μὲ ποικίλες σειρὲς ὑποθέσεων καὶ συμπερασμάτων, ἐπιχειρώντας νὰ συναγάγει καὶ νὰ ἀποδείξει γιὰ τὰ φαινόμενα καὶ τὰ σώματα, ποὺ εἶναι πολὺ μακριὰ ἀπ` αὐτόν, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀποστάσεις.
        Οἱ ἄλλοι δέ, οἱ ὁποῖοι φιλοσοφοῦν μὲ κάποιον ἄλλον τρόπο καί, εἴτε καταφατικὰ εἴτε ὑποθετικὰ εἴτε ἀναλυτικὰ εἴτε συνθετικὰ εἴτε πειραματικὰ εἴτε μὲ ὁποιοδήποτε ἄλλον τρόπο, βλέπουν τὴν αἰτία τῆς ὕπαρξης τῶν ὄντων, θὰ βροῦν μέν, ἴσως κάποιες ἀλήθειες, οἱ ὁποῖες ταιριάζουν κατὰ ἕνα μέρος, ἀλλὰ ὅμως θὰ πλανηθοῦν καὶ θὰ βρεθοῦν μακριὰ ἀπὸ τὸ ἀναγκαιότατο, δηλαδή, τὸ ἀγαθό, τὸ ὁποῖο, ἂν καὶ τὸ διαλαλοῦν καὶ τὸ ἀναζητοῦν ὡς ἀποτέλεσμα τῆς φιλοσοφίας, ἐντούτοις δὲν θὰ μπορέσουν νὰ τὸ βροῦν οὔτε πρὸ τοῦ θανάτου οὔτε μετὰ τὸν θάνατο, ἂν δὲν στραφοῦν νὰ δοῦν ἐπιμόνως σ` αὐτὰ τὰ ἱερὰ βιβλία, ἂν δὲν συλλέξουν μὲ ἐπιτυχία τὸν ἀληθινὸ καὶ θεσπέσιο νοῦ, ποὺ βρίσκεται μέσα τους καὶ ἄν, χωρὶς σεβασμό, δὲν ἀκολουθήσουν τὴν ἀλάνθαστη καθοδήγησή τους».
       Ὅλην αὐτὴν τὴν μικρὴ προεισαγωγὴ τὴν κάνει, γιὰ νὰ στρέψει στὴ συνέχεια τὸ λόγο του στὸ Ψαλτήρι τοῦ Δαβίδ, ὅπου συνθέτει ἕναν ὕμνο γιὰ «τὸ θεοσδοτο καὶ σεβάσμιο βιβλίο», ὅπως τὸ χαρακτηρίζει. Καὶ πιὸ κάτω, ὁ ἅγιος Νικόδημος στὸ Προοίμιό του τὸ ἀποκαλεῖ «ὑπέρτιμο τῶν φιλοσόφων».
        Φαίνεται σκληρὸς καὶ ἀπόλυτος ὁ λόγος τοῦ ἐπιμελητῆ τῆς Ἃ΄ ἐκδόσεως στὶς ὑποδείξεις καὶ στὶς συμβουλές του. Ναὶ μέν, ἀφήνει κάποια ἀνοίγματα γιὰ τὴ μελέτη καὶ βιβλίων «ἔξωθέν της πίστεως», ἀπὸ τὰ ὁποία ὑπάρχει πιθανότητα νὰ ἀποκτήσει κάποιος μέρος τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ ἐπισημαίνει πὼς θὰ ταλαιπωρηθεῖ ἄδικα καὶ στὸ τέλος θὰ ἀπογοητευθεῖ, διότι δὲν θὰ βρεῖ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ ζητάει.

       Μὲ δύο λόγια, δὲν ἀφήνει περιθώρια σὲ καμιὰ ἐπιστήμη, σὲ κανένα φιλοσοφικὸ ἢ ἕτερο σύστημα μεταφυσικῶν ἢ ἄλλων ἀναζητήσεων, νὰ εἰσέλθουν, διὰ τῶν δικῶν τοὺς συγγραμμάτων καὶ ἄλλων μέσων, στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ ὑποκαταστήσουν τὴν λυτρωτικὴ καὶ σωτηριώδη δύναμη τῶν πνευματικῶν βιβλίων τῆς πίστεως. Καὶ ἐπειδή: «ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζητιάνος τῆς χαρᾶς καὶ κυνηγὸς τῆς ἀλήθειας» (μακαριστὸς καθηγητὴς Στέργιος Σάκκος), θὰ ἀναπαυθεῖ πραγματικὰ καὶ θὰ φτάσει «στὸ τέλος τῆς ἀλήθειας», ἂν στραφεῖ μὲ προσοχὴ στὰ πνευματικὰ βιβλία, αὐτὰ ποὺ περιέχουν τὴν ὄντως ἀλήθεια, τὴν Ἀλήθεια τῆς πίστεως, τὸν Χριστό. Ἂν κοπιάσει πάνω σ` αὐτὰ μὲ ζῆλο, γιὰ νὰ πάρει χάρη ἀπὸ τὴ χάρη τους.
    Γιὰ νὰ καταλάβουμε τὸν παραπάνω λόγο καὶ νὰ τὸν ἀποδεχτοῦμε μὲ ταπείνωση καὶ διάθεση ἐφαρμογῆς, πολὺ θὰ μᾶς βοηθήσει ὅλο τὸ ἕκτο κεφάλαιο ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίο. Ἐκεῖ ὁ Χριστός, μετὰ τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων καὶ τῶν ἰχθύων καὶ τὸ χορτασμὸ τῶν πεντακισχιλίων, περπάτησε πάνω στὴ θάλασσα καὶ πέρασε ἀπέναντι στὴν Καπερναούμ. Τὸν ἀκολούθησε τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν του, ὅπου τους μίλησε καὶ τοὺς εἶπε, πὼς αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἄρτος τῆς ζωῆς, ποὺ ὅποιος τὸν φάει οὔτε θὰ πεινάσει οὔτε θὰ διψάσει ποτέ. Λέει στὸν 60ο στίχο: «Πολλοὶ οὒν ἀκούσαντες ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπον· σκληρὸς ἐστιν οὗτος ὁ λόγος· τὶς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;». (Ἰωάν. 6,60) Καὶ στὴ συνέχεια, ὅσοι δὲν ἄντεξαν τὸ λόγο του, τὸν ἐγκατέλειψαν: «Ἐκ τούτου πολλοὶ ἀπῆλθον ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω καὶ οὐκέτι μὲτ αὐτοῦ περιεπάτουν». (Ἰωάν. 6,66) Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ στοιχίζει, ἀλλὰ τρέφει ἀληθινὰ τὴν ψυχή, τῆς προσφέρει τὴν ζῶσα ἐλπίδα στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ τὴν ὁδηγεῖ στὸ ἕνα, στὸ ὕψιστο: στὴν σωτηρία καὶ τὴν ὄντως ὑπὸ πάντων ἀνεξαιρέτως ποθούμενη μακάρια αἰωνιότητα.
       Εἴθε, ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Ἀνωνύμου ἐπιμελητῆ, ἀλλὰ καὶ τιμητὴ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, νὰ γίνει ἡ ἀφορμὴ σὲ ὅλους μας, γιὰ νὰ μελετοῦμε τὰς βίβλους, «ὄσαι τῶν θείων εἰσὶν ἐκφαντορικαὶ δογμάτων καὶ διδαγμάτων καὶ πλήρεις πνευματικῶν ἐλλάμψεων καὶ χαρίτων», γιὰ νὰ ἀναφωνοῦμε ἀνανεωμένοι πνευματικὰ καὶ μὲ βεβαιότητα, μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Πέτρο: «Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις». (Ἰωάν.6,68)
Σάββας Ἠλιάδης

Δευτέρα, Μαρτίου 06, 2017

Οἱ ἐλαφριές ἁμαρτίες

Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης

Σταχυολόγηση καί διασκευή κειμένου ἀπό τά “Πνευματικά Γυμνάσματα” τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου





Ἄς σκεφτοῦμε τ’ ἁμαρτήματα ἐκεῖνα πού ὀνομάζουν μερικοί “ἐλαφριά”, καί πού δέν εἶναι βέβαια θανάσιμα, ἔχουν ὅμως κάποιο βάρος ἐνοχῆς. Σ’ αὐτά πέφτουμε ἄλλοτε ἀπό ἀπροσεξία καί ἄγνοια, ἄλλοτε ἀπό χαυνότητα καί ἀσθενική θέληση καί ἄλλοτε συνειδητά, μέ ἀπόλυτη γνώση καί θέληση. Στήν τελευταία περίπτωση ὑπάρχει τό μεγαλύτερο βάρος ἐνοχῆς.

Ἕνα ἁμάρτημα θεωρεῖται ἐλαφρό, ὅταν συγκριθεῖ μέ μιά θανάσινη ἁμαρτία. Δέν εἶναι ὅμως ἐλαφρό, ὅταν τό δοῦμε μεμονωμένο καί καθεαυτό. Π.χ. Μιά λίμνη λέγεται μικρή, ὅταν συγκριθεῖ μέ μιά μεγάλη θάλασσα. Ἀλλ’ αὐτή καθεαυτή δέν εἶναι μικρή, γιατί περιέχει πολύ νερό. Ἔτσι καί ἡ ἐλαφριά ἁμαρτία μπροστά σέ μιά θανάσιμη ἁμαρτία φαίνεται μικρή.

Ἀλλά καί αὐτή μόνη της εἶναι ἕνα μεγάλο κακό. Ἐπειδή καί ἡ μικρή ἁμαρτία καί ἡ μεγάλη εἶναι ἐξίσου παράβαση τοῦ θείου νόμου, ὅπως ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «Πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν καί τήν ἀνομίαν ποιεῖ, καί ἡ ἁμαρτία ἐστίν ἀνομία» (Α΄ Ἰω. 3, 4). Καί ἐπειδή, κατά τόν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο, ὅποιος τηρήσει ὅλο τό νόμο, σφάλλει ὅμως σ’ ἕνα μόνο, γίνεται παραβάτης ὅλου τοῦ νόμου: «Ὅστις ὅλον τόν νόμον τηρήσῃ πταίσῃ δέ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος» (Ἰακ. 2, 10).

Λοιπόν, ἀγαπητοί μου, πῶς μποροῦμε νά θεωροῦμε μικρά τά συνηθισμένα ἁμαρτήματά μας, ὅπως εἶναι τά «ἀθῶα» ψέματα, ὁ θυμός, ἡ ἀνευλάβεια στήν ἐκκλησία, ἡ λύπη καί ἡ μικροζήλεια γιά τά καλά τοῦ διπλανοῦ μας, ἡ ἀργολογία, τά πολλά ἀστεῖα καί γέλια καί πειράγματα, ὁ χορτασμός τῆς κοιλιᾶς, ὁ στολισμός τοῦ σώματος καί τόσα ἄλλα; Πῶς εἶναι δυνατό νά λογαριάζουμε σάν μικρά αὐτά τά ἁμαρτήματα, πού θά τρομάζαμε ἄν γνωρίζαμε ὅλο τό βάρος τους; Ἄς μή νομίζουμε ὅτι μ’ αὐτά δέν ἐναντιωνόμαστε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί δέν χάνουμε τή θεία δόξα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

Βρισκόμαστε σέ πλάνη ἄν πιστεύουμε, π.χ., ὅτι τό συγγνωστό ἁμάρτημα τῆς ἀργολογίας δέν κακοφαίνεται στό Θεό, τή στιγμή πού εἶναι σαφής ὁ λόγος Του: «Λέγω δέ ὑμῖν ὅτι πᾶν ρῆμα ἀργόν ὅ ἐάν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περί αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρα κρίσεως· ἐκ γάρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καί ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ» (Ματθ. 12, 36).

Πῶς μποροῦμε ἀκόμα νά ποῦμε, ὅτι δέν ἐναντιωνόμαστε στό θεῖο θέλημα μέ τά ἄτακτα γέλια μας, τή στιγμή πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὄχι μόνο δέν γέλασε ποτέ σάν ἄνθρωπος, ἄλλα καί τέσσερις φορές ἔκλαψε καί μέ τό στόμα Του μᾶς προειδοποίησε «οὐαί ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καί κλαύσετε;» (Λουκ. 6, 25). Ὁ Μέγας Βασίλειος μάλιστα ὅρισε καί κανόνα ἀφορισμοῦ μιᾶς ἑβδομάδας γιά τό μοναχό ἤ τή μοναχή πού θά γελάσει ἤ θά πεῖ ἄπρεπα καί ἀστεῖα λόγια: «Εἰ τις εὐτράπελα φθέγγεται ἤ γέλωτα ἀπρεπῆ, ἀφοριζέσθω ἑβδομάδα μίαν» (Ἐν τοῖς Ἐπιτιμ. τῶν κανονικῶν).

Πῶς μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι δέν εἶναι ἀντίθετα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ τά ψέματα καί τά φαγοπότια, τή στιγμή πού ὁ Κύριος προειδοποιεῖ ὅτι θ’ ἀφανίσει ὅλους τους ψεῦτες – «ἀπολεῖς πάντας τούς λαλούντας τό ψεῦδος» (Ψαλμ. 5, 7) – καί καταριέται τούς χορτασμένους – «οὐαί ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε;» (Λουκ. 6, 25).

Καί γιά νά μιλήσουμε γενικά, πῶς μποροῦμε νά ἰσχυριστοῦμε πώς τά μικρά ἁμαρτήματα δέν μᾶς ἀφαιροῦν τήν ἀρετή καί τή Θεία Χάρη, ὅταν τό Ἅγιο Πνεῦμα λέει ἀλληγορικά μέ τό στόμα τοῦ Ἐκκλησιαστῆ «μυῖαι θανατοῦσαι σαπριοῦσι σκευασίαν ἐλαίου ἡδύσματος;» (10, 1). Κι αὐτό οἱ Πατέρες τό ἑρμηνεύουν ἔτσι: Οἱ μῦγες, ὅταν πετᾶνε πάνω ἀπό ἕνα ἀρωματικό μῦρο χωρίς νά σταματᾶνε πάνω του, δέν τό ἀλλοιώνουν. Ὅταν ὅμως σταθοῦν καί πέσουν μέσα καί ψοφήσουν, τό βρωμίζουν καί χαλᾶνε τήν εὐωδία του. Ἔτσι καί οἱ μικρές ἁμαρτίες, ὅταν δέν σταματᾶνε πολύ σέ μιά εὐλαβική κι ἐνάρετη ψυχή, δέν τῆς προξενοῦν τόσο μεγάλη ζημιά. Ὅταν ὅμως σταθοῦν πολύ, τότε ἡ ψυχή ἀρχίζει νά κλίνει μέ τή θέλησή της σ’ αὐτές, ὁπότε τῆς ἀφαιροῦν τήν καθαρότητα τῆς ἀρετῆς καί τήν εὐωδία τῆς Θείας Χάριτος, καί τήν ἐμποδίζουν νά φτάσει στήν τελειότητα. Τά ἁμαρτήματα αὐτά κάνουν βδελυκτή τήν ψυχή στό Θεό. Γιατί ἄν μόνο μιά σκέψη ἀδικίας εἶναι βδελυκτή καί μισητή στό Θεό – «βδέλυγμα Κυρίῳ λογισμός ἄδικος» (Παρ. 15, 26) – κι ἄν μόνο οἱ κακοί λογισμοί χωρίζουν τήν ψυχή ἀπό τό Θεό – «σκολιοί λογισμοί χωρίζουσιν ἀπό Θεοῦ» (Σοφ. Σπολ. 1, 3) – πόσο μᾶλλον χωρίζεται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἡ ταλαίπωρη ψυχή πού ἁμαρτάνει;

Πρέπει λοιπόν ν’ ἀποφεύγουμε καί τίς ἁμαρτίες πού θεωροῦνται μικρές. Γιατί θέλοντας ἀπό τή μιά μεριά νά εὐαρεστήσουμε τό Θεό, καί πέφτοντας ἀπό τήν ἄλλη στά «ἐλαφρά» αὐτά ἁμαρτήματα, πού εἶναι τόσο μισητά στό Θεό, εἶναι σάν νά θέλουμε νά ἑνώσουμε τόν οὐρανό μέ τόν ἅδη, τό σκοτάδι μέ τό φῶς, τή φωτιά μέ τό νερό καί τήν ἁγιότητα μέ τήν κακία. Οἱ ἁμαρτίες αὐτές, ὅσο μικρές κι ἄν φαίνονται, ἔχουν σοβαρή βαρύτητα, ἀφοῦ προσβάλλουν τόν ἅγιο Θεό. Γιατί καί τό μεγαλύτερο κακό πού ἀναφέρεται στά κτίσματα, εἶναι ἀσύγκριτα μικρότερο ἀπό ἐκεῖνο πού ἀναφέρεται στόν Κτίστη.

Ἄς ντραποῦμε λοιπόν, πού δεχθήκαμε στήν καρδιά μας χωρίς ἀντίρρηση ὅσα δέν θέλει ὁ Θεός. Ἄς ἀποστραφοῦμε χίλιες φορές τήν ὀλιγωρία πού δείξαμε ὡς τώρα στήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν Του, καί ἄς ἀποφασίσουμε ὄχι μόνο νά μήν κάνουμε τέτοια μικρά ἁμαρτήματα, ἀλλά νά βγάλουμε τελείως ἀπό τήν καρδιά μας κάθε κλίση σ’ αὐτά. Κι ἄν πέσουμε καμιά φορά, ἀπό ἀσθένεια τῆς φύσεως καί τῆς θελήσεώς μας, νά μήν ἀφήσουμε τήν καρδιά μας νά τ’ ἀγαπήσει, ἀλλά γρήγορα νά τά μισήσουμε, νά μετανοήσουμε, νά ἐξομολογηθοῦμε καί νά παρακαλέσουμε τό Θεό νά μᾶς δυναμώσει μέ τή χάρη Του γιά νά μήν ξαναπέσουμε.

Ἄς σκεφτοῦμε τώρα τό πλῆθος τῶν κακῶν πού προξενοῦν στήν ψυχή μας οἱ «ἐλαφριές» ἁμαρτίες. Ὅπως μιά ἀρρώστια, ἔστω καί ἀσήμαντη, ἐξασθενίζει τό σῶμα, ἔτσι καί οἱ μικρές ἁμαρτίες ἐξασθενίζουν τήν ψυχή καί τῆς ἀφαιροῦν κάτι ἀπό τήν προθυμία της γιά τό καλό. Κάθε ἁμαρτία, ὅσο μικρή κι ἄν φαίνεται, μᾶς χωρίζει ἀπό τό Χριστό, ὅπως ἀναφέρει καί ὁ προφήτης: «Τά ἁμαρτήματα ὑμῶν διιστῶσιν ἀναμέσον ὑμῶν καί ἀναμέσον τοῦ Θεοῦ» (Ἠσ. 59, 2). Ἀκόμα καί τό μικρό, τό συγγνωστό ἁμάρτημα ψυχραίνει τήν ἀγάπη, νεκρώνει τήν εὐλάβεια, ξηραίνει τήν κατάνυξη, στεγνώνει τά δάκρυα, μαραίνει τή μετάνοια καί δέν ἀφήνει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ νά μᾶς ἐπισκεφθεῖ. Τό μεγαλύτερο ὅμως κακό εἶναι, ὅτι ἀπό τά μικρά αὐτά ἁμαρτήματα θά προχωρήσουμε γρήγορα καί στά μεγάλα, στά θανάσιμα, πού καταστρέφουν τελείως τόν ταλαίπωρο ἄνθρωπο. Πρῶτο, γιατί ἀδυνατίζουν τίς καλές ἕξεις τῆς ψυχῆς· δεύτερο, γιατί ἐμποδίζουν τήν ἐνίσχυση καί ἐνδυνάμωσή μας ἀπό τό Θεό· καί τρίτο, γιατί συνηθίζουν τή θέλησή μας νά κλίνει εὔκολα στό κακό.

Ἄς δοῦμε τώρα, πῶς ἀπό τά μικρά ἁμαρτήματα περνάει κανείς στά μεγάλα.

Μικρό μᾶς φαίνεται, π.χ., νά κοιτάξουμε ἀπρόσεκτα ἕνα ὄμορφο πρόσωπο. Ἄς μετρήσουμε ὅμως τίς ἁμαρτίες, πού γεννιοῦνται ἀπ’ αὐτό. Ἡ παρατήρηση τῆς ὀμορφιᾶς τοῦ προσώπου ἐκείνου γέννησε τήν προσβολή· ἡ προσβολή τόν ἡδονικό συνδυασμό· ὁ συνδυασμός τή συγκατάθεση· ἡ συγκατάθεση τήν πτώση· ἡ πτώση τή συνήθεια· ἡ συνήθεια τήν ἕξη· ἡ ἕξη τήν ἀνάγκη· ἡ ἀνάγκη τήν ἀπελπισία· ἡ ἀπελπισία τήν κόλαση! Βλέπεις, ἀπ’ αὐτό μονάχα τό παράδειγμα, τί μακριά ἁλυσίδα ἁμαρτιῶν γεννοῦν ἐκεῖνα, πού ἐσύ ὀνομάζεις ἐλαφρά ἁμαρτήματα; Γιατί ὅποιος δέν ὑπολογίζει τά μικρά, πέφτει καί στά μεγάλα, ὅπως λέει τό Ἅγιο Πνεῦμα στή Σοφία Σειράχ: «Ὁ ἐξουθενῶν τά ὀλίγα κατά μικρόν πεσεῖται» (19, 1).

Ἡ ὠφέλεια τῆς νηστείας

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος
 


Πολλοὶ χριστιανοί, ἀγνοώντας τή μεγάλη ὠφέλεια τῆς νηστείας, τήν τηροῦν μέ δυσφορία ἤ καί τήν ἀθετοῦν. Καί ὅμως, τή νηστεία πρέπει νά τή δεχόμαστε μέ χαρά, ὄχι μέ βαρυγγώμια ἤ φόβο. Γιατί δέν εἶναι σ’ ἐμᾶς φοβερή, ἀλλά στούς δαίμονες. Φέρτε την μπροστά σ’ ἕναν δαιμονισμένο, καί θά παγώσει ἀπό τό φόβο, θά μείνει ἀκίνητος σάν πέτρα, θά δεθεῖ μέ δεσμά ἀόρατα, ὅταν μάλιστα δεῖ νά τή συνοδεύει ἡ ἀδελφή της καί ἀχώριστη συντρόφισσά της, ἡ προσευχή. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός εἶπε: «Τό δαιμονικό γένος δέν βγαίνει ἀπό τόν ἄνθρωπο, στόν ὁποῖο ἔχει μπεῖ, παρά μόνο μέ προσευχή καί νηστεία» (Ματθ. 17:21)

Ἀφοῦ λοιπόν, ἡ νηστεία διώχνει μακριά τοὺς ἐχθρούς τῆς σωτηρίας μας καί εἶναι τόσο φοβερή στούς δυνάστες τῆς ζωῆς μας, πρέπει νά τήν ἀγαπᾶμε καί ὄχι νά τή φοβόμαστε. Ἄν κάτι πρέπει νά φοβόμαστε, αὐτό εἶναι ἡ πολυφαγία, προπαντός ὅταν συνδυάζεται μέ τή μέθη. Γιατί αὐτή μᾶς δένει πισθάγκωνα καί μᾶς σκλαβώνει στά τυραννικά πάθη, ἐνῶ ἡ νηστεία, ἀπεναντίας, μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τήν τυραννία τῶν παθῶν καί μᾶς χαρίζει τήν πνευματική ἐλευθερία. Ὅταν, λοιπόν, καί ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μας πολεμάει κι ἀπό τή δουλεία μᾶς λυτρώνει καί στήν ἐλευθερία μᾶς ξαναφέρνει, ποιάν ἄλλη ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης της χρειαζόμαστε;

Δέν εἶναι μόνο οἱ μοναχοί πού ἔχουν σ’ ὅλη τους τήν ἰσάγγελη ζωή σύντροφο τή νηστεία, μά καί πολλοί κοσμικοί χριστιανοί, πού μέ τά φτερά της ἔχουν ἀνέβει κι αὐτοί σέ ὕψη οὐράνιας φιλοσοφίας.

Σᾶς θυμίζω πώς οἱ δύο κορυφαῖοι προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Μωυσῆς καί ὁ Ἠλίας, μολονότι καί ἀπό ἄλλες ἀρετές εἶχαν πολλή παρρησία στόν Θεό, ὅποτε ἤθελαν νά μιλήσουν μαζί Του, στή νηστεία κατέφευγαν. Αὐτή τούς ὁδηγοῦσε κοντά στόν Κύριο…

…“Τὴ φοβόμαστε” θά πεῖς, “γιατί φθείρει καί ἐξασθενίζει τό σῶμα”. Θά μποροῦσα νά σου ἀπαντήσω ὅτι τόσο ὁ ἐξωτερικός ἄνθρωπος, δηλαδή τό σῶμα, φθείρεται, τόσο ὁ ἐσωτερικός, δηλαδή ἡ ψυχή, μέρα μέ τή μέρα ἀνανεώνεται (πρβλ. Β΄ Κορ. 4:16). Ἀπό τό ἄλλο μέρος, ὅμως, ἄν θελήσεις νά ἐξετάσεις καλά τό πράγμα, θά διαπιστώσεις πώς ἡ νηστεία περιφρουρεῖ καί τή σωματική ὑγεία. Κι ἄν δέν πιστεύεις στά λόγιά μου, ρώτησε τούς γιατρούς, καί καλύτερα θά σοῦ τά ποῦν αὐτοί, πού ὀνομάζουν τήν ὀλιγοφαγία μητέρα τῆς ὑγείας, ἐνῶ ἀπεναντίας, λένε πώς ἀπό τήν πολυφαγία προέρχονται πάρα πολλές ἀρρώστιες, οἱ ὁποῖες, σάν αὐλάκια νεροῦ πού πηγάζουν ἀπό μολυσμένη πηγή, καταστρέφουν τό σῶμα.

Ἄς μή φοβώμαστε, λοιπόν, τή νηστεία, πού ἀπό τόσα κακά μᾶς ἀπαλλάσσει. Αὐτό δέν τό λέω χωρίς λόγο. Βλέπω πολλούς ἀνθρώπους νά ρίχνονται ἀσυγκράτητα στό φαγητό καί τό πιοτό τόσο πρίν ὅσο μετά τή νηστεία, καταστρέφοντας τήν ὠφέλειά της. ‘Έτσι, δηλαδή, γίνεται στήν ψυχή ὅ,τι καί σ’ ἕνα ἄρρωστο σῶμα, πού, μόλις ἀρχίσει νά συνέρχεται καί κάνει νά σηκωθεῖ ἀπό τό κρεβάτι, τοῦ δίνει κάποιος μία δυνατή κλωτσιά καί τό ρίχνει κάτω χειρότερα.

Κάτι τέτοιο λοιπόν, γίνεται καί στήν ψυχή μας, ὅταν πρίν ἤ μετά τή νηστεία ἐπισκιάσουμε τή νηφαλιότητα, πού χαρίζει αὐτή, μέ τό σκοτισμό, πού φέρνει ἡ κραιπάλη. Ἀλλά καί ὅταν νηστεύουμε, δέν φτάνει ἡ ἀποχή ἀπό ὁρισμένες τροφές, γιά νά ὠφεληθοῦμε ψυχικά. Ὑπάρχει κίνδυνος, τηρώντας τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας, νά μήν κερδίσουμε τίποτα. Πῶς; Ὅταν μένουμε μακριά ἀπό τά φαγητά, δέν μένουμε ὅμως μακριά ἀπό τήν ἁμαρτία· ὅταν δέν τρῶμε κρέατα, τρῶμε ὅμως τό βιός τῶν φτωχῶν· ὅταν δέν μεθᾶμε μέ κρασί, μεθᾶμε ὅμως μέ τήν πονηρή ἐπιθυμία· ὅταν περνᾶμε τή μέρα νηστικοί, βλέποντας ὅμως αἰσχρά θεάματα. Ἔτσι ἡ νηστεία μας εἶναι ἀνώφελη.

Γι’ αὐτό ἄς τή συνδυάσουμε μέ τόν πόλεμο ἐναντίον τῶν παθῶν, μέ τήν ἐγκράτεια ἀπό κάθε ἁμάρτημα, μέ τήν προσευχή καί τόν πνευματικό ἀγώνα. Ἔτσι μόνο θά ἔχει καρπούς καί θά εἶναι μία θυσία εὐάρεστη στό Θεό.

Η δικαιολογία δεν έχει θέση στην ζωή των Χριστιανών




» Η δικαιολογία δεν έχει θέση στην ζωή των χριστιανών και δεν είναι σημειωμένη πουθενά στη διδασκαλία του Χριστού.
» Εάν δεν έχεις καρδιακή ησυχία, έχε τουλάχιστον ήσυχη την γλώσσα σου.
» Εάν δεν μπορείς να βάλεις σε τάξη και πειθαρχία τους λογισμούς σου, τουλάχιστον κράτησε σε ευταξία τις σωματικές σου αισθήσεις.
» Εάν δεν είσαι μόνος κατά την διάνοια σου, τουλάχιστον να είσαι μόνος σωματικά.» Εάν δεν μπορείς να εργαστείς σωματικά, να έχεις τουλάχιστον την κατά Θεόν λύπη.
» Εάν δεν μπορείς να ξαγρυπνήσεις όρθιος, αγρύπνησε στο κρεβάτι σου, καθήμενος ή ξαπλωμένος.
» Εάν δεν μπορείς να κάνεις διήμερη νηστεία, νήστεψε ως το βράδυ, ή, τουλάχιστον, φυλάξου να μην χορτάσεις το στομάχι σου.
» Δεν έχεις άγια καρδιά; Κράτησε αγνό το σώμα σου.
» Εάν δεν μπορείς να δώσεις ελεημοσύνη, λάλει ως αμαρτωλός.
» Αν δεν είσαι ειρηνοποιός, τουλάχιστον να μην αγαπάς την ταραχή.
» Εάν δεν μπορείς να γίνεις σπουδαίος άνθρωπος, τουλάχιστον να έχεις άοκνο(ακούραστο) φρόνημα.
Αββάς Ισαάκ ο Σύρος
Vimaorthodoxias

Τρίτη, Φεβρουαρίου 28, 2017

Ἡ καθαρότης τῆς Ὀρθοδοξίας Ἅγ. Φώτιος ὁ Μέγας



Ἡ καθαρότης τῆς Ὀρθοδοξίας
 29. Αὐτὴ εἶναι ἡ καθαρὴ καὶ γνήσια ὁμολογία τῆς πίστεως ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν· αὐτὴ εἶναι ἡ θεόσοφη μυσταγωγία τῆς ἄχραντης καὶ ἀληθινῆς θρησκείας μας καὶ τῶν σεπτῶν μυστηρίων της· ἔχοντας φρόνημα, πίστι καὶ διαγωγὴ σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴν ὁμολογία ἕως τὴν δύσι τοῦ βίου, βαδίζομε γρήγορα πρὸς τὴν ἀνατολὴ τοῦ νοητοῦ ἡλίου, γιὰ ν’ ἀπολαύσωμε δυνατώτερα καὶ τελειότερα τὴν ἀπὸ ἐκεῖ ἐρχόμενη ἀνέσπερη αὐγὴ καὶ λαμπρότητα. Αὐτὴν ταιριάζει ν’ ἀποδέχεται καὶ νὰ τιμᾶ καὶ ἡ θεοφρούρητη σύνεσίς σας, ποὺ ἤδη ἀτενίζει πρὸς τὴν ἰδική μας θρησκευτικὴ κληρονομιά, μὲ εἰλικρινῆ διάθεσι, εὐθύτητα γνώσεως καὶ ἀδίστακτη πίστι, καὶ νὰ μὴ ἀποκλίνη ἀπ’ αὐτὴν οὔτε στὸ ἐλάχιστο οὔτε πρὸς τὰ δεξιὰ οὔτε πρὸς τ’ ἀριστερά· διότι τοῦτο εἶναι τῶν ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, τοῦτο εἶναι τὸ δίδαγμα τῶν πατέρων, τοῦτο εἶναι τὸ φρόνημα, τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων.
Γι’ αὐτὸ ὄχι μόνο ἐσὺ ὁ ἴδιος πρέπει νὰ φρονῆς καὶ νὰ πιστεύης κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀλλὰ νὰ καθοδηγῆς στὸ ἲδιο φρόνημα τῆς ἀληθείας καὶ τοὺς ὑπηκόους σου καὶ νὰ τοὺς καταρτίζης στὴν ἴδια πίστι, καὶ τίποτε ἄλλο νὰ μὴ θεωρῆς πολυτιμότερο ἀπὸ τέτοια σπουδὴ καὶ ἐπιμέλεια. Διότι τοῦ ἀληθινοῦ ἄρχοντος καθῆκον εἶναι νὰ μὴ φροντίζη μόνο γιὰ τὴ δική του σωτηρία, ἀλλὰ ν’ ἀξιώνη παρόμοιας προνοίας καὶ τὸν λαὸ ποὺ τοῦ ἔχει ἀνατεθῆ, νὰ τὸν χειραγωγῆ καὶ νὰ τὸν προσκαλῆ στὴν ἴδια τελειότητα τῆς θεογνωσίας.
Μὴ λοιπὸν κάμης νὰ διαψευσθοῦν οἱ ἐλπίδες μας, τὶς ὁποῖες ἐπέτρεψε νὰ σχηματίσωμε ἡ πρὸς τὰ καλὰ ροπὴ καὶ προσοχή σου, μήτε νὰ καταστήσης ματαίους τοὺς κόπους καὶ ἀγῶνες, ποὺ μὲ χαρὰ ἀναλάβαμε χάριν τῆς σωτηρίας σας, μήτε νὰ δεχθῆς ὅτι ἄρχισες μὲν μὲ προθυμία νὰ δέχεσαι τοῦ θείου κηρύγματος τοὺς λόγους, μετέβαλες δὲ τὴν προθυμία σὲ ραθυμία· ἀλλὰ διατήρει ἀνεξάλειπτη τὴν χαρὰ κι εὐφροσύνη μου γιὰ σένα, παρέχοντας ὅμοιο μὲ τὴν ἀρχὴ τὸ τέλος, σύμφωνο τὸν βίο μὲ τὴν πίστι, καὶ τὴν ἐξουσία σου νὰ φαίνεται καὶ νὰ ὀνομάζεται κοινὸ ἀγαθό τοῦ γένους καὶ τῆς πατρίδος.
30. Ἀλλὰ τώρα πρόσεξε, σὲ παρακαλῶ, φιλόχριστε καὶ πνευματικὲ υἱέ μας, καὶ ὅ,τι ἄλλο ἔνδοξο καὶ καλὸ καὶ ἄξιο στοργῆς ὄνομα ὑπάρχει γιὰ σένα· πρόσεξε, πόσες ἐπιθέσεις ὠργάνωσε ὁ Πονηρὸς ἐναντίον τῆς εὐσεβοῦς καὶ μόνης ἀληθινῆς θρησκείας τῶν Χριστιανῶν, ἐπινοώντας διάφορες αἱρέσεις καὶ στάσεις, μάχες καὶ πολέμους. Πρόσεξε ἐπίσης καὶ τοῦτο, πῶς αὐτὴ τὶς ἀντέκρουσε ὅλες καὶ ἔστησε λαμπρὰ τρόπαια ἐναντίον ὅλων τῶν ἀντιπάλων.
Καὶ μὴ ἀπορήσης, καθὼς θ’ ἀναλογίζεσαι τὶς ἐναντίον της ἐπινοήσεις καὶ ἐπιβουλές. Διότι, πρῶτα, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνη τόσο περίοπτη καὶ δυνατὴ καὶ ἐπίσημη διὰ τῆς νίκης, ἂν δὲν συγκρουόταν μαζί της κανένας ἐχθρός· κι’ ἔπειτα εἶναι εὔκολο νὰ ἀντιληφθοῦμε κι ἐκεῖνο, ὅτι ὅπου ὁ Πονηρὸς πολεμεῖται σφοδρότερα, ἐκεῖ στέλλει κι αὐτὸς μεθοδικώτερα τὰ βέλη τῆς κακίας του καὶ στήνει τὰ πολεμικὰ μηχανήματά του.
Πράγματι στὰ ἄλλα γένη, ἐπειδὴ δὲν ὑφίσταται ἐναντίον του κανένας δυνατὸς πόλεμος, γι’ αὐτὸ δὲν ἐξοπλίζεται οὔτε αὐτὸς ἐναντίον ἐκείνων στὸ Χριστώνυμο ὅμως λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸ ἅγιο ἔθνος, τὸ βασίλειο ἱεράτευμα, ἐπειδὴ ξεσηκώνονται ἀνδρείως καθημερινὰ δυναμωμένοι μὲ τὴν πίστι κατὰ τῶν πονηρῶν πράξεων καὶ μηχανευμάτων του, γι’ αὐτὸ κι ἐκεῖνος καταφέρνει μὲ μύριες ἐπιβουλὲς καὶ μὲ ὅλες τὶς μεθόδους νὰ ὑποτάξη μερικοὺς ἀπ’ αὐτοὺς καὶ ἀγωνίζεται νὰ θλίψη τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἂν καὶ οἱ ἀγῶνες καὶ τὰ πονηρεύματά του καταλήγουν σὲ καταισχύνη.
 31. Ἄλλωστε τὰ ἄλλα ἔθνη ἔχουν ἀδιάκριτα καὶ συγκεχυμένα τὰ δογματικὰ φρονήματα, δὲν ἔχουν τίποτε καθαρὸ καὶ δοκιμασμένο σὲ ἀκρίβεια· γι’ αὐτὸ δὲν φαίνεται σ’ ἐκεῖνα οὔτε ἡ ὀρθοδοξία οὔτε ἡ διαστροφή. Στὴν καθαρώτατη ὅμως καὶ ἁγιώτατη πίστι τῶν Χριστιανῶν ποὺ ἔχει μεγάλη ἀκρίβεια, λόγω τῆς εἰλικρίνειας καὶ τῆς εὐθύτητος, τῆς ἐξάρσεως καὶ τῆς ἀκεραιότητος, ὅταν ἐπιχειρήση κανεὶς νὰ εἰσφέρη καὶ μικρὸ δεῖγμα διαστροφῆς ἢ καινοτομίας, ἀμέσως καταφαίνεται καὶ διακρίνεται ἡ διαστροφὴ καὶ νοθεία μὲ τὴν παράθεσι τῆς ἀληθείας καὶ τοῦ ὀρθοῦ λόγου, καὶ ἡ εὐγένεια τῶν εὐσεβῶν δογμάτων δὲν ἀνέχεται καθόλου οὔτε γιὰ λίγο τὸ νόθο γέννημα, οὔτε κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια ὀνομασία μάλιστα.
Πράγματι, ὅπως στὴν περίπτωσι τῶν διακρινομένων γιὰ τὴν ὠμορφιά τους σωμάτων καὶ μία μικρὴ κηλίδα ποὺ θὰ σχηματισθῆ διακρίνεται καὶ παρατηρεῖται γρήγορα κατόπιν τῆς συγκρίσεως μὲ τὴν ἄλλη ὠμορφιά τοῦ σώματος, ἐνῶ στὴν περίπτωσι τῶν ἀσχημοπροσώπων ἀνθρώπων δὲν μποροῦν νὰ διακριθοῦν εὔκολα τὰ ἐπισυναπτόμενα σημεῖα τῆς ἀσχημοσύνης (διότι κρύβονται στὰ συγγενῆ καὶ ὅμοια στοιχεῖα τῆς ἀμορφίας), ἔτσι καὶ στὴν περίπτωσι τῆς πραγματικὰ ὡραιοτάτης καὶ ὑπέρλαμπρης θρησκείας καὶ πίστεως τῶν Χριστιανῶν, ἀκόμα καὶ τὸ μικρότερο στοιχεῖο της ἂν ἐκτρέψη κανείς, προκαλεῖ μεγάλη ἀσχημοσύνη κι’ αὐτὸ δέχεται ἀμέσως τὸν ἔλεγχο·τὰ ἄλλα δὲ δόγματα τῶν ἐθνῶν, ἐπειδὴ εἶναι γεμάτα ἀκοσμία καὶ ἀσχήμια, δὲν ἐπιτρέπουν στοὺς ὀπαδοὺς των νὰ λάβουν καμμιὰ συναίσθησι τῆς πρόσθετης ἄσχημοσυνης.
32. Ὄχι δὲ σ’ αὐτὰ μόνο, ἀλλὰ καὶ στὴν περίπτωσι ὅλων τῶν ἄλλων τεχνῶν καὶ ἐπιστημῶν εἶναι δυνατὸ νὰ παρατηρήσωμε τὸ ἲδιο. Στὶς ἀκριβέστατες, εὔκολα γίνεται φανερὸ καὶ τὸ μικρότερο ψεγάδι· στὶς προστυχότερες ὅμως, πολλὰ παραβλέπονται καὶ δὲν θεωροῦνται κἂν ἐλάττωμα. Κι’ ἂν θέλης, στοὺς ἄρχοντες καὶ γενικὰ τοὺς εὑρισκομένους σὲ κάποια ἐξουσία, καὶ μάλιστα σ’ ἐκείνους ποὺ ἀσκοῦν σὲ περισσοτέρους τὴν ἐξουσία τους, καὶ τὸ παραμικρότερο ἐλάττωμα ἐξογκώνεται, διαδίδεται παντοῦ καὶ γίνεται περιβόητο σὲ ὅλους· ἐνῶ στοὺς ἀρχομένους καὶ ταπεινοτέρους πολλὰ παρόμοια πταίσματα δὲν γίνεται γνωστὸ οὔτε ὅτι ἐπράχθηκαν, κρύβονται καὶ διαφεύγουν, ἀφοῦ σβήνονται ἀπὸ τὴν μικρότητα καὶ εὐτέλεια τοῦ ἁμαρτήσαντος.
 33. Ὅσο λοιπὸν ἡ πίστις καὶ λατρεία τῶν Χριστιανῶν, κατὰ τὸ μέγεθος καὶ τὴ δύναμι, τὸ κάλλος καὶ τὴν ἀκρίβειά της, τὴν καθαρότητα καὶ κάθε ἄλλη τελειότητα εἶναι ὑψηλότερα ἀπὸ τὰ θρησκεύματα τῶν ἐθνῶν, τόσο ἐρεθίζεται ὁ Πονηρὸς στὸν ἐναντίον της πόλεμο καὶ τόσο ἐπίσης καταφαίνονται ἀμέσως τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀφρόνων καὶ κακοβούλων ἀνθρώπων καὶ οὔτε μποροῦν ν’ ἀποκρυβοῦν ἔστω καὶ γιὰ λίγον καιρὸ οὔτε νὰ εὕρουν ὑπεκφυγή. Ἀλλ’ ὅμως ἡ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴπαμε πρὸ ὀλίγου, καθιστᾶ σαθρὰ καὶ ἄπρακτα ὅλα τὰ μηχανήματα τοῦ Πονηροῦ, ἢ μᾶλλον τὰ ἐπαναφέρει ἐναντίον ἐκείνου ποὺ τὰ κατασκευάζει καὶ εὔκολα καταρρίπτει τὴν βλασφημία καὶ καταισχύνει τὴν ἀναισχυντία τῶν αἱρεσιαρχῶν· διατηρεῖ ἀκαταμάχητη καὶ ἀήττητη τὴν δύναμί της καὶ στολίζεται διαπαντὸς μὲ θριάμβους καλοὺς καὶ σωστικοὺς γιὰ τὸν κόσμο.

“Ἐπιστολὴ πρὸς Βούλγαρον Ἡγεμόνα”
Μετάφραση : Παν. Κ. Χρήστου.
Περιοδικό “Ἐποπτεία”, Φεβρουάριος 1992, Ἀθήνα

Ὁ Χριστὸς προσκαλεῖ τὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή. Ἅγιος Τύχων Ζαγκόρσκ


 Γιατὶ μὲ ἐγκατέλειψες, ἄνθρωπε; Γιατὶ ἀποστράφηκες ἀπὸ τὸν ἀγαπήσαντά σε; Γιατὶ πάλιν ἑνώθηκες μὲ τὸν ἐχθρό μου; Θυμήσου πώς κατέβηκα γιά σένα ἀπὸ τοὺς οὐρανούς. Θυμήσου πώς ἔγινα γιά σένα σάρκα. Θυμήσου πώς γεννήθηκα γιά σένα ἀπὸ τὴν Παρθένο. Θυμήσου πώς ἔγινα γιά σένα βρέφος. Θυμήσου πώς ταπεινώθηκα γιά σένα. Θυμήσου πώς ἐφτώχυνα γιά σένα. Θυμήσου πώς ἔζησα γιά σένα ἐπὶ τῆς γῆς. Θυμήσου πώς ὑπέμεινα γιά σένα διωγμούς.
Θυμήσου πώς ἀποδέχτηκα, γιά σένα, τὶς κακολογίες,τὶς ὕβρεις, τὶς ἀτιμώσεις, τὶς πληγές, τοὺς ἐμπτυσμούς,τοὺς κολαφισμούς, τὶς κοροϊδίες καὶ τὶς καταδίκες. Θυμήσου πώς γιά σένα «μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθην». Θυμήσου πώς γιά σένα ἔλαβα τὸν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Θυμήσου πώς γιά σένα ἐνταφιάστηκα. Κατέβηκα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς γιά νά σὲ ἀνεβάσω στούς οὐρανούς. Ταπεινώθηκα γιά νά σὲ ὑψώσω. Ἐπτώχευσα γιά νά σὲ πλουτίσω. Ἀτιμάστηκα γιά νά σὲ δοξάσω. Πληγώθηκα γιά νά σὲ ζωντανέψω.
Ἐσὺ ἔκανες τὴν ἁμαρτία, καὶ Ἐγὼ πῆρα αὐτὴ τὴν ἁμαρτία ἐπάνω μου. Ἐσὺ φταῖς, καὶ Ἐγὼ ἐκτελέστηκα. Ἐσὺ εἶσαι ὀφειλέτης, καὶ Ἐγὼ πλήρωσα τὸ χρέος. Ἐσὺ καταδικάστηκες σὲ θάνατο, καὶ Ἐγὼ πέθανα γιά σένα.
Μὲ προσέλκυσε νά τὸ κάνω ἡ ἀγάπη μου καί ἡ εὐσπλαχνία μου. Δέν μπόρεσα νά ἀντέξω νά ὑποφέρεις, εὑρισκόμενος σὲ τόση δυστυχία. Καὶ ἐσὺ περιφρονεῖς αὐτὴν τὴν ἀγάπη μου; Ἀντὶ ἀγάπης μοῦ ἀνταποδίδεις τὸ μῖσος. Ἀντὶ Ἐμένα ἀγαπᾶς τὴν ἁμαρτία. Ἀντὶ νά μὲ ὑπηρετεῖς, λειτουργεῖς τὰ πάθη σου. Ἀλλὰ τὶ βρῆκες σὲ Μένα πού θὰ ἔπρεπε νά ἀποφύγεις;
Γιατὶ δέν θέλεις νά ἔρθεις σ΄ Ἐμένα; Ἀναζητᾶς καλὸ γιά τὸν ἑαυτὸ σου; Κάθε καλὸ τὸ ἔχω Ἐγώ. Ἀναζητᾶς τὴν μακαριότητα; Κάθε μακαριότητα τὴν ἔχω Ἐγώ. Ἀναζητᾶς τὴν ὀμορφιά; Τὶ ὑπάρχει πιὸ ὄμορφο ἀπὸ Μένα; Ἀναζητᾶς τὴν εὐγένεια; Ποιός εἶναι  πιὸ εὐγενὴς ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν Παρθένο; Ἀναζητᾶς τὸ ὑψηλό; Τὶ  εἶναι  πιὸ ὑψηλὸ ἀπὸ τὸ Βασιλέα τῶν οὐρανῶν;
Ἀναζητᾶς τὴν δόξα; Ποιός  εἶναι  πιὸ ἔνδοξος ἀπὸ Μένα; Ἀναζητᾶς τὸν πλοῦτο; Ὅλα τὰ πλούτη βρίσκονται σὲ Μένα. Ἀναζητᾶς τή σοφίᾳ; Ἐγὼ εἶμαι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἀναζητᾶς τὴν φιλία; Ποιός  εἶναι  φιλικότερος ἀπὸ Μένα, πού ἔδωσα τὴν ψυχή μου γιά ὅλους σας; Ἀναζητᾶς τὴν βοήθεια; Ποῖος μπορεῖ νά σὲ βοηθήσει ἐκτὸς ἀπὸ Μένα;
Ἀναζητᾶς τὸν γιατρό; Ποιός μπορεῖ νά σὲ θεραπεύσει ἐκτὸς ἀπὸ Μένα; Ἀναζητᾶς τὴν ἀγαλλίαση; Ποιός θὰ σοῦ τὴν δώσει ἐκτὸς ἀπὸ Μένα; Ἀναζητᾶς τὴν παρηγορία μέσα στίς θλίψεις σου; Ποιός θὰ σὲ παρηγορήσει ἐκτὸς ἀπὸ Μένα; Ἀναζητᾶς τὴν ἡσυχία; Σ’ ἐμένα θὰ βρεῖς τὴν ἡσυχία γιά τὴν ψυχή σου. Ἀναζητᾶς τὴν εἰρήνη; Ἐγὼ εἶμαι ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς.
Ἀναζητᾶς τή ζωή; Ἐγὼ ἔχω πηγὴ ζωῆς. Ἀναζητᾶς τὸ φῶς; Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ἀναζητᾶς τὴν ἀλήθεια; Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀλήθεια. Ἀναζητᾶς τὴν ὁδό; Ἐγὼ εἶμαι ἡ ὁδός. Ἀναζητᾶς τὸν ὁδηγὸ στόν  Οὐρανό; Ἐγὼ εἶμαι ὁ πιστὸς ὁδηγός. Λοιπόν, γιατὶ δέν θέλεις νά ἔρθεις σ’ Μένα; Δέν τολμᾶς νά μὲ πλησιάσεις; Ποιός, ἀλήθεια, εἶναι πιὸ εὐπρόσιτος ἀπὸ Μένα; Φοβᾶσαι νά Μὲ παρακαλεῖς; Πότε, ἀλήθεια, ἀρνήθηκα νά πραγματοποιήσω κάτι, ὅταν Μὲ παρακαλέσαν μὲ πίστη;
Δέν σοῦ ἐπιτρέπουν οἱ ἁμαρτίες; Ὅμως Ἐγὼ πέθανα γιά τοὺς ἁμαρτωλούς. Στενοχωριέσαι γιά τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν σου; Ἀλλὰ ἡ εὐσπλαχνία μου εἶναι πιὸ μεγάλη. «Δεῦτε πρὸς Μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς».

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ ΠΕΡΙ EΓΚΡΑΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤHΣ OΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ AΓΙΩΝ ΕIΚΟΝΩΝ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου


Ἀδελφοί καί Πατέρες, τίς ἡμέρες αὐτές πού διερχόμαστε οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀνθρώπους τίς ὀνομάζουν ἑορτές ἐπειδή τρώγουν καί πίνουν κατ᾽ αὐτές ἀπρεπῶς καί μέ ἀκράτεια, μή γνωρίζοντας ὅτι ἀκριβῶς αὐτές τίς ἡμέρες μᾶς παραγγέλεται ἀποχή κρεάτων κι ὄχι νά καταγινώμαστε μέ μέθες κι ἀσωτεῖες πού εἶναι γνώρισμα εἰδωλολατρικῶν ἑορτῶν. Συνήθεια δέ καί γνώρισμα τῶν Χριστιανῶν εἶναι τό νά εἶναι ὀλιγαρκεῖς καί λιτοδίαιτοι, καί τῆς σαρκός πρόνοιαν μή ποιεῖσθαι εἰς ἐπιθυμίας (Ρωμ. ιγ′ 14), ὅπως διδάσκει ὁ Ἀπόστολος. Ἀλλ᾽ ὅμως τό κακό ἐπεκράτησε σάν νόμος, γι᾽ αὐτό ἄγει καί φέρει τόν κόσμο ὅπως θέλει.

Ἐμεῖς ὅμως ἀδελφοί ἄς ἀποφύγουμε τήν ἀκράτεια καί σ᾽ αὐτά ἀκόμη πού μᾶς ἐπιτρέπεται νά καταλύουμε, ἔχοντας ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι ἡ ἀκράτεια εἶναι μητέρα τῆς ἁμαρτίας. Ἐπειδή βέβαια καί ὁ προπάτωρ μας Ἀδάμ, ὅσο ἐγκρατευόταν ἀπό τήν ἀπηγορευμένη βρῶσι στόν Παράδεισο, χαιρόταν καί εὐφραινόταν τρεφόμενος ἀπό τήν παρουσία καί τήν κοινωνία τοῦ Θεοῦ καί τήν μύησι στά μυστήριά Του. Ὅταν ὅμως νικήθηκε ἀπό τήν ἀκράτεια καί γεύθηκε τοῦ ξύλου τῆς παρακοῆς, ἀμέσως ἐξορίσθηκε ἀπό τήν τρυφή τοῦ Παραδείσου κι ἔγινε σ᾽ αὐτόν ἡ ἀκράτεια γεννήτρια τοῦ θανάτου.
Ἔτσι καί οἱ Σοδομίτες, πού ἀπό τήν πολυφαγία ζοῦσαν μέ ἀσέλγεια, ἐπέσυραν τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ πάνω τους, γι᾽ αὐτό καί τούς κατέκαυσε μέ φωτιά καί θειάφι. Μέ τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ Ἠσαῦ, πού δελεάσθηκε ἀπό τά λαίμαργα μάτια του, ἀντί ἑνός γεύματος παρέδωσε τά πρωτοτόκιά του καί μισήθηκε καί ἀποδιώχθηκε. Ἀλλά καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἐκάθισε φαγεῖν καί πιεῖν καί ἀνέστησαν παίζειν (Ἔξ. λβ’ 6).
Τέτοια εἶναι κι αὐτά πού γίνονται αὐτές τίς ἡμέρες· διασκεδάσεις δηλαδή καί μέθες, κραυγές καί πηδήματα δαιμονικά, πού διαρκοῦν ὄχι μόνο κατά τήν ἡμέρα ἀλλά καί κατά τό μεγαλύτερο μέρος τῆς νύκτας. Τόσο μεγάλο κακό εἶναι λοιπόν ἡ ἀκράτεια καί ἀπό αὐτήν εἰσῆλθε στόν κόσμο ὁ θάνατος.
Ἐμεῖς ὅμως, ἀδελφοί ἀγαπημένοι ἀπό τόν Κύριο, ὀφείλουμε νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό πού μᾶς λύτρωσε ἀπό τέτοια μάταια πολιτεία καί διαγωγή καί μᾶς ἔφερε σ᾽ αὐτήν τήν μακαρία ζωή, ὅπου δέν ὑπάρχει ἀκράτεια ἀλλά συμμετρία· οὔτε μέθη ἀλλά νῆψις· οὔτε ταραχή ἀλλά εἰρήνη· οὔτε θόρυβος ἀλλά ἡσυχία· οὔτε αἰσχρολογία ἀλλά εὐχαριστία· οὔτε ἀσέλγεια ἀλλά ἁγνότητα καί ἁγιασμός καί σωφροσύνη.
Ἀπό αὐτήν τήν ζωή λοιπόν ἀνέτειλαν οἱ θεοφόροι Πατέρες μας, οἱ ὁποῖοι μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ κατεπάτησαν τά πάθη, ἔδιωξαν δαίμονες, συναγωνίσθηκαν μέ τούς ἀγγέλους, ἔκαναν θαύματα, ἐπέτυχαν οὐράνιο δόξα, ἔγιναν θαυμαστοί στόν κόσμο· ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς εἶναι καί ὁ μακάριος Ἀντώνιος, τοῦ ὁποίου τόν βίο ἀναγνώσαμε καί μάθαμε πόσο ὁ Θεός τόν δόξασε σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο, ὥστε καί οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς νά θεωροῦν μεγάλο πρᾶγμα τό νά γράφουν σ᾽ αὐτόν καί νά λαμβάνουν ἀπ᾽ αὐτόν πάλι ἐπιστολές του.
Τήν πολιτεία αὐτῶν τῶν μακαρίων κι ἐμεῖς οἱ ταπεινοί ἀκολουθοῦμε· καί τό ὅτι θέλουμε νά τούς μιμηθοῦμε τό μαρτυρεῖ ἡ μοναχική μας τελείωσις, ἡ ἄρνησις τοῦ κόσμου, ἡ ἀποξένωσίς μας ἀπό τήν πατρίδα μας, τούς συγγενεῖς μας, τούς φίλους μας, τά ὑπάρχοντά μας. Τό μαρτυρεῖ ἐπίσης ἡ ὑποταγή μας, ἡ ὑπακοή, ἀλλά καί αὐτή ἡ ὁμολογία μας τώρα (ὑπέρ τῶν ἁγίων εἰκόνων), γιά τήν ὁποία ἔχουμε διωχθῆ. Λοιπόν νά χαιρώμαστε καί νά συγχαίρουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον πού μᾶς χαρίσθηκαν ὅλα αὐτά ἀπό τόν Θεό καί πού διανύουμε πνευματική ζωή, κατά τήν ὁποία ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται νά ἑορτάζουμε, ἄν θέλουμε, κάθε ἡμέρα καί νά χαιρώμαστε ἀτελεύτητη χαρά.
Γι᾽ αὐτό, παρακαλῶ, μέ ἀκόμη περισσότερο ζῆλο νά ἀγωνιζώμαστε καί νά συνεχίζουμε τήν ὁμολογία μας αὐτή, ἐπειδή μάλιστα ἀκούστηκε ὅτι ὁ βασιλεύς ἐξαγγέλει διαταγές ἐναντίον μας καί ἴσως νά ἔλθη ξαφνικά κανείς ἀπεσταλμένος του. Ἀλλά ἄς μή θορυβηθοῦμε μέ αὐτά πού ἀκούγονται. Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ᾽ ἡμῶν (Ρωμ. η’ 31); Καί ἀφοῦ καί προηγουμένως μᾶς βοήθησε, δέν θά μᾶς βοηθήση καί στό ἑξῆς;
Μόνο ἄς ἔχουμε γενναῖο φρόνημα, μόνο νά προσέχουμε καλά, καί αὐτός θά μᾶς δώση δύναμι σέ ὅλα νά Τόν εὐαρεστήσουμε μέ τήν ζωή μας μέχρι τέλους καί νά ἐπιτύχουμε τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καί τό κράτος, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Μετάφρασις Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου.

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου


Ἀδελφοί καί Πατέρες Θά ἔπρεπε βέβαια νά μήν τολμῶ καθόλου νά ὁμιλῶ καί νά κρατῶ τή θέση τοῦ διδασκάλου καί καθοδηγητῆ ἐνώπιον τῆς ἀγάπης σας. Ἀλλά καί σεῖς γνωρίζετε ὅτι τό μουσικό ὄργανο, πού κατασκευάστηκε ἀπό τόν τεχνίτη, ἀποδίδει τόν ἦχο καί γεμίζει τά αὐτιά ὅλων μας μέ γλυκύτατη μελωδία, ὄχι ὅταν ἐκεῖνο θέλει, ἀλλά ὅταν γεμίσουν οἱ σωλῆνες του μέ ἀέρα καί τό κρούσουν ρυθμικά τά δάκτυλα τοῦ ὀργανοπαίκτη. Ἔτσι ἀκριβῶς πρέπει νά καταλάβετε ὅτι συμβαίνει καί μέ μένα.
Γι’ αὐτό νά μή σᾶς κάνει ἡ μηδαμινότητα καί ἡ εὐτέλεια τοῦ ὀργάνου νά κρατήσετε ἀρνητική στάση σέ ὅσα πρόκειται νά σᾶς πῶ. Ἀλλά νά ἔχετε στραμμένη τήν προσοχή σας πρός τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἐμπνέει ἄνωθεν καί γεμίζει τίς ψυχές τῶν πιστῶν· καί πρός τόν ἴδιο τό δάκτυλο τοῦ Θεοῦ (Λουκ. 11, 20), πού κρούει τίς χορδές τοῦ νοῦ καί μᾶς προτρέπει νά σᾶς ἀπευθύνουμε τό λόγο. Καί σάν νά ἠχεῖ ἡ δεσποτική σάλπιγγα ἤ, γιά νά τό πῶ πιό σωστά, νά μᾶς ὁμιλεῖ μέσω κάποιου ὀργάνου ὁ Βασιλέας τῶν ὅλων, μέ σύνεση καί πολλή προσήλωση, ἀκούσατε ὅσα ἔχω νά σᾶς πῶ: Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὀφείλουμε νά ἐξετάζουμε καί νά προτρέπουμε τούς ἑαυτούς μας -καί οἱ πιστοί καί οἱ ἄπιστοι καί οἱ μικροί καί οἱ μεγάλοι- ἔτσι ὥστε οἱ μέν ἄπιστοι νά φθάσουμε στήν ἐπίγνωση καί νά πιστέψουμε στόν Θεό πού μᾶς δημιούργησε, καί οἱ πιστοί μέ τήν ἐνάρετη βιοτή καί τά ἔργα μας νά Τόν εὐαρεστήσουμε.
Οἱ μικροί νά ὑποταχθοῦμε στούς μεγάλους χάριν τοῦ Κυρίου καί οἱ μεγάλοι νά συμπεριφερθοῦμε στούς μικρούς καί ἀσήμαντους σάν σέ γνήσια τέκνα μας, ὅπως τό ζητάει καί ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου πού λέει: «Καθετί πού κάνατε σέ ὁποιονδήποτε ἀπ’ αὐτούς τούς φτωχούς καί ἀσήμαντους ἀδελφούς μου, σέ μένα τό κάνατε» (Ματθ. 25, 40). Αὐτό τό λόγο δέν τόν εἶπε ὁ Κύριος μόνο γιά τούς φτωχούς, ὅπως νομίζουν μερικοί, καί γιά ὅσους στεροῦνται τά ὑλικά ἀγαθά, ἀλλά καί γιά ὅλους τούς ἄλλους ἀδελφούς μας πού χάνονται, ὄχι γιατί στεροῦνται τό ψωμί καί τό νερό, ἀλλά ἀπό τή μεγάλη καί βαριά πείνα πού δημιουργεῖ ἡ ἀνυπακοή καί ἡ περιφρόνηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου (πρβλ. Ἀμώς 8, 11). Διότι ὅσο εἶναι ἡ ψυχή ἀνώτερη ἀπό τό σῶμα, τόσο εἶναι καί ἡ πνευματική τροφή ἀνώτερη ἀπό τή σωματική. Καί νομίζω ὅτι γι’ αὐτήν τήν τροφή λέει ὁ Κύριος «πείνασα καί μοῦ δώσατε νά φάγω, δίψασα καί μοῦ δώσατε νά πιῶ νερό» (Λουκ. 12, 23), παρά γιά τή φθαρτή ὑλική τροφή.
Πράγματι, πεινᾶ ὁ Χριστός καί διψᾶ τή σωτηρία τοῦ καθενός μας. Καί ἡ σωτηρία μας εἶναι ἡ ἀποχή ἀπό κάθε ἁμαρτία. Εἶναι ὅμως ἀδύνατον νά ἐπιτύχουμε τήν ἀποχή ἀπό κάθε ἁμαρτία χωρίς τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν καί τήν ἐφαρμογή καί ἐκπλήρωση ὅλων τῶν ἐντολῶν. Δηλαδή μέ τήν ἐφαρμογή καί ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν τρέφεται ἀπό μᾶς ὁ Δεσπότης μας Θεός καί Κύριος τοῦ παντός! Διότι οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς λένε ὅτι ὅπως ἀκριβῶς οἱ δαίμονες τρέφονται ἀπό τίς πονηρές μας πράξεις καί παίρνουν δύναμη ἐναντίον μας -ὅταν ὅμως ἐμεῖς ἀπέχουμε ἀπό τήν ἁμαρτία ὑποφέρουν ἀπό ἀσιτία καί χάνουν τή δύναμή τους- ἔτσι σκέπτομαι ὅτι τρέφεται ἀπό μᾶς, ἤ καί τό ἀντίθετο, παραμελεῖται καί πεινᾶ καί Ἐκεῖνος πού «ἐπτώχευσε» (Β’ Κορ. 8, 9) γιά τή σωτηρία μας.
Αὐτό μποροῦμε νά τό μάθουμε καί νά τό ψηλαφήσουμε καί στή ζωή τῶν Ἁγίων μας. Ἀλλά ἐπειδή ὁ ἀριθμός τους εἶναι μεγάλος καί ὑπερβαίνει τούς κόκκους τῆς ἄμμου, θά προσπεράσω ὅλους τούς ἄλλους καί θά σταθῶ στό βίο ἑνός Ἁγίου ἤ μιᾶς Ἁγίας γιά νά πληροφορήσω τήν ἀγάπη σας γιά τό θέμα αὐτό. Ξέρω ὅτι ἀκοῦτε τό βίο τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας πού δέν τόν διηγεῖται κανένας ἄλλος, ἀλλά ἐκείνη ἡ ἴδια ἡ ἰσάγγελος, ἡ ὁποία μᾶς κάνει γνωστή, σάν νά ἐξομολογεῖται, τή φτώχεια της μέ τά ἑξῆς λόγια: «Πολλές φορές δέν ἔπαιρνα μισθό ἀπό τούς ἐραστές μου, παρά μόνο τό μισθό τῆς ἁμαρτίας. Καί αὐτό δέν τό ἔκανα γιατί ἤμουν πλούσια, ἀφοῦ ἔγνεθα λινάρι γιά νά ζήσω, ἀλλά γιά νά μπορῶ νά ἔχω πιό πολλούς ἐραστές καί νά ἱκανοποιῶ σέ μεγαλύτερο βαθμό τό πάθος μου» (P.G. 87, 3709D, 3712A καί B). Ὅταν δέ πήγαινε στά Ἱεροσόλυμα καί πῆγε νά ἐπιβιβασθεῖ στό πλοῖο ἦταν τόσο φτωχή πού δέν εἶχε οὔτε τά ναῦλα, οὔτε τά ἔξοδα γιά τό ταξίδι. Μετά ὅμως τήν ἀφιέρωσή της στήν Πανάμωμο Θεοτόκο, ἀναχώρησε γιά τήν ἔρημο. Καί μέ δυό νομίσματα πού τῆς ἔδωσε κάποιος ἀγόρασε ψωμί καί μέ αὐτά τά ἐφόδια πέρασε τόν Ἰορδάνη, ἔζησε μέ καρτερία στήν ἔρημο μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς της, χωρίς νά δεῖ πρόσωπο ἀνθρώπου, παρά μόνο τόν ἅγιο Ζωσιμᾶ, καί χωρίς βέβαια νά θρέψει κάποιο πεινασμένο φτωχό ἤ χωρίς νά ξεδιψάσει κάποιο διψασμένο ἤ νά ντύσει κάποιο γυμνό ἤ νά ἐπισκεφθεῖ τούς φυλακισμένους ἤ νά φιλοξενήσει ξένους (Ματθ. 25, 35-38).
 Τό ἀντίθετο μάλιστα, καί παρέσυρε πολλούς στό βάραθρο τῆς ἀπώλειας μέ τό νά τούς δέχεται στό καταγώγιο τῆς ἁμαρτίας. Πές μου λοιπόν πῶς θά σωθεῖ καί πῶς θά εἰσέλθει στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν μαζί μέ τούς ἐλεήμονες αὐτή πού οὔτε πλούτη ἐγκατέλειψε, οὔτε περιουσία μοίρασε στούς φτωχούς (Ματθ. 19, 21), οὔτε ἔκανε ποτέ ἔστω κάποια ἐλεημοσύνη, ἀλλά μᾶλλον σέ μύριους ἀνθρώπους ἔγινε αἰτία καταστροφῆς; Ἀντιλαμβάνεσαι πώς ἄν ποῦμε ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη γίνεται μόνο μέ χρήματα καί ὑλικά ἀγαθά καί πώς ὁ Χριστός τρέφεται ἀπό μᾶς μέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ἐλεημοσύνη καί πώς σώζονται μόνο ἐκεῖνοι πού Τόν τρέφουν, Τόν ποτίζουν καί γενικά Τόν ὑπηρετοῦν μέ αὐτό τόν τρόπο, ἐνῶ αὐτοί πού δέν τό κάνουν χάνονται, εἶναι πολύ παράδοξο. Διότι τότε θά διωχθοῦν ἀπό τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν πολλοί Ἅγιοι! Ἀλλά δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει αὐτό. Ὄχι, δέν εἶναι. Τά πράγματα καί καθετί πού ὑπάρχει στόν κόσμο εἶναι κοινά σέ ὅλους, ὅπως εἶναι δηλαδή τό φῶς καί ὁ ἀέρας πού ἀναπνέουμε, τό χορτάρι καί ἡ βοσκή πού ὑπάρχει στίς πεδιάδες καί στά βουνά γιά τά ἄλογα ζῶα.
Τά πάντα εἶναι κοινά γιά ὅλους, μποροῦν ὅλοι νά τά χρησιμοποιοῦν καί νά τά ἀπολαμβάνουν, ἀλλά δέν μποροῦν νά τά ἐξουσιάζουν. Ἡ πλεονεξία ὅμως μέ τούς δούλους καί τούς ὑπηρέτες της, σάν ἕνας τύραννος, μπῆκε στή ζωή μας καί μοίρασε ἐδῶ καί ἐκεῖ αὐτά πού δόθηκαν ἀπό κοινοῦ σέ ὅλους ἀπό τόν Δεσπότη Χριστό. Τά περιόρισε καί τά ἀσφάλισε μέ φράκτες καί πύργους, μέ κλειδαριές καί πόρτες καί ἔτσι στέρησε ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους τήν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν πού μᾶς χάρισε ὁ Κύριος, λέγοντας μάλιστα ἡ ἀδιάντροπη πώς ὅλα αὐτά ἀνήκουν στήν ἐξουσία της καί ὑποστηρίζοντας μέ πάθος πώς δέν ἀδικεῖ ἀπολύτως κανέναν! Οἱ ἀκόλουθοι ὅμως καί οἱ δοῦλοι τῆς τυράννου αὐτῆς πού λέγεται πλεονεξία, ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἄλλου, δέν ἔγιναν μόνο κυρίαρχοι τῶν κοινῶν ὑπαρχόντων, ἀλλά καί πονηροί δοῦλοι καί κακοί φύλακες.
Πῶς λοιπόν αὐτοί, ἔστω καί ἄν ἀπό φόβο γιά τήν ἀπειλή τῶν κολάσεων ἤ ἀπό τήν ἐλπίδα πώς θά λάβουν ἑκατονταπλάσια ἤ ἐπειδή, τέλος πάντων, κάμφθηκαν ἀπό τή δυστυχία τῶν συνανθρώπων τους, ἄν δώσουν λίγα ἀπ’ αὐτά τά ἀγαθά, ἤ καί ὅλα, σέ ἐκείνους πού μέχρι τότε ἦταν παραμελημένοι μέσα στή φτώχεια καί στή στέρηση, θά θεωρηθοῦν ἐλεήμονες, διότι ἔθρεψαν τόν Χριστό ἤ ἔκαναν μιά πράξη γιά τήν ὁποία πρέπει νά ἀμειφθοῦν; Ὄχι, δέν εἶναι δυνατόν, ἀλλά, ὅπως εἶπα, ἔχουν χρέος καί νά μετανοοῦν μέχρι τό τέλος τῆ ζωῆς τους γιά ὅλα ὅσα ἐπί χρόνια εἶχαν στήν κατοχή τους καί στέρησαν τούς ἀδελφούς τους ἀπό τήν ἀπόλαυσή τους. Πῶς ὅμως ἐμεῖς πού ἔχουμε διαλέξει τή ζωή τῆς πτωχείας -ὅπως ὁ Χριστός «ἐπτώχευσε» γιά χάρη μας ἐνῶ ἦταν πλούσιος- μέ τό νά ἐλεοῦμε τούς ἑαυτούς μας θεωροῦμε ὅτι ἐλεοῦμε Αὐτόν πού ἔγινε ὅμοιος μέ μᾶς; Σκέψου καλά αὐτό πού σοῦ λέω: Ἔγινε γιά σένα ὁ Θεός ἄνθρωπος φτωχός! Ὀφείλεις λοιπόν καί σύ πού πιστεύεις σ’ Αὐτόν νά γίνεις ὅμοιος μέ Ἑκεῖνον, φτωχός. Ἐκεῖνος «ἐπτώχευσε», ἔγινε φτωχός κατά τήν ἀνθρωπότητα καί σύ εἶσαι φτωχός κατά τή θεότητα. Σκέψου λοιπόν πῶς θά Τόν θρέψεις, ἐξέτασε μέ ἀκρίβεια. «Ἐπτώχευσε Ἐκεῖνος γιά νά πλουτίσεις ἐσύ» (Β’ Κορ. 8, 9), «γιά νά σοῦ μεταδώσει τόν πλοῦτο τῆς Χάριτός Του» Ἐφεσ.1, 7. 2, 7).
Γι’ αὐτό τό λόγο προσέλαβε σάρκα. Ἀκριβῶς γιά νά μπορεῖς ἐσύ νά γίνεις μέτοχος στή θεότητά Του. Ὅταν λοιπόν ἑτοιμάσεις τόν ἑαυτό σου γιά τήν ὑποδοχή Ἐκείνου, τότε μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι Τόν ὑποδέχεσαι. Ὅταν δηλαδή πεινᾶς καί διψᾶς γιά Ἐκεῖνον, αὐτό λογίζεται τροφή καί ποτό γι‹ Αὐτόν. Πῶς; Ἐπειδή μέ τήν πτωχεία καί τά παρόμοια ἔργα καί τίς πράξεις σου καθαρίζεις τήν ψυχή σου καί ἀπαλλάσσεις τόν ἑαυτό σου ἀπό τή φθορά καί τό μολυσμό τῶν παθῶν. Καί ὁ Χριστός πού σέ προσέλαβε στόν ἑαυτό Του καί ἔτσι ἔκανε δικά Του ὅλα τά δικά σου καί ἐπιθυμεῖ διακαῶς νά σέ κάνει θεό “κατά χάριν”, ὅπως Ἐκεῖνος ἔγινε ἄνθρωπος. Ἐκεῖνος, αὐτά πού κάνεις ἐσύ στόν ἑαυτό σου τά θεωρεῖ παθήματα δικά Του καί λέει: «Ὅ,τι ἔκανες στήν ταπεινή ψυχή σου, σέ μένα τό ἔκανες» (πρβλ. Ματθ. 25, 40). Διότι, πράγματι, μέ ποιά ἄλλα ἔργα εὐαρέστησαν τόν Θεό ἐκεῖνοι πού ἔζησαν στά σπήλαια καί στά ὄρη; Ὁπωσδήποτε μέ τίποτε ἄλλο παρά μέ τή μετάνοια, τήν ἀγάπη καί τήν πίστη, ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν ὅλο τόν κόσμο καί ἀκολούθησαν Αὐτόν μόνο.
Μέ τή μετάνοια καί τά δάκρυα Τόν ὑποδέχτηκαν καί Τόν φιλοξένησαν, ἀλλά καί Τόν ἔθρεψαν καί τόν ξεδίψασαν. Ἄλλωστε ἔτσι δέν ζοῦν ὅλοι ὅσοι γίνονται μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα υἱοί τοῦ Θεοῦ, πού γιά τόν κόσμο ὅμως εἶναι ἀσήμαντοι καί φτωχοί; Ἐκεῖνοι πού ἔνιωσαν μέσα στήν ψυχή τους καί συνειδητοποίησαν ὅτι ἔγιναν υἱοί Θεοῦ, δέν ἀνέχονται νά καλλωπίζονται μέ φθαρτά στολίδια, διότι ἔχουν ἐνδυθεῖ τόν Χριστό (Γαλ. 3, 27). Ἀλήθεια, ποιός ἄνθρωπος στολισμένος μέ βασιλική πορφύρα θά καταδεχθεῖ ποτέ νά βάλει πάνω ἀπ’ αὐτή ἕνα λερωμένο καί σχισμένο χιτώνα; Ὅσοι λοιπόν δέν ἔχουν κάνει αὐτή τή συνειδητοποίηση καί εἶναι γυμνοί ἀπό τό βασιλικό ἔνδυμα, ἀγωνίζονται ὅμως μέ τή μετάνοια καί μέ τίς ἄλλες, ὅπως εἴπαμε, ἀγαθοεργίες τους νά ἐνδυθοῦν τόν Χριστό, αὐτοί εἶναι ἐκεῖνοι πού “ἐνδύουν τόν Χριστό”. Διότι εἶναι καί αὐτοί Χριστοί, ἐφόσον ἔγιναν υἱοί Θεοῦ μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα. Ἄν τώρα δέν τό κάνουν αὐτό, ἀλλά ντύνουν ὅλους τούς γυμνούς τοῦ κόσμου, ἐγκαταλείπουν ὅμως τούς ἑαυτούς τους γυμνούς, ποιό εἶναι τό ὄφελός τους; Ἔπειτα ἕνα ἄλλο: Ὀνομαζόμαστε ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ ὅσοι βαπτιστήκαμε «εἰς τό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28, 19). Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά ἐπιπλέον εἴμαστε καί μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Σάν ἀδελφός λοιπόν καί μέλος τοῦ Χριστοῦ, ἄν τιμήσεις, φιλοξενήσεις, ὑπηρετήσεις ὅλους τούς ἄλλους, παραβλέψεις ὅμως τόν ἑαυτό σου καί δέν ἀγωνισθεῖς μέ ὅλη σου τή δύναμη νά φτάσεις στήν τελειότητα τῆς κατά Θεό πολιτείας καί τιμῆς, ἄν δηλαδή λόγω τῆς γαστριμαργίας καί τῆς φιληδονίας ἐγκαταλείψεις στό λιμό τῆς ὀκνηρίας ἤ στή δίψα τῆς ραθυμίας ἤ στήν ἀσφυκτική φυλακή τοῦ ρυπαροῦ σώματος τήν ψυχή σου ἀκάθαρτη, ἄθλια, πεσμένη σέ βαθύτατο σκοτάδι, σάν νεκρή, τότε δέν καταφρόνησες τόν ἀδελφό τοῦ Χριστοῦ; Δέν τόν ἐγκατέλειψες στήν πείνα καί στή δίψα Του; Τόν ἐπισκέφθηκες ὅταν ἦταν στή φυλακή; (Ματθ. 25, 42-43).
Γι’ αὐτό τό λόγο λοιπόν θά ἀκούσεις: «Ἐπειδή δέν ἐλέησες τόν ἑαυτό σου, δέν θά ἐλεηθεῖς καί σύ». Ἄν τώρα κάποιος φέρει τό ἑξῆς ἐπιχείρημα: Ἀφοῦ εἶναι ἔτσι τά πράγματα καί δέν θά λάβουμε μισθό γιά ὅσα πράγματα δίνουμε, τότε ποιός ὁ λόγος νά ἐλεοῦμε τούς φτωχούς; Ἄς ἀκούσει Αὐτόν πού πρόκειται νά τόν κρίνει καί νά ἀποδώσει στόν καθένα ἀνάλογα μέ τά ἔργα του (Ρωμ. 14, 10), νά τοῦ λέει κατά κάποιο τρόπο τά ἑξῆς: Ἀνόητε καί ἀπερίσκεπτε, τί ἔφερες ἐσύ στόν κόσμο ἤ τί δημιούργησες ἀπό ὅσα βλέπεις σέ τούτη τή κτίση; Δέν βγῆκες ἀπό τήν κοιλιά τῆς Μάννας σου γυμνός καί δέν θά φύγεις ἀπό τή ζωή καί πάλι γυμνός καί δέν θά παρουσιαστεῖς μπροστά στό κριτήριό μου ἀπογυμνωμένος ἀπό τίς ἀρετές; (Ρωμ. 14, 10).
Γιά ποιά πράγματα ἀπαιτεῖς μισθούς καί ἀμοιβές; Καί μέ ποιά δικά σου ἀγαθά, λές ὅτι ἐλεεῖς τούς ἀδελφούς σου καί μέσω τῶν ἀδελφῶν σου, Ἐμένα, ὁ Ὁποῖος τά παρέθεσα ὅλα αὐτά κοινά, ὄχι μόνο σέ σένα, ἀλλά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους; Ἤ μήπως νομίζεις ὅτι ἔχω ἀνάγκη ἀπό κάτι καί φαντάζεσαι ὅτι θά μέ δωροδοκήσεις κι Ἐμένα ὅπως δωροδοκεῖς τούς φιλάργυρους δικαστές τῶν ἀνθρώπων; Διότι εἶναι δυνατόν νά περάσει κάτι τέτοιο ἀπό τό ἀνόητο μυαλό σου. Καθόλου λοιπόν δέν τά νομοθετῶ αὐτά, ἐπειδή ἐπιθυμῶ κάποια ἀγαθά, ἀλλά γιά νά σᾶς ἐλεήσω. Οὔτε τό κάνω ἐπειδή ἔχω τήν ἐπιθυμία νά οἰκειοποιηθῶ τά δικά σας (Β’ Κορ. 12, 14), ἀλλά ἐπειδή θέλω νά σᾶς ἀπαλλάξω ἀπό τίς διαβρωτικές παρενέργειες ὅλων αὐτῶν.
Γι’ αὐτό καί γιά κανέναν ἄλλο λόγο. Ἀλλά μή νομίζεις, ἀδελφέ, ὅτι ὁ Θεός στερεῖται καί δέν μπορεῖ νά θρέψει τούς φτωχούς καί γι’ αὐτό μᾶς προτρέπει νά ἐλεοῦμε τούς ἀδελφούς μας καί νά θεωροῦμε σημαντική αὐτή τήν ἐντολή. Μή γένοιτο! Ἀλλά αὐτό πού ἐπινόησε ὁ διάβολος μέ τήν πλεονεξία γιά νά μᾶς καταστρέψει, αὐτό ὁ Χριστός τό οἰκονόμησε καί τό ἔστρεψε μέ τήν ἐλεημοσύνη, ὥστε νά γίνεται αἰτία τῆς σωτηρίας μας. Τί θέλω νά πῶ; Μᾶς ὑπέβαλε τήν ἐπιθυμία ὁ διάβολος νά οἰκειοποιηθοῦμε καί νά ἀποθησαυρίσουμε ὅλα ἐκεῖνα πού δημιούργησε ὁ Θεός γιά κοινή χρήση. Καί αὐτό τό ἔκανε γιά νά μᾶς προσάψει μέ τήν πλεονεξία δύο κατηγορίες καί νά μᾶς καταστήσει ὑπόδικους γιά τήν αἰώνια κόλαση καί καταδίκη. Ἡ μία εἶναι ὅτι εἴμαστε ἀνελεήμονες καί ἡ ἄλλη ὅτι ἔχουμε τήν ἐλπίδα μας στά ἀποθησαυρισμένα ἀγαθά καί ὄχι στό Θεό. Διότι αὐτός πού ἔχει ἀποθησαυρισμένα πολλά χρήματα, δέν μπορεῖ νά ἔχει τήν ἐλπίδα του στόν Θεό. Καί αὐτό εἶναι φανερό ἀπό ὅσα μᾶς εἶπε ὁ Χριστός καί Θεός: «Ὅπου», λέει «εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θά εἶναι προσκολλημένη καί ἡ καρδιά σας» (Λουκ. 12, 34). Ἐκεῖνος λοιπόν πού διαμοιράζει ἀπό τά ἀποθησαυρισμένα ἀγαθά του σέ ὅλους, δέν τοῦ ὀφείλει κανένας μισθό γι’ αὐτά. Ἀντίθετα μάλιστα, εἶναι καί ἔνοχος γιατί μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα τά στέρησε ἄδικα ἀπό τούς ἄλλους.
Ἐπιπλέον εἶναι καί ὑπεύθυνος γιά ὅλους αὐτούς πού κατά καιρούς ἔχασαν τή ζωή τους ἀπό τήν πείνα καί τή δίψα. Αὐτούς, ἐνῶ μποροῦσε νά τούς θρέψει, δέν τούς ἔθρεψε, ἀλλά καταχώνιασε τό μερίδιό τους καί τούς ἄφησε νά πεθάνουν βάναυσα ἀπό τό κρύο καί τήν πείνα. Καί ἔτσι ἀποδείχτηκε φονιάς τόσων ἀνθρώπων, ὅσων μποροῦσε νά θρέψει γιά νά ζήσουν καί νά μήν πεθάνουν. Ὁ ἀγαθός λοιπόν καί εὔσπλαγχνος Δεσπότης μᾶς ἀπάλλαξε ἀπό τήν εὐθύνη καί τήν καταδίκη γιά ὅλες αὐτές τίς κατηγορίες, δέν θεωρεῖ ὅτι κατέχουμε ξένα ἀγαθά, ἀλλά δικά μας, καί ὑπόσχεται σέ ὅσους ἀπό μᾶς διαμοιράζουμε στούς ἀδελφούς μας, μέ χαρά καί ἱλαρότητα τά ἀγαθά αὐτά (Μάρκ. 10, 30), νά χαρίσει ὄχι μόνο δεκαπλάσια, ἀλλά ἑκατονταπλάσια.
Καί ὅταν λέει «μέ ἱλαρότητα» (Ρωμ. 12, 8) ἐννοεῖ νά μή θεωρεῖ κανείς δικά του αὐτά τά ἀγαθά, ἀλλά ὅτι τοῦ τά ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἀδελφῶν του, πού εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί αὐτός, καί νά τά σκορπίζει καί νά τά διαδίδει μέ ἀφθονία, μέ χαρά καί μεγαλοψυχία καί ὄχι μέ λύπη καί ἐξαναγκασμό (Β’ Κορ.9, 7). Δηλαδή ἱλαρότητα εἶναι τό νά παραδώσουμε τά ἀποθησαυρισμένα ἀγαθά μας μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἀληθινῆς ὑποσχέσεως πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, ὅτι θά μᾶς δώσει μισθό γι’ αὐτό ἑκατονταπλάσιο. Καί τό ἔκανε αὐτό ὁ Θεός ἐπειδή γνώριζε ὅτι ὅλοι κυριευόμαστε καί αἰχμαλωτιζόμαστε ἐντελῶς ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς περιουσίας καί τή μανία τοῦ πλούτου καί δύσκολα μᾶς ξεκολλάει κανείς ἀπ’ αὐτά καί ὅτι αὐτοί τελικά πού τά ἀποστεροῦνται χάνουν καί τό ἐνδιαφέρον καί τήν ἐπιθυμία γιά τήν ἴδια τους τή ζωή (Ἰωνᾶ 4, 8). Γι‹ αὐτό μεταχειρίστηκε τό κατάλληλο φάρμακο. Μᾶς ὑποσχέθηκε δηλαδή ὅτι θά μᾶς δώσει ἑκατονταπλάσια ἀμοιβή. Καί αὐτό τό ἔκανε γιά νά μᾶς ἀπαλλάξει πρῶτα ἀπό τήν καταδίκη τῆς πλεονεξίας γι‹ αὐτά, ἔπειτα νά παύσουμε νά ἔχουμε σέ αὐτά τήν πεποίθηση καί τήν ἐλπίδα μας, ὥστε νά ἐλευθερωθοῦν οἱ καρδιές μας ἀπό τά δεσμά αὐτά. Καί ἔτσι ἐλεύθεροι πιά νά κάνουμε πράξη τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί νά Τόν ὑπηρετήσουμε μέ φόβο καί τρόμο (Ψαλμ. 2, 11), ὄχι μέ τό βίωμα ὅτι κάνουμε κάτι γιά χάρη Του, ἀλλά ὅτι ἐμεῖς εὐεργετούμαστε μέ τήν ὑποταγή στίς ἐντολές Του. Διαφορετικά δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε. Παράδειγμα.
Τούς πλούσιους τούς προέτρεψε νά ἐγκαταλείψουν τά πλούτη τους, ἐπειδή εἶναι φορτίο καί ἐμπόδιο γιά τήν κατά Θεό ζωή, καί ἔπειτα νά σηκώσουν τό σταυρό στούς ὤμους τους καί νά ἀκολουθήσουν τά ἴχνη τοῦ Δεσπότου (Ματθ. 10, 38). Διότι εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον νά κάνουν καί τά δύο αὐτά πράγματα μαζί. Αὐτοί βέβαια πού δέν εἶναι πλούσιοι καί ζοῦν μέ ὀλιγάρκεια ἤ περνοῦν τή ζωή τους μέσα στήν ἐγκράτεια καί στή στέρηση, δέν ἔχουν τίποτε νά τούς ἐμποδίσει, ἄν θέλουν νά βαδίσουν τή στενή καί τεθλιμμένη ὁδό (Ματθ. 7, 14). Οἱ πρῶτοι, οἱ πλούσιοι, ἔχουν ἀνάγκη ἀπό καλή προαίρεση γιά νά τό ἐπιτύχουν, ἐνῶ οἱ δεύτεροι, ὅσοι ζοῦν μέ ἐγκράτεια, περπατοῦν ἤδη σέ αὐτή τήν ὁδό. Γιά τό λόγο αὐτό ὀφείλουν νά περνοῦν τή ζωή τους μέ ὑπομονή καί δοξολογία. Καί ὁ Θεός πού εἶναι δίκαιος, σέ αὐτούς πού πορεύονται μέ αὐτό τόν τρόπο πρός τήν αἰώνια ζωή καί ἀπόλαυση, θά τούς ἑτοιμάσει ἐκεῖ τόν τόπο τῆς ἀναπαύσεώς τους.
Τό νά δώσει ὅμως κανείς ὅλη τήν περιουσία καί τά ἀγαθά του, καί νά μήν ἀγωνίζεται μέ ἀνδρεία στούς πειρασμούς καί στίς θλίψεις, αὐτό εἶναι, νομίζω, χαρακτηριστικό ἀμελοῦς ψυχῆς πού δέν γνωρίζει ποῦ στοχεύει ὁ ἀγώνας αὐτός. Διότι ὅπως ἀκριβῶς ὁ χρυσός, ὅταν σκουριάσει σέ βάθος, δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά καθαριστεῖ καλά καί νά ἐπανέλθει στή λαμπρότητά του, παρά μόνο ἄν ξαναλιώσει στή φωτιά καί σφυροκοπηθεῖ πολλές φορές, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού διαβρώθηκε ἀπό τόν ἰό τῆς ἁμαρτίας καί ἐξαχρειώθηκε μέχρι τά μύχια της, δέν μπορεῖ μέ ἄλλο τρόπο νά καθαριστεῖ καί νά ἐπανέλθει στό ἀρχαῖο κάλλος της, παρά μόνο ἄν πέσει σέ πολλούς πειρασμούς καί μπεῖ μέσα στό χωνευτήρι τῶν θλίψεων (Σοφ. Σολ. 3, 6). Ἄλλωστε αὐτό δηλώνει καί ὁ λόγος τοῦ Κυρίου πού λέει: «Πούλησε τά ὑπάρχοντά σου, δός τα στούς φτωχούς» (Ματθ. 19, 21) «σήκωσε τό σταυρό σου καί ἔλα νά μέ ἀκολουθήσεις» (Ματθ. 19, 21. 16, 24), ἐννοώντας μέ τό σταυρό, τούς πειρασμούς καί τίς θλίψεις. Τίποτε λοιπόν δέν θά κερδίσουν μόνο ἀπό τήν περιφρόνηση καί ἀπόταξη τῶν χρημάτων καί τῆς περιουσίας τους ὅσοι τά ἐγκαταλείπουν αὐτά καί στρέφονται πρός τή μοναστική ζωή, ἄν δέν ὑπομείνουν μέχρι τέλους τούς πειρασμούς καί τίς θλίψεις καί τούς “κατά Θεόν” κόπους καί στερήσεις (Β’ Κορ. 7, 10). Διότι ὁ Χριστός δέν εἶπε «μέ τήν ἐγκατάλειψη τῆς περιουσίας σας θά κερδίσετε τήν ψυχή σας, ἀλλά μέ τήν ὑπομονή σας» (Λουκ. 21, 19).
Βέβαια εἶναι φανερό ὅτι εἶναι καλή καί ὠφέλιμη ἡ διανομή τῶν χρημάτων καί τῶν ὑπαρχόντων καί ἡ φυγή ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά δέν μπορεῖ αὐτή καθεαυτή ἀπό μόνη της ἡ φυγή καί ἡ ἀπόταξη νά συστήσει τόν “κατά Θεόν” τέλειο ἄνθρωπο, χωρίς τήν ὑπομονή στούς πειρασμούς. Γιά νά βεβαιωθεῖς ὅτι ἔχουν ἔτσι τά πράγματα καί ὅτι αὐτό ἀρέσει στό Θεό, ἄκουσε τόν Ἴδιο πού λέει: «Ἄν θέλεις», λέει, «νά εἶσαι τέλειος,πούλησε τά ὑπάρχοντά σου μοίρασέ τα στούς φτωχούς, σήκωσε τό σταυρό σου καί ἔλα νά μέ ἀκολουθήσεις» (Ματθ. 19, 21. 16, 14), ὑπονοώντας, ὅπως εἴπαμε, μέ τό σταυρό, τούς πειρασμούς, τήν ὑπομονή καί τή θλίψη. Ἐπειδή, πράγματι, ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν “κερδίζεται μέ βία καί οἱ βιαστές τήν ἁρπάζουν” (Ματθ. 11, 12), καί δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος γιά τούς πιστούς νά εἰσέλθουν σέ αὐτή, παρά μόνο διά τῆς στενῆς πύλης τῶν πειρασμῶν καί τῶν θλίψεων. Δικαίως ὁ θεῖος λόγος τοῦ Εὐαγγελίου μᾶς παραγγέλλει: «Ἀγωνίζεσθε», λέει, «νά εἰσέλθετε διά τῆς στενῆς πύλης» (Λουκ. 13, 24). Καί ἀκόμη: «Πρέπει νά περάσουμε πολλές θλίψεις γιά νά εἰσέλθουμε στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Πράξ. 14, 22). Ἐκεῖνος λοιπόν πού διαμοιράζει τά ὑπάρχοντά του στούς φτωχούς καί ἀναχωρεῖ ἀπό τόν κόσμο καί ἀπό τά πράγματα τοῦ κόσμου μέ τήν ἐλπίδα πώς θά λάβει μισθό, αὐτός αἰσθάνεται πολύ ἥσυχη τή συνείδησή του, ἀλλά καμμιά φορά ἀπό τήν κενοδοξία χάνει τό μισθό καί τήν ἀμοιβή. Αὐτός ὅμως πού, μετά τή διανομή τῶν ὑπαρχόντων του στούς φτωχούς, ὑπομένει τίς θλίψεις μέ εὐγνωμοσύνη καί εὐχαριστία καί ἀντέχει στίς συμφορές, αἰσθάνεται βέβαια ἔντονα ὀδυνηρούς πόνους στήν καρδιά του, ἀλλά διατηρεῖ τό λογισμό του καθαρό, καί στό μέλλον θά ἔχει μεγάλο μισθό, διότι μιμήθηκε τά πάθη τοῦ Χριστοῦ καί ὑπέμεινε μέ καρτερία τούς διάφορους πειρασμούς καί τίς θλίψεις.
Γι’ αὐτό σᾶς παρακαλῶ, ἀδελφοί ἐν Χριστῷ, ἄς φροντίσουμε, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἀπαρνηθήκαμε τόν κόσμο, νά εἰσέλθουμε διά τῆς στενῆς πύλης πού εἶναι ἡ ἐκκοπή τοῦ θελήματος καί ἡ ἀποφυγή τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος. Διότι χωρίς νά νεκρώσουμε τή σάρκα καί τίς ἐπιθυμίες της δέν εἶναι δυνατόν νά φτάσουμε στήν ἄνεση καί στήν ἀπαλλαγή ἀπό τά κακά καί στήν ἐλευθερία πού γεννᾶται σέ μᾶς ἀπό τήν παράκληση καί τήν παρηγορία πού δίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί χωρίς τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κανείς δέν θά δεῖ τόν Θεό οὔτε σ’ αὐτό τόν αἰώνα, οὔτε στό μέλλοντα. Ὅτι βέβαια ἔκανες πολύ καλό ἔργο, πού σκόρπισες ὅλα σου τά ὑπάρχοντα στούς φτωχούς, χωρίς νά ἀφήσεις τίποτε γιά τόν ἑαυτό σου ὅπως ὁ Ἀνανίας (Πράξ. 5, 1-5), καί ἐπιπλέον ἀπαρνήθηκες τόν κόσμο (Α’ Ἰωάν. 2, 15) καί τά τοῦ κόσμου καί ἐγκατέλειψες τό βίο καί τίς μέριμνές του καί ἔσπευσες στό λιμάνι τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί φόρεσες τό ἔνδυμα τοῦ μοναχοῦ, συμφωνῶ καί ἐγώ καί σέ ἐπαινῶ γιά τό ἔργο σου αὐτό. Πρέπει ὅμως νά ξεντυθεῖς καί τό φρόνημα τῆς σαρκός (Ρωμ. 8, 67), ὅπως ξεντύθηκες τά ἐνδύματα, καί νά ἀποκτήσεις τέτοιο ἦθος καί τέτοιο φρόνημα, ἀνάλογο μέ τή στολή πού ἐνδύθηκες. Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί τό φωτεινό χιτώνα νά φορέσεις διά τῆς μετανοίας πού εἶναι Αὐτό τό Ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό δέν θά τό ἐπιτύχεις μέ ἄλλο τρόπο, παρά μόνο μέ τήν ἐπίμονη ἐργασία τῶν ἀρετῶν καί τήν ὑπομονή στίς θλίψεις. Διότι ὅταν θλίβεται ἡ ψυχή, μέ τήν πίεση τῶν πειρασμῶν, χύνει δάκρυα καί τά δάκρυα καθαρίζουν τήν καρδιά καί τήν καθιστοῦν ναό καί κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Δέν εἶναι λοιπόν ἀρκετό γιά τή σωτηρία μας μόνο ἡ περιβολή τοῦ σχήματος καί ὁ ἐξωτερικός στολισμός τοῦ σώματος. Ἀλλά ἔχουμε χρέος ὅπως ἀκριβῶς τόν ἐξωτερικό ἔτσι καί τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο νά τόν στολίσουμε μέ τόν στολισμό τοῦ Πνεύματος καί νά θυσιάσουμε ὁλοκληρωτικά τούς ἑαυτούς μας στόν Θεό, “ψυχῇ τε καί σώματι”. Πρέπει μέ τή σωματική ἄσκηση νά ἀσκοῦμε τό σῶμα στούς κόπους τῆς ἀρετῆς, ἔτσι ὥστε νά συνηθίζει στά “κατά Θεόν” λυπηρά. Νά σηκώνει δηλαδή γενναῖα τή θλίψη τῆς νηστείας, τή βία τῆς ἐγκράτειας, τήν ἔνταση τῆς ἀγρυπνίας καί ὅλη τή σωματική κακοπάθεια. Μέ τήν «εὐσέβεια» δέ πού ἐμπνέει τό Ἅγιο Πνεῦμα, νά παιδαγωγοῦμε τήν ψυχή ὥστε νά φρονεῖ αὐτά πού πρέπει. Νά φρονεῖ καί νά μελετᾶ πάντοτε τήν αἰώνια ζωή. Νά εἶναι ταπεινή, πραεῖα, κατανυκτική. Νά πενθεῖ καθημερινά, νά μετέχει μέ τήν προσευχή στό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅλα αὐτά συνήθως ἔρχονται στήν ψυχή μέ τή θερμή καί ὁλοκληρωτική μετάνοια. Ὅταν αὐτή καθαρίζεται μέ πολλά δάκρυα, χωρίς τά ὁποῖα δέν μπορεῖ ποτέ νά ἀποκτήσει λαμπρό χιτώνα οὔτε νά ἀναχθεῖ σέ ὕψος πνευματικῆς θεωρίας. Ὅπως δηλαδή ἕνα ροῦχο, πού ἔχει καταλερωθεῖ ἀπό λάσπη καί ἀκαθαρσία, δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά καθαριστεῖ, παρά μόνο ἄν τοῦ ρίξουμε πολύ νερό καί τό χτυπήσουμε δυνατά, ἔτσι καί ὁ χιτώνας τῆς ψυχῆς πού μολύνθηκε ἀπό τό βοῦρκο καί τήν ἀκαθαρσία τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν.
Δέν μπορεῖ αὐτός νά καθαριστεῖ ἀπό τό ρύπο τῆς ἁμαρτίας, παρά μόνο μέ πολλά δάκρυα καί ὑπομονή στούς πειρασμούς καί στίς θλίψεις. Διότι δύο εἶναι σέ μᾶς οἱ ρεύσεις τοῦ σώματος. Ἡ μιά εἶναι ἄνωθεν, τά δάκρυα πού τρέχουν ἀπό τά μάτια, καί ἡ ἄλλη προέρχεται ἀπό τίς γεννητικές δυνάμεις. Ἡ ρεύση τῶν γεννητικῶν δυνάμεων μολύνει τήν ψυχή ὅταν ἐκρέει παρά φύση καί παρανόμως. Τά δάκρυα ὅμως καθαρίζουν τήν ψυχή ὅταν βέβαια προέρχονται ἀπό τή μετάνοια. Πρέπει λοιπόν ὅσοι ἔχουν μολύνει τήν ψυχή τους μέ ἐφάμαρτες πράξεις ἤ ὅσοι ἀπό τήν ἐμπαθή κίνηση τῆς καρδιᾶς χάραξαν μέσα στό νοῦ τους ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες, νά καθαριστοῦν μέ πολλά δάκρυα γιά νά καταστήσουν τό χιτώνα τῆς ψυχῆς τους καθάριο καί λαμπερό. Διότι εἶναι ἀδύνατον νά δοῦν τόν Θεό, τό Φῶς Αὐτό πού φωτίζει τήν καρδιά κάθε ἀνθρώπου, τό Ὁποῖο ἔρχεται στόν ἄνθρωπο μέ τή μετάνοια, ἀφοῦ τόν Θεό ἀξιώνονται νά τόν δοῦν μόνο αὐτοί πού ἔχουν καθαρή τήν καρδιά.
Ἄς φροντίσουμε λοιπόν, πατέρες μου, ἀδελφοί καί τέκνα, νά ἔχουμε καθαρή τήν καρδιά, μέ τό προσεκτικό ἦθος καί τή συνεχή ἐξομολόγηση τῶν κρυφῶν μας λογισμῶν. Διότι ἡ συνεχής καί καθημερινή ἐξομολόγηση, ἐπειδή προέρχεται ἀπό καρδιά συντετριμένη, ὁδηγεῖ στή μετάνοια γιά ὅσα ἔχουμε πράξει ἤ ἁπλῶς λογιστήκαμε. Ἡ μετάνοια μέ τή σειρά της κινεῖ τά δάκρυα ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς καί αὐτά καθαρίζουν τήν καρδιά καί ἐξαλείφουν μεγάλες ἁμαρτίες. Καί ὅταν ἐξαλειφθοῦν οἱ ἁμαρτίες μέ τά δάκρυα, τότε ἡ ψυχή αἰσθάνεται μεγάλη παρηγορία ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τότε διαποτίζεται συνέχεια μέ δάκρυα γλυκύτατης κατάνυξης, ἀπό τά ὁποῖα τρέφεται νοητῶς κάθε ἡμέρα καί καλλιεργεῖ τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5, 22). Καί στόν κατάλληλο καιρό, σάν πολύσπορο σιτάρι, παραδίδει τούς καρπούς αὐτούς γιά τροφή ἀτελεύτητη τῆς ψυχῆς, γιά ζωή αἰώνια καί ἄφθαρτη.
Ὅταν φθάσει λοιπόν σ’ αὐτή τήν κατάσταση μέ σπουδή καί προσοχή ἡ ψυχή, εἶναι πιά οἰκεία στόν Θεό καί γίνεται κατοικητήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀξιώνεται νά βλέπει καθαρά τόν Ποιητή της καί Θεό (μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τῆς Θείας Χάριτος) καί νά συνομιλεῖ μαζί Του καθημερινά. Τότε ἐξέρχεται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, ἀπό τόν κόσμο καί ἀπό τήν ἀτμόσφαιρα καί ἀνέρχεται στούς οὐρανούς τῶν οὐρανῶν (Ψαλμ. 148, 4), καί, ἀνάλαφρη ἀπό τίς ἀρετές καί τίς πτέρυγες τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, καταπαύει “μετά πάντων τῶν Ἁγίων”. Ἐλεύθερη ἀπό τούς κόπους εἰσέρχεται μέσα στό ἄπειρο καί Θεῖο Φῶς, ὅπου συγχορεύουν καί συνδοξολογοῦν τά τάγματα τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ὁσίων καί ὅλων τῶν ἀγγελικῶν Δυνάμεων. Σ’ αὐτή τήν κατάσταση ἄς ἔλθουμε καί ἐμεῖς, ἀδελφοί ἐν Χριστῷ, γιά νά μήν ὑστερήσουμε ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες μας, ἀλλά μέ τόν ζῆλο γιά τό καλό καί τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, νά φθάσουμε σέ μέτρα πνευματικῆς ὡριμότητας, «εἰς ἄνδρα τέλειον» (Ἐφεσ. 4, 13). Δέν ὑπάρχει κανένα ἐμπόδιο, ἀρκεῖ μόνο νά θελήσουμε. Ἔτσι καί τόν Θεό θά δοξάσουμε μέσα στήν καρδιά μας καί ὁ Θεός θά εὐφρανθεῖ ἀπό μᾶς.
Ἔτσι θά Τόν βροῦμε τήν ὥρα τῆς ἀναχώρησής μας ἀπό τήν παροῦσα ζωή, νά μᾶς ὑποδέχεται σάν μέγας κόλπος τοῦ Ἀβραάμ καί νά μᾶς περιθάλπει στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Αὐτή τή Βασιλεία εἴθε νά ἐπιτύχουμε ὅλοι μας μέ τήν Χάρη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...