Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καύση Νεκρών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καύση Νεκρών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 05, 2017

Το κάψιμο των νεκρών (Γέροντος Γρηγορίου, Ηγουμένου Ιεράς Μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους)


Κοιμητήριο Ι.Μ. Δοχειαρίου
Δυστυχῶς ἡ κυβέρνηση ἐξακολουθεῖ νὰ κακουργῆ ἐπάνω στὸ πτῶμα τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς ζωοδότρας Ἐκκλησίας. Ὅ,τι φαντάστηκαν ἄνθρωποι κακοῦργοι τοῦ Γένους μας παίρνουν σάρκα καὶ ὀστᾶ.
Μιὰ οἰκογένεια ἔστειλε στὴν Ἀμερικὴ γιὰ θεραπεία τὸν πατέρα. Ἀνήγγειλε ὁ διεστραμ-μένος γιὸς ὅτι ὁ πατέρας ἀπέθανε. Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, ἔστειλε δέμα στὴν ἀδελφή του καὶ στὴν μάννα του μὲ διάφορα φαγώσιμα. Μεταξὺ αὐτῶν ὑπῆρχε καὶ ἕνα κουτὶ μὲ σκόνη, ποὺ οἱ ἄνθρωποι τὸ θεώρησαν νοστιμιὰ γιὰ τὸ φαγητό. Τὸ ἔριχναν στὶς σαλάτες καὶ σὲ ἄλλα ἐδέσματα. Ἔπειτα ἀπ᾽ τὸ δέμα ἀκολούθησε μία ἐπιστολή, ποὺ ἔλεγε ὅτι τὸ κυτίον φέρει τὴν τέφρα τοῦ πατέρα! Φαντάζεστε τὴν ταραχὴ μιᾶς χριστιανικῆς οἰκογένειας· νὰ αἰσθάνεται ὅτι τὴν τέφρα τοῦ πατέρα τους τὴν χρησιμοποίησαν γιὰ νοστιμιά.
Ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη διήγηση: Κάποιος ἱεραπόστολος Φιλόθεος ναυάγησε στὰ νησιὰ τοῦ ὠκεανοῦ καὶ ἄθελά του βρέθηκε ἀνάμεσα σὲ ἀνθρωποφάγους. Ὅταν μὲ τὸν δικό του τρόπο κατάφερε νὰ ἔρθη σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἀρχηγὸ τῆς φυλῆς, τὸν ρώτησε μιὰ μέρα:
– Ὁ πατέρας σου ζῆ;
– Ὄχι.
– Ποῦ τὸν ἔθαψες;
– Τὸν ἀγαποῦσα τόσο πολύ, ποὺ δὲν ἄφησα τὸ πτῶμα του νὰ πάη χαμένο καὶ τὸ ἔφαγα. Τὸν ἔθαψα στὴν κοιλιά μου.
Καὶ ἀνάδευε τὴν κοιλιά του, ποὺ ἦταν ὁ τάφος τοῦ πατέρα του.
Ἔτσι σιγά-σιγὰ ἐγκαταλείπουμε τοὺς θεσμοὺς τοῦ Γένους μας καὶ τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας καὶ γυρίζουμε πίσω στοὺς ἀγρίους λαούς.
Στὴν Ἑλλάδα, καὶ στὸ πιὸ μικρὸ νησάκι ὑπῆρχε τὸ λεγόμενο ἀσβεστοκάμινο καὶ τὸ ξυλοκάμινο. Τὸ ἕνα μᾶς ἔδινε ἀσβέστη γιὰ τὰ ἐπιχρίσματα τῶν κατοικιῶν μας καὶ τὸ ἄλλο κάρβουνα γιὰ τὶς ποικίλες ἀνθρώπινες ἀνάγκες. Σήμερα τέτοια καμίνια δὲν ὑπάρχουν. Στὴν θέση τους στήνονται καμίνια νὰ ψήνουν τοὺς νεκρούς. Ὁ Ναβουχοδονόσωρ εἶχε βέβαια προχωρήσει λίγο πιὸ μπροστὰ ἀκόμη καὶ σὲ ἑπτακαυθεῖσα κάμινο ἔκαιγε καὶ τοὺς ζωντανούς. Πῶς μπορῶ νὰ φανταστῶ τοὺς γονεῖς μου νὰ καίγωνται σὲ διασυρίζον πῦρ; Καὶ μετὰ σὲ κυτίον γιὰ νοστιμιὰ στὰ φαγητά;
Ἐμεῖς δὲν θὰ κάψουμε τοὺς νεκρούς μας. Ἀναλογισθήκατε τὶ πολιτισμὸς βγῆκε ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν προγόνων μας; Πόσα κτερίσματα καὶ χρυσᾶ σκεύη καὶ νομίσματα ἔχουμε σήμερα στὰ μουσεῖα μας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς κεκρυμμένους στοὺς λαγόνες τῆς γῆς τάφους; Ἀκόμα καὶ παραστάσεις ζωγραφικῆς τοὺς κοσμοῦσαν. Ἂν ἐπικρατοῦσε τὸ κάψιμο τῶν νεκρῶν, τί θὰ εἴχαμε σήμερα νὰ δείξουμε στὰ μουσεῖα μας, ἀφοῦ αὐτὰ ποὺ φαίνονταν τὰ κατάκλεψαν ἡ κλεφτουριὰ τῆς Εὐρώπης; Τόμοι ὁλόκληροι μποροῦνε νὰ γραφτοῦνε γιὰ τὰ κλεψιμαίικα τῆς ἑλληνιστικῆς, ρωμαϊκῆς καὶ βυζαντινῆς ἐποχῆς καὶ τῆς καταραμένης Τουρκοκρατίας. Ἀπὸ τὶς παραδοσιακὲς κηδεῖες-ἐκφορές, πόσους ὑπέροχους λόγους ἔχει νὰ μᾶς δείξη ἡ ἑλληνικὴ λογοτεχνία (ἐπιτάφιος Περικλέους, τοῦ Θουκυδίδου, ἐπιτάφιος τοῦ Δημοσθένους, τοῦ Γοργία, τοῦ Ὑπερείδη, τοῦ Πλάτωνα, κ.ἄ.) καὶ ἡ χριστιανικὴ γραμματεία (ἐπιτάφιος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον, εἰς Καισάριον, εἰς Γοργονίαν, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, κ.ἄ.). Ἂν εἴχαμε ἀποβάλει στὸν τόπο μας αὐτὲς τὶς συνήθειες, τί θά ᾽χαμε σήμερα νὰ σπουδάσουμε; Ὁ πολιτισμὸς κάθε κατοικημένης περιοχῆς φαίνεται ἀπὸ τὰ περιποιημένα κοιμητήρια. Ἕνας συνετὸς ἐπισκέπτης παλιὰ ζητοῦσε πρῶτα νὰ ἐπισκεφθῆ τὸ κοιμητήριο τοῦ οἰκισμοῦ καὶ μετὰ τὸν οἰκισμό. Γνώρισμα τῶν πολιτισμένων λαῶν εἶναι ἡ περιποίηση τῶν κηποταφείων.
Ἤκουσα καὶ ἐθαύμασα: τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, στὴν Γεωργία, παίρνουν τὸ φαγητό τους καὶ πᾶνε πάνω στοὺς τάφους τῶν κεκοιμημένων τους καὶ τρῶνε τὸ ἄριστον τοῦ Πάσχα. Κι ἔτσι σ᾽ αὐτὴν τὴν χώρα δὲν ὑπάρχουν ζωντανοὶ καὶ κεκοιμημένοι· εἶναι ὅλοι ἀναστημένοι.
Ἐμεῖς θὰ θάπτουμε τοὺς νεκρούς μας, γιατὶ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ πιστεύουμε μᾶς λέει «ἐκ τῶν μνημείων ἐγερθήσονται εἰς τὴν κοινὴν ἀνάστασιν». Ὁ σταυρὸς πάνω ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ κάθε νεκροῦ συμβολίζει ὅτι ἐπάτησε τὸν θάνατο καὶ προσδοκᾶ τὴν ἀνάσταση. Ἂν δὲν εἴχαμε τὴν ταφὴ τῶν νεκρῶν, θὰ εἴχαμε σήμερα οἱ χριστιανοὶ οἱ ὀρθόδοξοι λείψανα Μαρτύρων καὶ Ἁγίων; Θὰ ἀπολαμβάναμε θαύματα ἀπὸ τὶς λάρνακες τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας; Ὅλη ἡ ὀρθόδοξη λατρεία εἶναι πεπλεγμένη μὲ τὰ ὀστᾶ τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν Ὁσίων, τὰ ὁποῖα ἐκβλύζουν ἰάματα. Οἱ χριστιανοὶ καὶ τ᾽ ἀποκαΐδια ἀπὸ τὰ ὀστᾶ τῶν Μαρτύρων τὰ σύναζαν. Ἀπὸ τὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων στήσαμε παντοῦ θυσιαστήρια κι ἔγινε ὅλη ἡ γῆ θυσιαστήριο συμφιλιώσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό.
Ἐμεῖς θὰ ἐξακολουθήσουμε νὰ τιμοῦμε τοὺς νεκρούς μας, νὰ τοὺς κηδεύουμε μὲ λαμπάδες καὶ θυμιάματα καὶ νὰ τοὺς ἀποθέτουμε στὴν χαίνουσα γῆ. Οἱ μωλωπισμένοι περὶ τὴν πίστιν ἂς τοὺς καῖνε, γιὰ νὰ ἐξαλειφθῆ τὸ μνημόσυνό τους ἀπὸ τὴν γῆ.
Τέφρα εἶστε καὶ τέφρα νὰ γίνετε. Σὰν λαγωνικὰ σκυλιὰ ψάχνετε τὶ μᾶς διαφοροποιεῖ ἀπὸ τοὺς βάρβαρους λαοὺς καὶ τὸ καταστρέφετε. Θέλεις, ὑπουργέ, νὰ κάψης τοὺς γονεῖς σου; Κάψε τους καὶ ἀποτεφρώσου κι ἐσὺ μαζί τους. Ἐμεῖς τὸν οὐρανὸ τὸν θέλουμε κοντά μας. Δὲν θέλουμε νὰ κρατήσουμε ἀποστάσεις, γιατὶ τότε θὰ φανοῦμε ἐπιλήσμονες τῶν προγόνων μας. Ἡ ἐκφορὰ καὶ οἱ τάφοι εἶναι ἐκεῖνα ποὺ πάντοτε μᾶς ὑπενθύμιζαν τὰ πέραν τοῦ τάφου. Οἱ τάφοι τῶν νεκρῶν μας εἶναι καρνάγια, γιὰ νὰ στήνουμε καράβια. Ἡ φράση «ποῦ τεθείκατε αὐτόν;» εἶναι τὸ αἰώνιο ἐρώτημα γιὰ τοὺς προγόνους μας. Ὁ τάφος τους εἶναι τὸ δέσιμο μαζί τους, εἶναι ἕνα ἀγκυροβόλημα γιὰ τὴν ζωή μας. Βέβαια, ἡ ἀπαίσια ἀναισχυντία τῶν κρατούντων μπορεῖ νὰ κάνη τὴν καύση τῶν νεκρῶν ὑποχρεωτική. Τότε, καὶ ζῶντες καὶ τεθνεῶτες θ᾽ ἀνοίξουν τὰ θηκάρια τους καὶ θὰ βγάλουν σπαθιὰ ποὺ θὰ λάμψουν στὶς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου. Ἄφρονες, ἄφρονες, μαζευτεῖτε, ἐλᾶτε στὰ συγκαλά σας, γιατὶ θὰ σᾶς σιχαθῆ καὶ ἡ μάννα ποὺ σᾶς γέννησε.
http://www.pentapostagma.gr

agioritikesmnimes
πηγή

Σάββατο, Φεβρουαρίου 20, 2016

Η αποτέφρωση της παράδοσης


Του π. Γεωργίου Οικονόμου, Δρ. Θεολογίας | Romfea.gr

osteofulakiaΉδη από το 2002 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος είχε αποφανθεί περί της αποτέφρωσης των κεκοιμημένων ότι η Εκκλησία δέν δέχεται τήν ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων γιά τά μέλη της.
Δέν ἔχει ὅμως ἁρμοδιότητα γιά ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θέλουν τήν ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων τους γιά λόγους προσωπικῆς συνειδήσεως[1].
Σήμερα, ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια, επίκειται να ψηφιστεί νόμος[2], που θα διευκολύνει την λειτουργία και δημιουργία Κέντρων Αποτέφρωσης (άρθρο 20) αλλά και προσπαθεί να επιβάλλει στην Ορθόδοξη Εκκλησία την τέλεση νεκρώσιμης ακολουθίας προ της αποτέφρωσης (άρθρο 21). Το γεγονός αυτό προκάλεσε και την έντονη αντίδραση της Ιεράς Συνόδου[3].
Αυτές οι εξελίξεις καλλιεργούν ευρύτερους θεολογικούς προβληματισμούς σχετικά με την εκκλησιαστική θεώρηση του μυστηρίου του θανάτου.
Ο Φώτης Κόντογλου με προφητική διαίσθηση πριν πενήντα και πλέον χρόνια διαμαρτύρεται έντονα για την εκμετάλλευση και εμπορευματοποίηση του ιερού αυτού μυστηρίου και γράφει˙ μια Κυριακή, μετά τη λειτουργία, είχε δύο - τρία μνημόσυνα στην εκκλησία που πήγα.
Κι επειδή βιαζόντανε, παπάδες και ψάλτες, να τελειώνουνε γρήγορα με τον Θεό για να δούνε την πελατεία, τόλμησα να πω δυο λόγια για τα θεατρικά αυτά μνημόσυνα, με τα φρικτά μωβ κρέπια, με τις γλάστρες, με τις κορδέλλες με τα χρυσά γράμματα, και με τους διάφορους χαροεργολάβους.
Τί ήθελα να μιλήσω; Με περιλάβανε όλοι οι ενδιαφερόμενοι της επιχειρήσεως, και πιο λυσσασμένα οι εργολάβοι... «Ποιος θα δούλευε μου λέγανε αν δεν γινόντανε έτσι επίσημα τα μνημόσυνα κι οι κηδείες; Που βρισκόμαστε; Στα βλαχοχώρια;» [4].
Από τότε έως σήμερα η κατάσταση έχει επιδεινωθεί σοβαρά. Η ευλογημένη χριστιανική παράδοση, που εξέφραζε μια βαθειά ποιμαντική αγωνία προ του θανάτου με φροντίδα των οικείων για Εξομολόγηση, Θεία Κοινωνία, τέλεση Ιερού Ευχελαίου, τις ευχές εις ψυχορραγούντα, αλλά και τέλεση Τρισαγίου αμέσως μετά την Κοίμηση, ξενύχτι στην οικία με ανάγνωση του Ψαλτηρίου και την ακολουθία στην ενορία έως την ταφή, εκλείπει.
Και δίνει την θέση της σε νέα ήθη, άγνωστα στον τόπο και την πίστη μας. Ορισμένα από αυτά˙ απαγόρευση εισόδου του σκηνώματος στο σπίτι (ισχύει ήδη στην Πρωτεύουσα), τοποθέτηση σε ψυγεία, έκθεση στα νεκροστάσια του Κοιμητηρίου λίγη ώρα μόνο πριν την ακολουθία, τέλεση της νεκρώσιμης ακολουθίας ενίοτε αδικαιολόγητα συντετμημένης αλλά και ταφή με καινούρια αφιλάνθρωπα στοιχεία, που επιδεινώνουν τον ανθρώπινο πόνο.
Αναφέρουμε χαρακτηριστικά την αντί της καθόδου του σκηνώματος στον τάφο, το ράντισμα με λάδι και την ρίψη χώματος εκεί, αυτά να γίνονται σε πρόχειρα και κακόγουστα υπερυψωμένα στηρίγματα προ της ταφής.
Επίσης, παρατηρείται ότι συχνά προτιμάται η τέλεση της ακολουθίας στον Κοιμητηριακό Ναό και όχι στην ενορία.
Με την επιλογή αυτή η ενορία δεν έχει την ποιμαντική ευκαιρία να σταθεί παρακλητικά κοντά στους οικείους ούτε να ευχηθεί υπέρ του μέλους της, που μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν[5].
Οι νεοτερικές αυτές συνήθειες και οι επόμενες, που θα έλθουν, με την επιλογή της αποτέφρωσης, με την παράταση των ημερών προ της ταφής στα πρότυπα του εξωτερικού, με τέλεση πολιτικών κηδειών, αναμφίβολα υπηρετούν οικονομικά την σχετική βιομηχανία.
Την ίδια στιγμή επιχειρούν να αποδομήσουν συθέμελα τις ευλογημένες παραδόσεις μας. Παραδόσεις ανθρωπιάς, ευλάβειας, προσευχής, τιμής προς τον κεκοιμημένο, παραδόσεις φιλάνθρωπες και διδακτικές, που καλλιεργούν την φιλοσοφία του μυστηρίου και την ακλόνητη ελπίδα στην αιώνια ζωή.
Ιδιαίτερα η αποτέφρωση των νεκρών εκφράζει και συμβολίζει τον ευρύτερο μηδενισμό της εποχής μας. Απιστία στην αιώνια ζωή και την ανάσταση και έκπτωση του ανθρώπου από κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν δημιούργημα του Θεού, στο οποίο ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆςο Κύριος, έκπτωση σε μια κοινή βιολογική ύπαρξη σαν ζώο ή φυτό. Χωρίς ελπίδα Παραδείσου.
Χωρίς Ανάσταση. Χωρίς Φως. Ως ενδεικτικό παράδειγμα αυτού του μηδενισμού μπορούμε να αναφέρουμε σπουδαίο κατά τα άλλα Έλληνα λαογράφο (δεν αναφέρουμε το όνομά του προς αποφυγήν κρίσεως – δύναται όμως ο καθένας πολύ εύκολα να αναζητήσει τα στοιχεία), ο οποίος εκοιμήθη το 2003 και, σύμφωνα με την διαθήκη του, όχι μόνο αποτεφρώθηκε αλλά και η στάχτη του διασκορπίστηκε στους υπονόμους του Παρισιού. Ατυχείς και δυστυχείς και αξιολύπητοι οι αδελφοί μας αυτοί, που επιθυμούν την αποτέφρωση.
Και φανερώνεται έστω και τώρα, την ύστατη ώρα, πεδίον λαμπρόν ποιμαντικής και κατηχήσεως, διακονία επανευαγγελισμού του έθνους μας, που έχασε την πίστη στην Ανάσταση αλλά και την πίστη στον Θεό, γενικότερα, ώστε να την επανεύρει.
Για να το επιτύχουμε αυτό οφείλουμε να γίνουμε παιδαγωγοί εἰς Χριστὸν, πρώτα με την ζωή μας και, ύστερα, με τους λόγους μας.
Για να μπορέσει ο πολυτρόπως προδομένος και απελπισμένος λαός μας να αναφωνήσει μαζί με τον Προφητάνακτα· ἐγὼ δὲ ἐπὶ σοὶ ἤλπισα, Κύριε, εἶπα· σὺ εἶ ὁ Θεός μου[6].
Να προσδοκά αταλάντευτα ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Και να γνωρίζει, όπως δίδαξε ο Ίδιος ο Κύριος και όπως ακούμε παρακλητικά στο ευαγγέλιο της νεκρώσιμης ακολουθίας ότι όποιος ακούει τον λόγο Του και πιστεύει σε Αυτόν που Τον έστειλε στη γη, δηλαδή τον Πατέρα, δεν κρίνεται αλλά έχει αιώνια ζωή και ο θάνατος είναι ο τρόπος με τον οποίο μεταβαίνει σε αυτήν.
Γιατί έρχεται ώρα, που οι νεκροί θα ακούσουν την φωνή του Υιού του Θεού και όσοι την ακούσουν θα ζήσουν αιώνια. Όπως ο Πατέρας έχει ζωήν ἐν ἑαυτῷ την ίδια ζωή έδωσε και στον Υιό, όπως και την εξουσία να κρίνει τους ανθρώπους, διότι ενηνθρώπησε.
Έρχεται ώρα, κατά την οποία όλοι οι νεκροί θα ακούσουν την φωνή Του και οι αγαθοί θα κληρονομήσουν την αιώνια ζωή ενώ οι πονηροί θα κριθούν ανάξιοι αυτής.
Η κρίση αυτή είναι δίκαια και σύμφωνη με το θέλημα του Πατέρα, στο οποίο ο Υιός κάνει υπακοή, καθώς ποτέ δεν πράττει κάτι από μόνος Του[7].
Ο άνθρωπος, που δέχεται αυτή την θεολογική θεώρηση δεν μπορεί να αποδέχεται ή να ζητά την καύση, αλλά σέβεται την ευλογημένη παράδοση της ταφής.
Η δε έντονη αντίδραση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος σε καμία περίπτωση δεν εκφράζει φονταμενταλισμό ή έμμονη προσκόλληση σε παραδόσεις, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, αλλά φανερώνει μόνο την βαθειά αγάπη και την φιλανθρωπία της. Και αναπαύει το αλάθητο δογματικό αισθητήριο του λαού του Θεού, που θλίβεται με την κρατική αυτή ανομία.
Έχουν ήδη θεσμοθετηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες οι πολιτικοί γάμοι, τα σύμφωνα συμβίωσης – εσχάτως και των ομοφύλων – τα αυτόματα διαζύγια, οι εκατοντάδες χιλιάδες ετησίως αμβλώσεις αθώων παιδιών, των οποίων το αίμα βοά προς τον Κύριο.
Ας μην προσθέσουμε διά της αποτέφρωσης νέα εθνικά ανομήματα, που επιφέρουν την ενέργεια πνευματικών νόμων, σύμφωνα με τον μακαριστό Όσιο Παΐσιο τον Αγιορείτη, ο οποίος έλεγε με πόνο ότι οι Έλληνες έχουν πάρει τον «γλυκύ κατήφορο» της αμαρτίας, και γι'αυτό δεν δικαιούνται την θεία βοήθεια[8].
Αυτός ο γλυκύς κατήφορος ως αποτέφρωση της παράδοσης μας οδήγησε και στην επίκαιρη συζήτηση περί αποτεφρωτηρίων σε έναν κόσμο, που έχασε δυστυχώς την πίστη, την ελπίδα, την εμπιστοσύνη στην θεία πρόνοια και αγάπη και την προσδοκία της αιώνιας ζωής.

[1] http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/egyklioi.asp?id=329&what_sub=egyklioi
[2] http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/c8827c35-4399-4fbb-8ea6-aebdc768f4f7/9421703.pdf
[3] http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/holysynod.asp?id=2079&what_sub=d_typou
[4] Φώτη Κόντογλου, Ξενομανίας το ανάγνωσμα, στα Μυστικά Άνθη, Αθήνα, εκδ. Αστήρ, 1981, σελ. 134
[5] Ιω. 5, 24
[6] Ψαλμ. 30, 15
[7] Πρβλ. Ιω. 5, 24 - 30
[8] Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, εκδ. Ι.Η. Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 2015, σ. 421

Τετάρτη, Νοεμβρίου 19, 2014

Περὶ τῆς ταφῆς καὶ τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν -Μητροπολίτης Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Νικόλαος



Τὸ σήμερα, τὸ χθὲς καὶ τὸ γιὰ πάντα τῆς ταφῆς καὶ τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν



Ὅταν τόν περασμένο Ἰανουάριο δημοσιεύθηκαν στήν "Καθημερινή" κάποιες σκέψεις μου, πού προσπαθοῦσαν νά προσδιορίσουν τό ἦθος καί τό φρόνημα τῆς πίστεως καί παραδόσεώς μας σχετικά μέ τήν καύση τῶν νεκρῶν, ὑπῆρξε μιά ἐπιστολή ἐντόνου ἀντιθέσεως πρός τά γραφόμένα μου, γραμμένη ὅμως μέ εὐγένεια, εἰλικρίνεια καί σοβαρότητα τέτοια πού δέν θά μποροῦσα εὔκολα νά ἀντιπαρέλθω.

Ὁ ἐπιστολογράφος κατά τήν γνώμη μου ἦταν δικαιολογημένος ἀλλά δέν εἶχε δίκιο. Μιλοῦσε σωστά γιά τήν πραγματικότητα, ἀλλά δέν ἀκουμποῦσε τήν ἀλήθεια. Ὁ λόγος τοῦ θεολογικοῦ βιώματος τῆς διαχρονικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἡ βαθύτερη ἐλπίδα τῶν πραγμάτων τοῦ φάνηκε προκλητικά καί ὑπερβολικά "ἐξωραϊσμένος". Ἔπαυσε ἡ κοινωνία μας νά ἔχει ἀντίστοιχα βιώματα.

Σκέφθηκα , λοιπόν, πώς χρέος μου θά ἦταν νά ἀναφερθῶ λίγο στή σημερινή καί τήν παραδοσιακή πραγματικότητα τοῦ τρόπου τῆς ταφης τῶν νεκρῶν, ἀφηνοντας μέσα ἀπό αὐτήν νά διαφανεῖ ἡ πνευματική ἀλήθεια γιά τήν πρόταση καύσης τῶν νεκρῶν, ὅπως τήν ζεῖ ἡ Ἐκκλησία μας. Ἡ πρόταση αὐτή προφασίζεται τήν πραγματικότητα τῆς ζωῆς καί τά γεγονότα, διαψεύδεται ὅμως ἀπό τήν βαθύτερη ἀλήθεια τῶν πραγμάτων.


1. Ἡ πραγματική εἰκόνα σήμερα

Σέ μιά πόλη μεγάλη σάν τήν Ἀθήνα ἔχει πλέον δημιουργηθεῖ μιά νέα εἰκόνα τῆς κηδείας. Ὁ νεκρός δέν διανυκτερεύει στό σπίτι του, ἀλλά σέ ψυγεῖο. Οὔτε θάβεται τήν ἑπομένη, ἀλλά συνήθως καθυστερεῖ. Οἱ γείτονες,ἀποξενωμένοι ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο καί ἐρμητικά κλεισμένοι στόν ἑαυτό τους ὁ καθένας ἀρνοῦνται τό θέαμα καί τήν κατάσταση πού αὐτό δημιουργεῖ. Ἡ ἐκφορά τοῦ νεκροῦ δέν γίνεται πλέον ἀπό τό σπίτι του -τόν τόπο τῆς ἐκφράσεώς του -, ἀλλά ἀπό τό δημόσιο κοιμητήριο -τόν τόπο τῆς δημοτικῆς ἐκμεταλλεύσεώς του. Ἔτσι δέν τόν ξαγρυπνοῦμε. Ὁ χῶρος ἀποχαιρετισμοῦ του εἶναι τό ἀπρόσωπο περιβάλλον τοῦ κοιμητηρίου, καί μάλιστα μαζί μέ ἄλλους. Τό γεγονός χάνει τή μοναδικότητά του.

Οἱ μεταφορεῖς τῆς σωροῦ, οἱ νεκροθάπτες, οἱ ψάλτες εἶναι ἄγνωστοι, πού πληρώνονται καί πού συνεχῶς αὐτή τήν δουλειά κάνουν. Πρόσωπα ἐθισμένα καί ὡς ἄγνωστα ἐντελῶς ἀμέτοχα στήν ἱερότητα ἤ τουλάχιστον στό συναισθηματικό δράμα τῆς ἀκολουθίας καί στό πραγματικό τῆς οἰκογενείας. Οἱ φίλοι καί οἱ γνωστοί δέν συμμετέχουν ἐνεργά στήν πρακτική διαδικασία τῆς κηδείας, ἁπλά παρακολουθοῦν παθητικά.

Ὁ ἱερέας, τό ἴδιο κουρασμένος, ψυχρός καί συχνά ἀδιάφορος. Ὅπως ὁ γιατρός ἔχει συνηθίσει τούς ἀσθενεῖς, αὐτός ἔχει συνηθίσει νά βλεπει τούς νεκρούς. Ἀδυνατεῖ νά συμμετάσχει. Τά λερωμένα του ἄμφια, ἡ σκληρή καί ξερή ἀπό τόν κόπο καί τή συνήθεια φωνή του, ἡ μπουχτισμένη μορφή του, δίπλα στόν κακόγουστο διάκοσμο-ἀπογοητευτικό ἀποτέλεσμα τυποποιημένης ἐπαγγελματικῆς διαδικασίας καί ὄχι εὐλαβοῦς εὐαισθησίας προσφιλῶν προσώπων, -τά χιλιοπατημένα χαλιά, τούς ἀνούσιους λόγους, καί τίς παγερές ὄψεις τῶν δημοτικῶν ὑπαλλήλων τοῦ κοιμητηρίου ἤ τίς ἐπαγγελματικές τῶν ἐργολάβων, δεμένων μέ τούς δυτικόπληκτους ξελαρυγγισμούς μιᾶς παράταιρης χορωδίας ἤ τήν μοιρολογική φωνή ἑνός ψάλτη τῆς παλαιοληθικῆς ἐποχῆς, συνθέτουν μιά εἰκονα πού θυμίζει πιό πολύ τό θάνατο ἀπ' ὅσο ὁ ἴδιος ὁ νεκρός.

Ἡ κηδεία κατήντησε νά εἶναι περισσότερο μιά τελετή συμπαραστάσεως στούς συγγενεῖς, παρά μιά ἐκκλησιαστική ἔκφραση συντόνου καί ἐντόνου προσευχῆς γιά τόν ἀποθανόντα. Μιά πράξη ἀνθρώπινης παρηγοριᾶς παρά μιά κίνηση ἐκζητήσεως τῆς θεϊκῆς παρακλήσεως. Κάτι πού γίνεται γι' αὐτούς πού μένουν πίσω, παρά κάτι πού ἐπιτελεῖται γι' αὐτόν πού ἀναχωρεῖ.

Ὅλο αὐτό τό σενάριο δημιουργεῖ σέ ὁρισμένους τέτοια τραυματική ἐμπειρία συναισθηματικῆς καί ἰδεολογικῆς ἀποστροφῆς πού, ἐπειδή ἀκριβῶς ἐπαναλαμβάνεται, θέλουν ὁριστικά νά τήν ξεχάσουν. Καί ἐπειδή αὐτό δέν γίνεται, θέλουν νά ὑποβαθμίσουν τό γεγονός. Αὐτό εὔκολα στίς μέρες μας ὁδηγεῖ στήν πρόταση γιά καύση τῶν νεκρῶν. Αὐτό θά ὁριστικοποιήσει τήν ἀσέβεια.


2. Τό παραδοσιακό παρελθόν

Δίχως νά πέσουμε στήν παγίδα μιᾶς ἐξωραϊσμένης παρελθοντολογίας, νομίζω δέν θά ἀδικούσαμε τήν ἀλήθεια, ἄν λέγαμε ὅτι τό παρελθόν εἶχε πολύ περισσότερη ἀνθρωπιά, σεβασμό καί ὑπογραμμισμένα τά πρόσωπα. Οἱ κοινωνίες ἦσαν μικρότερες, οἱ δεσμοί καί οἱ σχέσεις πολύ πιό ἔντονες καί αὐθεντικές. Γι ' αὐτό καί ἡ συμμετοχή τοῦ καθενός σέ τόσο ἰδιαίτερες στιγμές πολύ πιό προσωπική. Στά χωριά τό γεγονός τοῦ θανάτου ἦταν γεγονός πού φαινόταν. Ἐπικέντρωνε τό ἐνδιαφέρον ὅλων. Μονοπωλοῦσε τίς συζητήσεις. Ἔδινε ταυτότητα στήν κοινωνική ζωή τοῦ συνόλου. Γι' αὐτό καί τό ἐπισφράγισμα τοῦ θανάτου, ἡ κηδεία καί ἡ ταφή εἶχαν σεβασμό, χρόνο, διάρκεια καί προσωπική συμμετοχή.

Ἀπ' ὅπου περνοῦσε ἡ κηδεία, σταματοῦσε κάθε κοσμική ἤ ἐμπορική συναλλαγή. Οἱ καταστηματάρχες κατέβαζαν τά στόρια - στή Θράκη καί τή Μικρά Ἀσία, ἀκόμη καί οἱ τοῦρκοι καί οἱ μωαμεθανοί, -ὅλοι σταυροκοπιόνταν, σταματοῦσε καί τό ἀντίθετο ρεῦμα τῆς κυκλοφορίας γιά νά ἀποδώσει κι αὐτό τό σεβασμό του.

Ἡ ἴδια εἰκόνα διατηρεῖται σήμερα καί στά μονασήρια. Ὅλα ἐπιτελοῦνται μέ μοναδική προσοχή στίς λεπτομέρειες -αὐτές ὑπογραμμίζουν τήν πίστη μας στό μυστήριο καί τό σεβασμό μας σ' αὐτά πού διακηρύττουμε. Ἄν ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά πεῖ ναί στήν καύση τῶν μοναχῶν δέν μπορεῖ νά συγκατατεθεῖ ποτέ καί μέ τήν καύση τοῦ οἱουδήποτε πιστοῦ της.

Σήμερα στήν ἐκταφή, ὁ ἁρμόδιος ὑπάλληλος τοῦ Δήμου ἔχει τά γάντια του γιά νά μή μολυνθεῖ, ἁπλώνει μιά τυποποιημένη σακκούλα "σκουπιδιῶν" ἤ "ἀπορριμάτων"- ἔτσι γράφει ἡ κορδέλλα -ἀπό τόν Βασιλόπουλο ἤ τόν Μαρινόπουλο καί ἀρχίζει βιαστικά νά σκάβει καί νά ψάχνει γιά τά ὀστᾶ. Δίπλα του, ἕνα καταλερωμένο καροτσάκι γεμάτο χώματα, ἄχρηστα ἀντικείμενα καί ἐργαλεῖα, τό ἴδιο μέ τό ὁποῖο γίνεται ἡ μεταφορά τῶν σκουπιδιῶν τοῦ κήπου, σοῦ ὑπενθυμίζει ἀπάνθρωπα τό ἐνδεχόμενο νά δεῖς τόν ἀγαπημένο σου ἄλειωτο σκουπίδι νά πετιέται σέ μιά γωνιά γιά ἕνα ἀκόμη χρόνο. Ὁ ἄνθρωπος πού τά κάνει αὐτά ἐδῶ πληρώνεται. Σοῦ εἶναι πολύ δύσκολο νά τοῦ πεῖς νά προσέξει μήπως κάτι παραμείνει θαμμένο. Μπορεῖ καί νά θυμώσει.

Τό παρελθόν καί ἐδῶ εἶναι διαφορετικό· γυναῖκες μέ καθαρές λεκάνες, ἄνδρες μέ κασμάδες καί φτυάρια -πού ἄφησαν γιά τή μέρα τή δουλειά τους, -ὁ παπάς καί οἱ συγγενεῖς πηγαίνουν γιά τήν ἐκταφή. Ἁπλώνουν πρῶτα ἕνα πεντακάθαρο σεντόνι ἤ μιά ἀχρησιμοποίητη πετσέτα, ὅλα ἄσπρα καί μέσα σέ ὑποβλητική ἡσυχία, μέ συγκίνηση καί ἀγωνία, στόν ἀπόμερο χῶρο τοῦ κοιμητηρίου, δίχως θορύβους ἐπιτελεῖται ἡ ἱεροτελεστία τῆς ἐκταφῆς. Ἀντί γιά ἀδικαιολόγητους φόβους, ὁ πόθος τῆς καινούργιας συναντήσεως. Ἀντί γιά ψυχρή ἐπαγγελματική βιασύνη , ἡ τρυφερότητα τῶν αἰσθημάτων καί ἡ ὑπομονή τοῦ σεβασμοῦ. Ὁ χρόνος τραβάει, διαρκεῖ. Ὅλα πλένονται ὄχι σέ φορμόλη ἤ ἄλλα χημικά, ἀλλά σέ ἁγνό κρασάκι ἀπό τό ἀμπέλι καί μέ πεντακάθαρο νερό. Ἔτσι ξανασυναντᾶ κανείς τό τελευταῖο ὑπόλειμμα τοῦ θησαυροῦ τοῦ προσώπου. Αὐτό εἶναι ἀδύνατο νά σκεφθεῖ κανείς νά τό κάψει. Δέν μπορεῖ.

Σίγουρα ἡ εἰκόνα αὐτή μέ κανένα τρόπο δέν θά μποροῦσε νά ἐπανέλθει στή σημερινή πραγματικότητα. Ἡ γνώση ὅμως καί ἡ διαρκής ἀνάμνησή της εἶναι βασική προϋπόθεση στή διαμόρφωση μιᾶς σύγχρονης πνευματικῆς πρακτικῆς, συμβατῆς μέ τά δεδομένα τῆς σημερινῆς κοινωνικῆς πραγματικότητος καί τῆς αἰώνιας καί διαχρονικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας. Ἡ κηδεία ἀπό ὑπόθεση δημοτικῆς ἐκμεταλλεύσεως πρέπει νά ξαναγίνει ἱερή πράξη καθαρά ἐκκλησιαστικῆς φύσεως.


3. Οἱ προφάσεις γιά τήν καύση τῶν νεκρῶν

Οἱ λόγοι πού συνήθως παρουσιάζονται γιά νά ὑποστηρίξουν τήν καύση τῶν νεκρῶν εἶναι οἱ ἑξῆς:

α. Ἔλλειψη χώρου
Τό πρῶτο ἐπιχείρημα εἶναι ἡ ἔλλειψη χώρου. Αὐτό ἰσχύσει κυρίως για τήν Ἀθήνα. Μιά τεράστια πόλη μέ δυσανάλογο πρός τήν ἔκτασή της πληθυσμό εἶναι πολύ φυσικό νά διαθέτει περιορισμένης ἐκτάσεως κοιμητήρια γιά νά φιλοξενήσουν ἕνα διαρκῶς αὐξανόμενο ἀριθμό νεκρῶν. Εἶναι ὅμως αὐτὸ τό ἐπιχείρημα πειστικό; εἶναι ἡ δυσκολία ἀνυπέρβλητη; Κατά καιρούς ἔχουν προταθεῖ λύσεις, λιγότερο ἤ περισσότερο πρακτικές, σχετικά μέ τούς οἰκογενειακούς τάφους ἤ τήν ἀποσυμφόρηση τῶν κοιμητηρίων μέ μετάθεση τῆς ταφῆς στήν ἐπαρχία, ὅπου αὐτό εἶναι δυνατόν κ.ο.κ.

Στήν οὐσία, τό ἐπιχείρημα ὅτι δέν ἔχουμε χῶρο στά κοιμητήρια μας ἤ χώρους γιά κοιμητήρια ἀποτελεῖ πρόφαση, πού ἰσοδυναμεῖ μέ προσβολή. Ἄν δέν ἔχουμε, νά δημιουργήσουμε χῶρο. Ὅπως εἶναι ἀνάγκη στήν πολύκοσμη Ἀθήνα να δημιουργηθοῦν χῶροι γιά parking , ἀναψυχή, πολυκαταστήματα κ.λπ., ἔτσι μπορεῖ νά ληφθῆ καί ἡ δέουσα πρόνοια γιά τούς νεκρούς. Ἡ ἀγάπη καί ὁ σεβασμός δημιουργοῦν καί χῶρο καί προϋποθέσεις. Ἄν καταλάβουμε ὅτι ἡ ἀνάγκη νά σεβασθοῦμε τούς νεκρούς μας εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ὁποιαδήποτε πρακτική ἀνάγκη, τότε θά βρεθοῦν καί οἱ κατάλληλοι χῶροι.

Ἡ κοινωνία μας συχνά ἐκφράζει καί τή στενότητα πού νοιώθει ὄχι γιά τούς νεκρούς, ἀλλά καί γιά τούς ἐπερχομένους ζωντανούς. Οὔτε γι' αὐτούς δέν ἔχει χῶρο ὁ κόσμος μας. Γι' αὐτό καί νομιμοποιεῖ τίς ἀμβλώσεις. Ἔτσι, νόμιμα πλέον καταστρέφουμε τό σπαρμένο στά σπλάγχνα τῆς μητέρας ἔμβρυο. Κατά ἀνάλογο τρόπο, καῖμε τό σῶμα στά σπλάγχνα τῆς γῆς γιά νά μήν ζήσει αιώνια. Ὄχι γιατί δέν θέλουμε αὐτό νά ζήσει, ἀλλά γιατί δέν θέλουμε ἐμεῖς να ζήσουμε αἰώνια. Ἡ ὕπαρξη, ἡ ζωή του μᾶς θυμίζει τήν αἰωνιότητα. Ἐμεῖς μ'αὐτήν ἔχουμε πρόβλημα, ὄχι μέ τόν νεκρό, μέ τόν Θεό.

Στίς μωαμεθανικές χῶρες, πού ἀπαγορεύεται ἡ ἐκταφή ἤ ἡ κατακόρυφη σέ ἐπίπεδα ταφή, πού οἱ πληθυσμοί εἶναι πυκνοί καί αὐξανόμενοι, οἱ θάνατοι πιό σύντομοι, πῶς χωροῦν τά κοιμητήρια;

Ἐάν τελικά ἰσχύσει τό κριτήριο τῆς ἔλλειψης τοῦ χώρου, τότε σύντομα θά περάσουμε καί σ' ἕνα πρόβλημα, τήν ἔλλειψη τοῦ χρόνου. Δέν θά ὑπάρχει χρόνος γιά τήν κηδεία. Αὐτό θά εἶναι τό ἑπόμενο βῆμα καί θά εἶναι πιό λογικό. Δέν θά προλαβαίνουμε. Ἀφοῦ καταργήσουμε τήν ταφή, θά ἀντικαταστήσουμε τήν ἀκολουθία τῆς κηδείας μέ μιά εὐχή "ἀναπαύσεως" γιά νά συντομεύσουμε τήν διαδικασία. Ἡ Ἐκκλησία πάντα θά προτιμᾶ τήν διανυκτέρευση στό σπίτι, στήν κηδεία στήν ἐνορία καί τήν ταφή στό κοιμητήριο. Ἄν δέν μποροῦμε νά τηρήσουμε αὐτό τόν τύπο τῆς ταφῆς, ἄς μή θυσιάσουμε τήν οὐσία τῆς τιμῆς.

β. Λόγοι ὑγείας, ἀποφυγή μικροβίων

Ἕνας δεύτερος λόγος πού ἀκούγεται συχνά ὅτι ἐπιβάλλει τήν καύση τῶν νεκρῶν εἶναι οἱ λόγοι ὑγιεινῆς. Ἀλλά τί εἰρωνεία! Σέ μιά ἐποχή ὅπου, ἐντελῶς ἀδικαιολόγητα καί ἀπό χιλιάδες αἰτίες, ἔχει καταμολυνθεῖ τό οἰκοσύστημα καί ὅπου ἀπειλεῖται μέ ἀπονέκρωση τό σύνολο τῆς γήινης βιόσφαιρας, σέ μιά ἐποχή πού πετοῦμε πιό πολλά ἀπ' ὅσα χρησιμοποιοῦμε, πού εἰσπνέουμε περισσότερο διοξείδιο τοῦ ἄνθρακος ἀπ' ὅσο ἐκπνέουμε, πού ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς Ἀθήνας θυμίζει ἀτμόσφαιρα ἀνθρακωρυχείου καί οἱ γειτονιές της χωματερές, εἶναι πράγματι ὑποκριτικό, ἐνῶ καταστρέψαμε περιβαλλοντικά ὅ,τι φαίνεται καί ζεῖ, τώρα νά νοιώθουμε πώς κινδυνεύουμε ἀπό τά μικρόβια τῶν νεκρῶν, πού οὔτε φαίνονται, οὔτε ἀπειλοῦν, οὔτε φυσικά ὑπάρχουν στά κοιμητήρια· ὑπάρχουν μόνο στά μυαλά τῶν συγχρόνων μηδενιστῶν. Τή μόλυνση τήν δημιουργοῦν οἱ ζωντανοί, ὄχι οἱ νεκροί.


γ. Ἀνθρώπινο δικαίωμα. Νομιμοποίηση εὐθανασίας;

Ἕνας ἰσχυρός λόγος, πού κάποιοι προτάσσουν γιά τήν καύση, εἶναι τά λεγόμενα ἀνθρώπινα καί ἀτομικά δικαιώματα. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν δέν εἶναι ἀτομικό δικαίωμα τοῦ νεκροῦ πλέον ἀνθρώπου· ἡ διατήρηση τοῦ σώματός τους ἀποτελεῖ κοινωνική ὑποχρέωση σεβασμοῦ καί ἐπιβιώσεως τοῦ προσώπου του. Εἶναι ἀδύνατο τό θέλημα τοῦ ἑνός -κι ἄς ἀποκαλεῖται αὐτό δικαίωμα -νά προσκρούει στήν ἀνάγκη γιά σεβασμό τοῦ συνόλου- ἄν βέβαια ὑπάρχει κάτι τέτοιο. Δέν μπορεῖ νά εἶναι δικαίωμα κάποιου νά τόν κάψουμε ἐμεῖς!
Αὐτό τό σημεῖο ἰδιαίτερα ἐνόχλησε τόν ἐπιστολογράφο τῆς "Καθημερινῆς". Ἄν κάποιος θέλει νά καεῖ μετά θάνατον πῶς ἐμεῖς θά τόν ἀφήσουμε; καί δέν διερωτᾶται, γιατί αὐτός ὁ κάποιος, ὄχι ἁπλῶς ὁ κάποιος, ὄχι ἁπλῶς νά δέχεται-αὐτό τό καταλαβαίνουμε, -ἀλλά νά ἐπιθυμεῖ ἔντονα νά καεῖ; τί βαθύτερο καί συνάμα ἀνώτερο κρύβει μιά τέτοια ἐπιθυμία, ὥστε νά κληρονομεῖ σέ μᾶς τό σύνολο τήν ὑποχρέωση τῆς καύσης;

Τό κοινωνικό ἀγαθό ὡς ἀξία εἶναι ἀνώτερο κάθε ἀτομικῆς ἐπιλογῆς. Ἄν ἡ ταφή ἀποτελεῖ ἀξία, τότε ἡ καύση δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀτομικό δικαίωμα. Ἄν πάλι ἡ ἐπιθυμία ἑνός νά καεῖ εἶναι ὑπερτέρα τῆς ἀνάγκης τῆς κοινωνίας γιά σεβασμό τοῦ νεκροῦ σώματος, τότε τό ἴδιο ἐπιχείρημα δέν θά μποροῦσε νά φέρει στό προσκήνιο ἀπό νέα ὀπτική τό θέμα τῆς εὐθανασίας; Ἄν ἡ κοινωνία ἔχει ὑποχρέωση νά κάψει ὅποιον τό ἐπιθυμεῖ, τότε θά εἶναι καί ὑποχρεωμένη νά διευκολύνει καί τόν θάνατο αὐτοῦ πού τῆς τό ζητεῖ. Ἡ ὑποχώρηση στήν καύση τῶν νεκρῶν μέ τό αἰτιολογικό τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος θά καταστήσει τήν εὐθανασία ἐπιβεβλημένη κοινωνική ὑποχρέωση.


δ. Τό ἀποτρόπαιον τοῦ θανάτου

Ἡ ταφή ἀποτελεῖ ἀναντίρρητα μιά συναισθηματική πολύ δύσκολη εἰκόνα. Βλέπεις τὸ οἰκεῖο σου πρόσωπο δίχως πνοή, δίχως ζωή, γιά τελευταία φορά νά κατεβαίνει ἀνεπίστρεπτα στά σπλάγχνα τῆς γῆς. Δέν θά ξαναντικρύσεις τήν οἰκεία ὄψη. Σέ λίγα λεπτά θά ἀκολουθήσει ἡ διαδικασία τῆς ἀποσυνθέσεώς του. Ὁ πειρασμός νά ἀποφύγει κανείς τήν ἐμπειρία δέν εἶναι ἀμελητέος. Ἡ στρουθοκαμηλική νοοτροπία τῆς ἐποχῆς μας προκρίνει τό νά ἀγνοοῦμε ἤ νά μήν ἀντικρύζουμε τήν πραγματικότητα, παρά νά τήν προβάλουμε πάνω στήν ἀλήθεια. Προτιμάει κανείς νά βλέπει ἕνα κουτάκι παρά νά ἀντικρύζει ἕνα πτῶμα. Τό πρῶτο εἶναι ἁπλό ἀντικείμενο. Τό σῶμα εἶναι νεκρό ὑποκείμενο. Βλέποντας τό πρῶτο ξεχνᾶς τό πρόσωπο. Ἀντικρύζοντας τό δεύτερο θυμᾶσαι τό θάνατό του, αἰσθάνεσαι τό θάνανατό του καί αὐτό πονᾶ.


4. Βαθύτερα αἴτια τοῦ αἰτήματος τῆς καύσης

Πέραν ὅμως τῶν διαφόρων προφάσεων ὑπάρχουν βαθύτερα αἴτια πού τό θέμα τῆς καύσης τῶν νεκρῶν κατά καιρούς ἐμφανίζεται στό προσκήνιο. Αὐτά εἶναι ὁ μηδενιστικός τρόπος ζωῆς, ἡ ἐπιθυμία ἀποθρησκευτικοποιήσεως τῆς κοινωνίας καί ἡ κυριαρχία τῆς χρηστικῆς ἀντίληψης εἰς βάρος τοῦ σεβασμοῦ καί τῶν ἀξιῶν.

Ὅλα αὐτά ὁδηγοῦν σέ μιά προσπάθεια πρόκλησης τῆς Ἐκκλησίας καί σταδιακῆς νέκρωσης τοῦ αἰσθητηρίου τῆς ψυχῆς ποὺ ὅλο καί ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς ζωῆς μας. Κάθε τί πού τήν ὑπενθυμίζει καί διακριτικά τήν ὑπογραμμίζει βαθμιαῖα γίνεται ἀνεπιθύμητο στήν ἀποδοχή καί ἐνοχλητικό στήν πρακτική του.

Ἡ ταφή ἔχει μιά τελετουργία ἐμφανῶς πιό ἔντονη ἀπό τήν καύση. Ἡ προσπάθεια εἰσαγωγῆς τῆς καύσης δημιουργεῖ μιά ἀπότομη ἀλλοίωση στά κοινωνικά μας ἤθη καί εἰσάγει εἰκόνες, στόν τρόπο μας. Αὐτό τό νεο σκηνικό καίρια προσβάλλει τό μονοπώλιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί μεταφυσικῆς εἰκόνας τῆς κηδείας πού χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ταφή. Ἡ ταφή εἶναι περισσότερο μυστήριο, ἐνῶ ἡ καύση τελετή ἤ διαδικασία.

Ἡ πρακτική καί χρηστική ἀντίληψη ἔχουν ἐπικρατήσει καί μᾶς ἔχουν πείσει, γιατί μέσα στήν καρδιά μας ἔχει ἔντονα ἀδυνατίσει ἡ πνευματική καί βιωματική διάσταση τοῦ γεγονότος. Ὅλα γίνονται βιαστικά καί τυπικά. Ὅ,τι ὅμως δέν ἔχει ὑπομονή δέν ἔχει οὔτε βάθος, οὔτε διάρκεια· οὔτε ρίζες, οὔτε αἰωνιότητα. Ἔτσι ψέλνουμε "αἰωνία ἡ μνήμη" ἀλλά ταυτόχρονα ἡ δική μας μνήμη εἶναι σφιχτά κλεισμένη· προσπαθοῦμε νά ξεχάσουμε.

Τέλος, δέν εἶναι λίγοι αὐτοί πού ἐπικαλοῦνται καί οἰκονομικούς λόγους γιά τήν καύση, ἄσχετα ἄν τό ἐπιχείρημα αὐτό δέν φαίνεται ἀντικειμενικά νά εὐσταθεῖ. Ἡ ἀναγωγή ὅμως καί μόνον τοῦ θέματος τοῦ θανάτου καί τοῦ λειψάνου τοῦ σώματος σε οἰκονομική λογική τί ἄλλο δείχνει παρά ὅτι οἱ ἀξίες καί οἱ ἰδέες τελοῦν ἐν διωγμῷ στίς κοινωνίες μας;


5. Τό χρέος τῆς Ἐκκλησίας

Ἡ Ἐκκλησία βαθειά μέσα στίς ρίζες τῆς παραδόσεώς της κρύβει τό θησαυρό τῶν ἐμπειριῶν της, τόν ὁποῖο ἔχει μεγάλο χρέος νά παρουσιάσει καί μέ τό λόγο καί μέ τήν πράξη της. Κατόπιν τούτων ὀφείλει:

α. Νά περιγράψει τή ζωντάνια τῆς ψυχῆς
Ἡ ψυχή δέν εἶναι οὔτε φαντασία οὔτε ἀφηρημένη ἔννοια. Εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου. Ἔχει τέτοια δύναμη καί τόση ζωή πού δέν μπορεῖ νά ἐξαντλήση τά ἀποθέματα της σ' αὐτή τή ζωή· γι’ αὐτό καί δέν μπορεῖ παρά νά ζεῖ αἰώνια.

β. Ἡ Ἐκκλησία μέσα ἀπό τήν ταφή μπορεῖ νά ἐκφράσει:
• Τήν ἀλήθεια της,τήν πίστη της στή αἰωνιότητα καί ἀθανασία τῆς ψυχῆς καί στήν δυνατότητα γιά θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Τό σῶμα εἶναι ναός τοῦ Θεοῦ καί εἰκόνισμα τῆς μελλούσης καταστάσεως. Τούς ναούς καί τά εἰκονίσματα ποτέ δέν τά καῖμε.
• Τό φιλάνθρωπο, τήν ἀνθρωπιά της.
• Τήν αἰώνια πνευματικότητα καί ἐλπίδα της.
• Τήν ἐσωτερική μυστική χαρά της.
• Τήν αἰσθητική της.

Λένε πολλοί ὅτι ἡ καύση τῶν νεκρῶν δέν εἶναι δογματικό θέμα. Κάθε τί ὅμως πού ἔχει νά κάνει μέ τόν ἄνθρωπο, τήν ψυχή του καί τή ἰσόρροπη σχέση τους, ἀναφέρεται στό δόγμα τῆς ἐνανθρωπήσεως, τήν αἰώνια ζωή καί τή θεανθρώπινη δυνατότητά του. Μπορεῖ νά μήν ὑπάρχει δογματική διατύπωση, σίγουρα ὅμως ὑπάρχει δογματική ἀλήθεια. Δόγμα δέν εἶναι μιά διατύπωση πού δέν μᾶς ἐπιτρέπεται νά παραβοῦμε, ἀλλά μιά ἀλήθεια πού μᾶς εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά ἐξαγιασθοῦμε.

Τό λείψανο ἀποτελεῖ εἰκόνα τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως. Ὅπως ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε γιά χρόνια ἀνυποχώρητη τόν ἀγώνα της γιά τή διαφύλαξη τῶν εἰκόνων της, ἔτσι καί τώρα καλεῖται νά ὑποστηρίξει τίς ἀνθρώπινες εἰκόνες, τά ὑπολείμματα, τίς ὑπομνήσεις τῆς ψυχῆς σ' ἀυτόν τόν κόσμο. Κάθε προσπάθεια καύσης τοῦ σώματος εἶναι εἰκονοκλαστική στή φύση της καί προσβάλλει τό χριστολογικό δόγμα.

Ἡ καθημερινή συνήθεια, ἡ ἱστορική παράδοση καί ἡ διαχρονική πρακτική τῆς Ἐκκλησίας συντήρησαν ἕνα φρόνημα τό ὁποῖο καλλιέργησαν καί ἐνίσχυσαν καί ἐγέννησαν, μιά ἐμπειρία δογματικῆς ἀλήθεια πού ἴσως μέ τή σημερινή της κοινωνική πίεση περιμένει πλέον καί τή θεολογική της διατύπωση. Δογματικό δέν εἶναι μόνον ὅ,τι ἔχει πεῖ κάποια Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τό φωτισμένο λόγο της, ἀλλά καί ὅ,τι ἔχει ἀδιάψευστα ἐπαναλάβει ἡ οἰκουμενική Ἐκκλησία μέ τό ἐξαγιασμένο καί καθολικό μήνυμά της καί τήν καθημερινή πράξη της.


γ. Νά ὑπογραμμίσει τήν ἱερότητα τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου

Ὁ ἄνθρωπος ξεκινάνει μέ ἄκρα ταπείνωση -τήν κυτταρική μορφή του- καί καταλήγει πάλι ταπεινά -μέ τή λειψανική μορφή του. Ἡ τέλεια ἐξουθένωσή του συγχρονίζεται μέ τήν τέλεια ταπείνωσή του. Ἡ ἀνθρώπινη φύση βρίσκεται στή μεγαλύτερη της ἔνταση καί δυναμική, ὅταν ἐγκαθίσται ἡ ψυχή στό σῶμα -ἔμβρυο - ἤ ὅταν ἀποχωρίζεται ἀπό αὐτό -λείψανο. Οἱ δύο αὐτές καταστάσεις εἶναι οἱ μοναδικές πού ὁ ἄνθρωπος δέν ἁμαρτάνει. Τότε πού αὐτός δέν ἔχει φωνή τοῦ ἀναγνωρίζουμε ἐμεῖς τήν ταυτότητα. Καταστρέφοντας καί τά ἔμβρυα καί τά ὀστᾶ εἶναι σάν νά καταστρέφουμε τήν ἀνθρώπινη ταπείνωση.

Τό γεγονός τοῦ θανάτου στήν Ἐκκλησία δέν ἀντιμετωπίζεται ὡς μεμονωμένο γεγονός -κάποιος πέθανε - ἀλλά ὡς ἐκκλησιαστικό καί κοινωνικό γεγονός -κάποιος μᾶς ἔφυγε καί ἡ ἀναχώρησή του ἔχει ἄμεση σχεση μέ τή ζωή μας.


δ. Νά ἀποτυπώσει τό θεολογικό βίωμά της στήν πράξη της.

Ἡ λογική της πρέπει νά εἶναι ἡ λογική τοῦ σεβασμοῦ, ἡ δέ πρακτική της ἀπόλυτα ξεκομμένη ἀπό κάθε χρηματική ἤ οἰκονομική ἀντίληψη καί ἐντελῶς ξένη ἀπό πάσης φύσεως συναλλαγές, συμφωνίες καί διαπραγματεύσεις.

"Κηδεία"σημαίνει τήν τελευταία καί ἱερότερη φροντίδα μας στόν νεκρό. Ἐτυμολογικά προέρχεται ἡ λέξη ἀπό τό ρῆμα "κήδομαι" φροντίζω. Ὅταν κάποιον θέλεις νά τόν φροντίσεις, τότε οὔτε τήν ἱερότητά του περιορίζεις οὔτε καί τή φυσική ὑπόστασή του λιγοστεύεις. Ἀρνεῖσαι τή βία ἐπάνω του, ὄχι γιά νά μήν πονέσει τό σῶμα του, ἀλλά γιά νά μήν πονέσει ἡ ψυχή σου
.
Μέ τήν ταφή ὅμως, ὅταν αὐτή γίνεται ὅπως πρέπει, μποροῦν οἱ συγγενεῖς νά πάρουν τεράστια ἐλπίδα· αἰσθάνονται ὅτι ὁ ἄνθρωπός τους ὑπάρχει, κάπου εἶναι καί κάτι περιμένει· σίγουρα δέν τέλειωσε. Ὅσο τό σῶμα διατηρεῖται καί δέν τελειώνει, τόσο καί ἡ αἴσθηση τῆς ψυχῆς συνεχίζει νά ὑπάρχει μέσα μας καί νά μᾶς ὑποβοηθεῖ στήν ἀνάμνησή της. Ἡ ταφή μπορεῖ νά εἶναι ἀρχή ζωῆς, σπορά.

Κάθε μνημόσυνο, κάθε ἀνάμνηση, κάθε προσευχή, κάθε τρισάγιο, κάθε ψυχοσάββατο εἶναι ἕνα πότισμα σ' αὐτούς τούς σπόρους πού ὑπάρχουν μέσα στή γῆ, στούς κήπους, στά περιβόλια τῶν κοιμητηρίων. Ἡ Ἐκκλησία μας φυτεύει κάθε σῶμα μέ ἱερά αἰσθήματα, ὄχι μόνο ἀνθρώπινα, ἀλλά κατ' ἐξοχήν πνευματικά καί ἐκεῖ ἐναποθέτει ὅλη της τήν πίστη καί ὅλη μας τήν ἐλπίδα στήν αἰωνιότητα καί στήν ἀνάσταση κατεβάζοντας τόν κάθε σπόρο, τό κάθε σῶμα, μέσα στά σπλάγχνα τῆς γῆς. Ἄν τά καίγαμε τά σποράκια, ὅσο νερό καί νά ρίχναμε ἀπό πάνω ποτέ δέν θά βλάσταινε.

Γιά τήν Ἐκκλησία δέν εἶναι πτώματα τά νεκρά σώματα. Οὔτε εἶναι κόκκαλα τά ἀπομεινάρια τῶν λειωμένων πτωμάτων. Γιά τήν κοινωνία μπορεῖ νά εἶναι κάτι τέτοιο ἤ νά εἶναι ὀστᾶ. Γιά μᾶς ὑπάρχει ἡ ἱερή λέξη λείψανα· αὐτή περιγράφει τήν οὐσία τους, διότι αὐτή ὑπογραμμίζει τήν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς καί τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεώς της.

Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ἀρνεῖται τήν καύση, γιατί ἀρνεῖται τό ἀνθρώπινο τέλος καί τή βία πάνω στόν ἄνθρωπο. Ἐπιλέγει τήν ταφή, γιατί ἔχει πίστη καί ἐλπίδα στό αἰώνιο μέλλον τοῦ ἀνθρώπου καί ἀναθέτει στή φύση τήν εὐθύνη τῆς φυσιολογικῆς φθορᾶς τοῦ φυσικοῦ παρόντος τοῦ ἀνθρώπου.


6. Συμπεράσματα

Ὁ σύγχρονος κόσμος θέλει νά κάψει τούς νεκρούς. Τοῦ λείπει τό αἰώνιο, τό θεϊκό, ἡ τιμή τοῦ ὑλικοῦ, τό ἐπέκεινα, τό μετά ταῦτα. Ἀρνεῖται τουλάχιστον σκεφθεῖ τή ζωή πού ὑπάρχει χωρίς ὅμως νά φαίνεται. Οὔτε στά σπλάγχνα ὡς ἔμβρυο τήν δέχεται, οὔτε στόν τάφο ὡς λείψανο, οὔτε στήν σκέψη ὡς αἰώνιο προόσωπο, οὔτε στόν πόθο ὡς ὑπέρτατη ἀξία, οὔτε στήν ψυχή ὡς χάρη θεώσεως. Τά δεσμά τοῦ ἐδῶ καί τώρα σπάζουν μόνο κάτω ἀπό τήν πίεση τῆς αἰώνιας ἀλήθειας.

Καῖμε ὅ,τι ἔχει ἀξία, ὀμορφιά καί ζωή. Ὅ,τι ἔχει χρόνο μέσα του καί διάρκεια. Καῖμε τά δάση, καῖμε τίς περιουσίες μας, καῖμε τίς αἰώνιες ἀξίες μέ τούς νόμους, καῖμε τίς παραδόσεις μας (ἀποποινικοποίηση τῆς μοιχείας, νομιμοποίηση τῶν ἀμβλώσεων κ.λπ.). Τώρα θέλουμε νά καῖμε καί τά σώματά μας. Ὅταν κάψουμε τήν ὑπόμνηση τῆς αἰώνιας προοπτικῆς καί τοῦ θανάτου μας, θά ἔχουμε προσδώσει στό τοπίο τῆς ζωῆς μας τήν εἰκόνα πού ἀντικρύζουμε μπροστά σέ ἕνα καμμένο δάσος. Ἡ Ἐκκλησία δυσκολεύεται νά ἐνταχθεῖ σέ μιά τέτοια λογική.

Πνεύμονες τῆς ζωῆς εἶναι τά δάση. Πνεύμονες τῆς ψυχῆς εἶναι τά λείψανα. Στά μοναστήρια μποροῦμε νά συναντήσουμε τήν πεμπτουσία τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως. Τά κεντρικά τους σημεῖα, ἐκεῖ πού διαφυλάσσεται ὁ πνευματικός θησαυρός τους εἶναι τό ἱερό θυσιαστήριο, οἱ λειψανοθῆκες καί τό ὀστεοφυλάκιο. Στό πρῶτο ἐπιτελεῖται τό μυστήριο-προσφέρεται ὁ Θεός, - ἀπό τό δεύτερο προχέεται ἡ χάρις τῶν ἁγίων- προβάλλει ἡ Ἐκκλησία- καί τό τρίτο ἀποτελεῖ τό Πανεπιστήμιο τῆς ἐν Χριστῷ φιλοσοφίας, τό ἐργαστήριο τῆς μνήμης τοῦ θανάτου -ἀναδύει τό πρόσωπο. Καί τά τρία ἔχουν λείψανα. Καί τά τρία δέν θά ὑπῆρχαν, ἄν ἡ Ἐκκλησία υἱοθετοῦσε τήν καύση τῶν νεκρῶν της. Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἀπορρίψει τήν παράδοσή της, δέν μπορεῖ νά προσδώσει τήν ἐμπειρία καί τήν πίστη της· ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά κάψει τά σπλάγχνα καί νά ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό της.
πηγή

Πέμπτη, Νοεμβρίου 06, 2014

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός: "Όταν καίμε έναν άνθρωπο είναι σαν να λέμε ότι είναι προδότης"

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός:
 Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός: "Όταν καίμε έναν άνθρωπο είναι σαν να λέμε ότι είναι προδότης"
Ευρύτατα διαδεδομένη σε άλλες χώρες, η αποτέφρωση των νεκρών συνεχίζει να διχάζει τους Έλληνες. Την ώρα που ορισμένοι δήμοι, όπως της Θεσσαλονίκης, έχουν δρομολογήσει τη διαδικασία για κατασκευή του αποτεφρωτηρίου, η Εκκλησία "φυλάει Θερμοπύλες", σε μια προσπάθεια να κρατήσει ακέραιη και αλώβητη την ελληνορθόδοξη παράδοση.
Αυτό υποστήριξε, μιλώντας στο NEWS247, ο πρωτοπρεσβύτερος και ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Μεταλληνός, συμφωνώντας απολύτως με την πρόσφατη εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας, σύμφωνα με την οποία δεν θα γίνεται νεκρώσιμος ακολουθία και μνημόσυνο σε όσους επιλέγουν την αποτέφρωση.

"Η αποτέφρωση δεν έχει καμία σχέση με την ορθοδοξία και τον ελληνισμό. Οι Έλληνες δεν αποτεφρώναμε στην αρχαιότητα. Οι Έλληνες εκηδεύαμε. Εάν πάτε στον τύμβο του Μαραθώνος, θα βρείτε σκελετούς. Κάνουν ανασκαφές πολλές φορές εδώ στην Αθήνα και βρίσκουν από την αρχαιότητα σκελετούς. Πριν μερικά χρόνια, στην οδό Πατησίων, πάνω από 170 σκελετούς βρήκαν από την αρχαιότητα" τόνισε ο π. Μεταλληνός.
Και πρόσθεσε: "Πότε έκαιγαν ή κυρίως άφηναν άταφο το σώμα. Ή όταν είχαμε προδοσία ή μολυσματικές νόσους. Τότε καίγανε. Αλλά κυρίως στην προδοσία. Άρα όταν καίμε έναν άνθρωπο είναι σαν να λέμε ότι είναι προδότης και τον καίμε. Η κηδεία είναι το σώμα. Εμείς είμαστε ορθόδοξοι Έλληνες. Ανατολίτες και λοιπά, ας κάνουν ό,τι θέλουν. Είναι μια παράδοση και μετά θεολογία.
Θα σας πω ένα παράδειγμα. Εγώ είμαι Κερκυραίος. Στην Κέρκυρα υπάρχει ακέραιο και θαυματουργό το σώμα του Αγίου Σπυρίδωνος. Στην Κεφαλονιά, ο Άγιος Γεράσιμος. Αν κάψουμε, δεν θα ξέρουμε ποιος είναι Άγιος μετά, γιατί το λείψανο ευωδιάζει και μένει άφθαρτο. Είναι απόδειξη της ορθοδοξίας ότι ο Θεός κατοικεί μέσα στο λείψανο. Επομένως είναι πάρα πολλοί λόγοι που η ελληνορθόδοξη παράδοση και όλων των ορθοδόξων δεν καίει".
Και κατέληξε: "Το ίδιο ίσχυε και στον δυτικό χριστιανισμό. Τώρα μπήκαν μέσα η αθεΐα και όλα αυτά τα ζητήματα, τα οποία οδηγούν σε άλλες αποφάσεις. Ε, δεν θα ακολουθήσουμε και εμείς τον ίδιο δρόμο".
το είδαμε εδώ

Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2013

ΤΙ ΕΛΕΓΕ Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

«Έχομεν, τάχα, εξ επόψεως χριστιανικής, το δικαίωμα να διαθέτωμεν το σώμα μας, όπως εμείς θέλομε; Είναι δικό μας το σώμα για να το διαθέτουμε, όπως θέλομε; Βεβαίως οι σύγχρονες δημοκρατικές αντιλήψεις θα έδιδαν καταφατικήν απάντησιν στο ερώτημα αυτό. Αλλά μήπως, έτσι, ανοίγεται ένας δρόμος και για πολλές άλλες πρακτικές; Γιατί, τάχα, θα έχω το δικαίωμα να διαθέσω το σώμα μου μετά θάνατόν μου, όπως εγώ θέλω, και δεν θα έχω το δικαίωμα να επιλέξω την ώραν του θανάτου μου ή και τον τρόπον του θανάτου μου;Μήπως, επομένως, με αυτόν τον τρόπον διανοίγωμεν και μίαν άλλην διέξοδον διά την νομιμοποίησιν της ευθανασίας; Ερωτήματα είναι αυτά, τα οποία, βεβαίως, και πρέπει να απαντηθούν. Μπορώ να πω, όμως, ότι σύμφωνα με την διδαχήν της Εκκλησίας μας το σώμα μας δεν είναι κτήσις μας, είναι χρήσις μας. Έχομε το δικαίωμα να το χρησιμοποιούμε και δεν είναι ιδιοκτησία μας. "Ουκ εστέ εαυτών", γράφει ο Απόστολος, "ηγοράσθητε γαρ τιμής".» ανέφερε χαρακτηριστικά ο Μακαριστός Χριστόδουλος. 

Πάντως ο Μακαριστός Χριστόδουλος διευκρίνισε ότι το θέμα δεν είναι δογματικό. «Καί τούτο, διότι ο τρόπος της αποσυνθέσεως του σώματος δεν έχει, κατά κάποιον τρόπον, άμεσον σχέσιν με τα πιστεύματά μας», σημείωνε. Έδωσε όμως και την άλλη άποψη υπογραμμίζοντας «Μήπως είναι μία παράδοσις η ταφή και όχι η καύσις; Καί εάν είναι παράδοσις, δεν είναι αξιοσέβαστος; Καί μήπως διά της παραδόσεως παρεισάγεται, εμμέσως, όχι αμέσως, θέμα δογματικής ευθυγραμμίσεως; Μήπως, με άλλα λόγια, η μακραίωνη παράδοσις εμμέσως οδηγεί σε μία πολύ σοβαράν υπόστασιν της ταφής και όχι της καύσεως;»
Και συνεχίζοντας τόνιζε πως κάποιες παραδόσεις έχουν καθιερωθεί ως «άγραφο δόγμα»… 

Δευτέρα, Μαΐου 28, 2012

Γιατί να μην καίμε τους νεκρούς;


πηγή

Η Κέισι, στις ΗΠΑ, αγκαλιά με την τεφροδόχο του συζύγου της, από την οποία τρώει τη στάχτη (από εδώ)

Εισαγωγή του blog μας: Το αίτημα για καύση των νεκρών είναι ένα από τα σημάδια της μόδας για "απελευθέρωση από τους παπάδες", που δήθεν μας καταπιέζουν εδώ κι αιώνες με μια ανούσια πίστη, που καμιά σχέση δεν έχει με την αλήθεια. Ένα άλλο παρόμοιο σύμπτωμα είναι η μόδα της "πολιτικής κηδείας".
Πίσω από την επιθυμία καύσης υπάρχει πάντα υποτίμηση του ανθρώπινου σώματος, έστω και υποσυνείδητη. Οι άνθρωποι, που θέλουν να καούν μετά θάνατον οι ίδιοι ή οι συγγενείς τους, είτε δεν πιστεύουν καθόλου στη μετά θάνατον ζωή, είτε πιστεύουν πως μόνο η ψυχή έχει αξία, μόνο η ψυχή γίνεται αγία και πολύτιμη, ενώ το σώμα είναι ένα απόβλητο, ένα σκουπίδι που του αξίζει να πάει με τα σκουπίδια. Η φύλαξη της στάχτης σε μια τεφροδόχο μόνο ένα επιπόλαιο συναισθηματισμό εξυπηρετεί και καθόλου δε σημαίνει αποδοχή τηςενότητας του ανθρώπινου σώματος με το Θεό (καθώς ο άνθρωπος προοδεύει στην αγιότητα), όπως κι αν Τον αντιλαμβάνεται ο καθένας... Τόσο στην αρχαία Ελλάδα όσο και στην Ανατολή, π.χ. Ινδία, όπου οι νεκροί καίγονται, αυτή η ιδέα για το σώμα υπάρχει: πάει στα σκουπίδια, ενώ επιβιώνει μόνο η ψυχή.
Οι χριστιανοί διαφωνούμε 100%. Θα δείτε τους λόγους παρακάτω, στα δυο κείμενα, ένα του π. Νικολάου, μητροπολίτη Μεσογαίας, κι ένα του π. Γ. Μεταλληνού. Εδώ θέλω να παραθέσω μια μαρτυρία του αγίου Γέροντα Παΐσιουπου ένας άθεος μπορεί να την ειρωνευτεί (δεν έχει και τίποτ' άλλο να κάνει, άλλωστε), αλλά εγώ συγκλονίστηκα όταν τη διάβασα:
[Ο συγγενής αποτεφρωμένου νεκρού] ...να μην μπορεί να πάει στο κοιμητήριο, να φέρει στη μνήμη του το νεκρό, να αποδώσει κάποιο σεβασμό, κάποια τιμή. Να σκεφτεί σοβαρά πάνω στη ζωή, να καταλάβει ότι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο, ότι έχει αξία η δικαιοσύνη και η τιμημένη ζωή. Αυτοί θέλουν να κρατούν το νου τού ανθρώπου σ’ αυτή τη ζωή συνέχεια, χωμένο μέσα στην ύλη.
Μετά μέσα σ' αυτά τα οστά υπάρχουν και τόσοι Άγιοι, που δεν τους γνωρίζουμε. Όταν είχα πάει ένα ταξίδι στο Σινά, στη Ραϊθώ, πήγα στο νεκροταφείο τού Αγίου Γεωργίου και βρήκα τα οστά ενός μικρού παιδιού που είχαν πολλή χάρη… Ήταν σαν Άγια λείψανα, είχε περάσει η μπουλντόζα και τα είχε ξεθάψει - μάζεψα ό,τι μπόρεσα. Μετά από τόσα χρόνια!!! Τι αισθάνθηκα τότε!!! ενώ αν δεν υπήρχε το κοιμητήριο; Τίποτα, θα ήταν χαμένα.
Τα κρανία των άγνωστων αγίων μοναχών, που άρχισαν να ρέεουν άρωμα (μύρο) ανακατεμένα με χιλιάδες άλλα στο οστεοφυλάκιο της μονής Παναχράντου στην Άνδρο (δες εδώ)

Η κοινωνία με την καύση των νεκρών προσυπογράφει το τέλος της

Μητροπολίτη Μεσογαίας Νικολάου


Η κοίμηση του αγίου Εφραίμ του Σύρου (από τη Συρία). Προσέξτε, ανάμεσα στους άλλους, τον ασκητή που έρχεται για την κηδεία καβάλα σ' ένα λιοντάρι. Εικ. από εδώ, όπου αναφορά του γέροντα Παΐσιου στην καύση των νεκρών.

"Μόλις ο άνθρωπος πεθάνει, το σώμα του γίνεται λείψανο. Τότε αυξάνει και ο σεβασμός μας σ΄αυτό. Το λείψανο αποτελεί την ανάμνηση μιας ιερουργίας που μέσα του επιτελείτο - της σωτηρίας της ψυχής- και την υπόμνηση μιας άλλης που τώρα "αγνώστως" συνεχίζεται έξω από αυτό- της δόξης της ψυχής. Το σώμα δεν περιμένει την καταστροφή του, αλλά την "ετέρα μορφή του"(Μάρκ. ιστ΄12), την αναμόρφωσή του "εις το αρχαίον κάλλος". Αυτή είναι η αιτία που η Εκκλησία προσεγγίζει το σώμα με ιδιαίτερο σεβασμό και αισθήματα ιερά. Δεν καίμε τους ναούς, πολλώ δε μάλλον τους έμψυχους ναούς.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το σώμα είναι κάτι που δεν εγγίζεται και στο οποίο αρνούμεθα κάθε παρέμβαση. Το σώμα είναι το υποκείμενο στη φθορά στοιχείο του ανθρώπου Η φυσική φθορά είναι η ισχυρότερη ίσως υπόμνηση της πτωτικής μας φύσεως. Κάθε βίαιη κίνηση που συνηγορεί στη συρρίκνωσή του, προσβάλλει και την ψυχή. Για τον λόγο αυτό, στο σώμα παρεμβαίνουμε μόνο θεραπευτικά, αναστέλλοντας την εξέλιξη της φθοράς, όταν και οδό μπορούμε. Η διαδικασία της πρέπει να είναι εντελώς φυσική και ποτέ εξαναγκασμένη. Την αναλαμβάνει μόνον ο Θεός μέσα από τις συνθήκες που ο ίδιος προνοεί ή η φύση μέσα από την ευθύνη που της έχει ανατεθεί. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος που η Εκκλησία μας αρνείται την καύση των νεκρών. Αφήνει στη φύση να αναλάβει την ευθύνη της φθοράς του σώματος. Δεν το καίει, αλλά το αφήνει να σβήσει. Αυτό σημαίνει ότι από τη στιγμή που η φύση επιτρέπει να μείνει κάποιο υπόλειμμα, αυτό έχει το λόγο του. Όταν και η φύση αρνείται την ολοσχερή διάλυσή του ανθρωπίνου σώματος, τότε η νομοθετημένη καύση του δεν είναι πράξη επιλήψιμης βίας;

Οι νεκροί δεν είναι "πεθαμένοι" αλλά κεκοιμημένοι. Τοποθετούνται με σεβασμό στον τάφο, στραμμένοι προς ανατολάς με την προσδοκία της αναστάσεώς τους. Η Εκκλησία συνειδητά αρνείται τον όρο "νεκροταφεία" και επιμένει στον όρο "κοιμητήρια". Και το κάνει αυτό όχι για λόγους ψυχολογικού -για να μην αγριεύουμε- αλλά για λόγους καθαρά πνευματικούς: νεκρός δεν σημαίνει τελειωμένος (που έχει τελειώσει) αλλά τετελειωμένος (που έχει τελειωθεί). Τέλος δεν σημαίνει λήξη, αλλά τελείωση. Τα οστά των νεκρών αποτελούν ανάμνηση της παρελθούσης ζωής τους, ενθύμηση της παρούσης καταστάσεως τους, αλλά και υπόμνηση της μελλούσης προοπτικής μας. Αυτά με κανένα νόμο δεν καίγονται.

Η Εκκλησία δεν τιμά το σώμα και χωριστά την ψυχή, αλλά τον σύνδεσμο των δύο, τον άνθρωπο ως όλον. Στον κίνδυνο να ξεχαστεί ο άνθρωπος, επειδή δεν φαίνεται η ψυχή του, διατηρούμε το σώμα, που δεν μας την θυμίζει μόνο όταν λειτουργεί αλλά και όταν απλά υπάρχει. Η οριστική καταστροφή του σώματος, η καύση του, δεν είναι καύση νεκρού ανθρώπου -κάτι που καίγεται - αλλά προσπάθεια καύσης της ζωντανής ψυχής του, κάτι που δεν καταστρέφεται.

Η ψυχή ζει. Αυτό φαίνεται από το ότι τα λείψανα έχουν ζωή όχι βιολογική βέβαια αλλά κάποιας μορφής πνευματική, που όμως διαπιστώνεται. Όταν έχουμε άτομα που η βίωσή τους της πνευματικής πραγματικότητος ήταν τόσο έντονη ώστε και από τότε που ζούσαν εν χρόνω την παχύτητα αυτού του κόσμου, αυτά να λειτουργούν στις συχνότητες του άλλου, τότε ο θάνατός τους είναι κοίμηση που αποτυπώνεται στα λείψανά τους. Είναι πολύτιμη εμπειρία της Εκκλησίας, διαρκώς επαληθευόμενη, ότι πλείστα όσα εξ αυτών εμφανίζουν ιδιάζουσα χάρι. Είναι γνωστό ότι συχνά τα λείψανα των αγιορειτών μοναχών αλλά και των άλλων εξαγιασμένων ανθρώπων που η ζωή τους τίμησε το σώμα και η ψυχή τους φανέρωσε μεγαλύτερη ευρωστία και ζωτικότητα από αυτό, διατηρούν μια εντυπωσιακή ευκαμψία για ώρες μετά θάνατον. Δεν κοκαλώνουν!

Αλλά και η αποδεδειγμένη ευωδία, το κέρινο χρώμα τους, η θαυματουργική χάρι τους ή η φυσική αφθαρσία ολόσωμων αγίων, στοιχεία ασυνήθη και φυσικώς ανεξήγητα, είναι αναμενόμενα φαινόμενα της πνευματικής πραγματικότητος. Αυτά τα λείψανα, για την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση και συνείδηση, αποτελούν περιουσία πολυτιμότερη και από τη διδασκαλία της θησαυρούς αναγκαιότερους και από τα σκεύη της. Στα λείψανα των μαρτύρων της εδράζονται οι άγιες τράπεζες της. Αν αυτά κάψει θα έχει ήδη θυσιάσει τα ιερά θυσιαστήριά της θα έχει καταστρέψει τα ζωτικά σπλάχνα της.

Αν μας ρωτούσαν πως θα προτιμούσαμε να φύγει απ΄ αυτόν τον κόσμο κάποιος δικός μας: από εγκεφαλική αποπληξία, από καρδιακή ανακοπή, με παραμορφωτικά εγκαύματα, ή να αποτεφρωθεί από ανάφλεξη και πυρκαγιά, έχω την εντύπωση πως ο τραγικότερος τρόπος θα ομολογούσαμε πως είναι ο τελευταίος.

Ο Χριστός στον Άδη, ανάμεσα στους νεκρούς, αφού πέθανε στο σταυρό και πριν την ανάστασή Του. Από εκεί τους πήρε και τους ανέβασε στον (πνευματικό) ουρανό, όπου περιμένουν την ανάστασή τους στη δευτέρα παρουσία. Από το άρθρο Τα πνεύματα των νεκρών και εμείς.
 
Είναι φυσικό στον άνθρωπο, όταν αποχαιρετά τον άνθρωπό του, να θέλει να αντικρύσει για τελευταία φορά την οικεία σ΄αυτόν όψη και όχι το αποτρόπαιο κατάντημά του σε απάνθρωπη, ανοίκεια και απρόσωπη στάχτη. Η λεπτή αγάπη των στιγμών εκείνων εκφράζεται ως ανάγκη να αγκαλιάσει κανείς, να φιλήσει, να χορτάσει το βλέμμα του, να εκδηλωθεί τρυφερά πάνω στο άψυχο σώμα. Αν μας πληγώνει η βία της φύσεως, πώς εμείς επιλέγουμε τη βία του αυτεξουσίου μας; Όταν κάτι είναι πολύτιμο και το χάνουμε, προσπαθούμε να κρατήσουμε όσο περισσότερο απ΄αυτό μπορούμε. Ποτέ δεν νομοθετούμε τη βίαιη μείωση του τελευταίου ανεκτίμητου υπολείμματός του.

Η απόφαση ότι δεν έχουμε χώρο στα κοιμητήριά μας ισοδυναμεί με προσβολή. Αν δεν έχουμε, να δημιουργήσουμε χώρο. Η αγάπη δημιουργεί και χώρο και προϋποθέσεις. Η χρηστική ανάγκη ποτέ δεν είναι ουσιαστική και πάντα πιστοποιεί τη στενότητα του καρδιακού χώρου. Η ανάγκη του σεβασμού είναι πολύ μεγαλύτερη γι΄αυτόν που τον εκχωρεί παρά γι΄αυτόν που αποδέχεται.

Έτσι που βαδίζει η κοινωνία μας δεν θα έχει μόνον έλλειψη χώρου, αλλά και ανθρώπους δεν θα βρίσκει για να θάψουν, ίσως και να κάψουν, τους νεκρούς της. Στο απέραντο γηροκομείο του "πολιτισμένου" κόσμου μας, όπου οι νέοι τείνουν να γίνουν πολύ λιγότεροι από τους ηλικιωμένους και οι γεννήσεις πολύ πιο σπάνιες από τους θανάτους, θα υπάρχουν νεκροί και όχι νεκροθάφτες. Αντί να ενδιαφέρεται η κοινωνία μας για την αρχή της ζωής, π.χ. το δημογραφικό πρόβλημα, υπεραπασχολείται με το τέλος, την καύση. Η ίδια νοοτροπία που αποφεύγει, τη γέννηση, δηλαδή τη ζωή, αυτή που απορρίπτει και τους γέρους, αυτή που προτείνει την ευθανασία, αυτή που η ίδια δεν αντέχει και τους νεκρούς αρνείται τη δημιουργία και επιλέγει την καύση. Αυτή υπογράφει το οριστικό τέλος του τέλους το τέλος του σκοπού το τέλος του ανθρώπου.

Η κοινωνία με την καύση των νεκρών προσυπογράφει το δικό της τέλος. τον μηδενισμό της. Μια κοινωνία που δεν αντέχει τον άνθρωπο ούτε στην ασθένειά του, ούτε στην αδυναμία του, ούτε στον θάνατό του, μια κοινωνία που καίει τους νεκρούς της, μια κοινωνία που καταστρέφει και την ανάμνηση της ζωής και την ενθύμηση των μελών της -αυτό είναι τα λείψανα- μια κοινωνία που κάνει την αρχή του ανθρώπου τεχνητή και μηχανική και το τέλος του οριστικό και αμετάκλητο, μια κοινωνία που αρνείται την πνοή του αιώνιου και εγκλωβίζεται στην ασφυξία του εφήμερου, τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η κοινωνία με τη ζωή; Ακόμη και οι άθεοι υπογράμμιζαν την ανάμνηση των επίγειων θεών τους με ταριχεύσεις των σωμάτων τους (περίπτωση Λένιν) ή όπου αυτό δεν ήταν δυνατόν με κατασκευές αγαλμάτων και ψεύτικων ομοιωμάτων.

Κατόπιν τούτων, δεν είναι ότι δεν της επιτρέπεται, αλλά η Εκκλησία αδυνατεί και αρνείται να δεχθεί μια απλά χρηστική και καθόλου πειστική λύση ελάσσονος πρακτικής βαρύτητος και να θυσιάσει το βίωμα του σεβασμού της στη θεϊκότητα του προσώπου του κάθε ανθρώπου, πολλώ μάλλον του ανθρώπου που αυτή βάφτισε στη κολυμβήθρα της τιμώντας ταυτόχρονα και την ψυχή και το σώμα του. Το μείζον δεν μπορεί να υποταχθεί στο έλασσον. Είναι αδύνατον όποιος πιστεύει στην Εκκλησία και αποδέχεται την πρόταση ζωής της, όποιος ζει την πραγματικότητα της ψυχής, όποιος σέβεται τον άνθρωπο να μην τιμά και το σώμα. Το σώμα χρήζει μεγαλύτερης τιμής και σεβασμού από την κοινωνία μετά θάνατον απ' όση περιποίηση και προστασία δέχθηκε από τον ίδιο τον άνθρωπο κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Ταφή ή καύση;


 

π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού,  Καθηγητού Πανεπιστημίου


      
Η ταφή των νεκρών είναι δομικό στοιχείο του ελληνορθόδοξου πολιτισμού και θεμελιώδης πρακτική της Ορθοδόξου παραδόσεως. Ιστορικά αποδεικνύεται πεπλανημένη και κυρίως παραπειστική η θέση, ότι η ταφή συνδέεται με τον εβραϊκό πολιτισμό, ενώ η καύση με τον ελληνικό. Το ορθό ιστορικά είναι, ότι υπήρχαν περιπτώσεις καύσεως των νεκρών στην ελληνική αρχαιότητα, αλλά ο κανόνας ήταν η ταφή τους.
Κλασσικές αποδείξεις: ο τύμβος του Μαραθώνος, τα πάμπολλα ταφικά ευρήματα (σκελετούς ανακαλύπτουμε) ως σήμερα, ο επιτάφιος του Περικλέους (περιεφέρετο κλίνη κενή για τους μη ταφέντες στον πόλεμο), στους τάφους των Μυκηνών ανακαλύπτουμε σκελετούς, ο αββάς Σισώης το λείψανο (σκελετό) του Μ. Αλεξάνδρου είδε τον 4ο μ.Χ. αιώνα και το κλασσικότερο παράδειγμα η τραγωδία του Σοφοκλέους "Αντιγόνη", που έθαψε τον "προδότη", κατά τον Κρέοντα, αδελφό της (ήταν εξευτελισμός η μη ταφή του ανθρώπου και επιβαλλόμενη ποινή για τους προδότες).

Ο άγιος Σισώης στον τάφο του Μ. Αλεξάνδρου (εικ. από εδώ)

Η καύση συνδέεται παντού (Ελλάδα, Ανατολή και Δύση) με υποτίμηση του σώματος και θεώρησή του ως κακού και, τελικά, περιφρόνησή του. 
 
Χριστιανικά το σώμα γίνεται "ναός" του Θεού, θεώνεται κατά χάριν μαζί με την ψυχή ("το συναμφότερον") και συνδοξάζεται. Γι' αυτό ο Χριστός ετάφη και έκτοτε όλοι οι Χριστιανοί, Άγιοι και μη, από τον Πρόδρομο και τον Στέφανο ως σήμερα. Μέσω της ταφής σώθηκαν τα άφθαρτα και ακέραια λείψανα των Αγίων (ως οι άγιοι Σπυρίδων, Γεράσιμος, Διονύσιος κ.λ.π.), φανερώσεις της θεώσεως. Η Νεκρώσιμος Ακολουθία, από τα σημαντικότερα κείμενα της παγκοσμίου φιλολογίας, αναπτύσσει θεολογικά τη φυσική λύση του ανθρωπίνου σώματος, όπως φυσική (χάριτι Θεού) είναι και η σύστασή του από το "μη Είναι" στο "Είναι" (από την ανυπαρξία στην ύπαρξη).

Χριστιανικά η αστασίαστη επί 20 αιώνες ταφή (μιλώ για την Ορθοδοξία) είναι, παρά τις δηλώσεις των μοντεριζόντων θεολόγων, "δόγμα" (διδασκαλία) πίστεως. Ανήκει δε, στα κατά τον Μ. Βασίλειο "άγραφα" της πίστεως, όπως το σημείον του σταυρού, η στροφή των ναών κατ΄ανατολάς, η τριπλή κατάδυση και ανάδυση στο Βάπτισμα κ.π.α., που δεν διετυπώθησαν γραπτώς ποτέ και εν τούτοις είναι μόνιμη και απαρασάλευτη ομολογία του Ορθοδόξου Σώματος, έχουν δε "την αυτήν ισχύν προς την ευσέβειαν". Το ίδιο και η ταφή. Κανείς θεολόγος, όσο "σπουδαίος" και αν φαίνεται, δεν μπορεί να γίνει κανόνας πίστεως, παρά μόνο η πράξη των Αγίων μας, όπως ο Μ. Βασίλειος.

Πιστεύω όμως, ότι ο ισχυρότερος λόγος, για να μείνουμε στην παράδοση της ταφής οι σημερινοί Έλληνες, είναι ο πολιτιστικός. Η ταφή είναι αστασίαστο συστατικό του πολιτισμού μας. Πολιτισμός δε, είναι η πραγμάτωση χωροχρονικά της ψυχής μας. Όσοι , μέσα από βουδισμούς και ινδουισμούς ή ό,τι άλλο, οικοδόμησαν μέσα τους άλλη συνείδηση, δεν μπορούν να επιβάλλουν την άποψή τους στους πολλούς, διότι αυτό θα είναι όντως "φασιστική" και μη δημοκρατική στάση.
Θα έλεγα μάλιστα, ότι αυτό ισχύει όχι μόνο με την ταφή των νεκρών μας, που συνδέθηκε με τόσες πρακτικές και έθιμα του λαού μας (καρδιά του πολιτισμού μας βάπτιση, γάμος, κηδεία-υπαρξιακά γεγονότα της ζωής), αλλά και με φαινομενικά ασήμαντα στοιχεία, όπως λ.χ. το σουβλάκι, το κοκορέτσι, η ρετσίνα κ.τ.ο.
Οι Ευρωπαίοι Εταίροι μας θέλουν ένα - ένα να μας καταργήσουν (π.χ το κοκορέτσι), για να τρώμε γερμανικά "χάμπουργκερ" και να πίνουμε ζεστή μπύρα Βαυαρίας. Αυτό, όσο και αν φαίνεται αστείο, αποκαλύπτει τη μόνιμη πρόεση κάποιων δικών μας, 2-3 αιώνες τώρα, να μεταστούμε ("εκ -στάση") σε άλλη ιστορική σάρκα, διότι ντρεπόμεθα για τη δική μας πολιτισμική σάρκα. Να γίνουμε κάτι άλλο. Και ξέρουν πολύ καλά ότι "βγάλε-βάλε", δεν θα μείνει τίποτε, πνευματικό ή βιοτικό, που να κρατεί την ελληνική μας ταυτότητα. Αυτό είναι το υπ' αριθμόν 1 πρόβλημα και μέ την επιβολή τυχόν της καύσεως. Πορεία προς την πολιτική μας αποσύνθεση.
Ο μεγάλος λαογράφος μας, καθηγητής Δημ. Λουκάτος, έχει δηλώσει: "Δεν έχουν ίσως τα λείψανα των νεκρών την ανάγκη μας, εμείς όμως την έχουμε πολύ. Το κάψιμο θα ήταν ένας πλήρης αφανισμός μιας ζωντανής συνέχειας και μιας επικοινωνίας, πού τη θέλουμε"!
Το άφθαρτο σώμα του αγίου Αλέξανδρου του Σβιρ (από εδώ)

Υπάρχει λύση στο προβλεπόμενο "πρόβλημα" (εδώ έχουμε καπιταλιστική δημιουργία προβλήματος εκεί που θα μπορούσε να ΜΗΝ υπάρχει) : Ήδη η ελληνική δικαιοσύνη, πρόσφατα, έχει αποφανθεί: "η καθιέρωση της καύσης των νεκρών αντιβαίνει στη δημόσια τάξη και στα χρηστά ήθη" (Τα Νέα, 5.11.1992).
Η Ι. Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος δύο φορές, επίσημα, έχει εκδηλώσει, ότι "η καύση αντίκειται στα θέσμια της Ορθοδόξου Εκκλησίας". Αν, υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα, αυτό το δημιούργησε ο συνωστισμός μας στην πρωτεύουσα. Αν, λοιπόν, γνωρίζουμε τι σημαίνει πολιτική ταυτότητα και έχουμε τη διάθεση να τη σώσουμε, θα ενισχύσουμε κινήσεις, όπως οι ακόλουθες: δημιουργία νέων νεκροταφείων (κοιμητηρίων) εκτός των κατοικημένων περιοχών - μεταφορά των νεκρών μας στις επαρχίες μας, στη γενέτειρα γη. Το οικονομικό επιχείρημα αποδεικνύεται σαθρό, αφού η καύση απαιτεί τεράστια έξοδα (ήδη υπάρχουν δημόσιες τοποθετήσεις σ' αυτό π.χ "Τα Νέα", 5.11.1992). Ας αφήσουμε δε τους κινδύνους μολύνσεως από τα κρεματόρια, για τους οποίους έχουν γραφεί πολλά στο Εξωτερικό.

Μία πρώτη, και μάλιστα πολύ φθηνή λύση, είναι η όντως "δημοκρατική". Να παύσει το εμπόριο ταφών από τους Δήμους. Δεν μπορεί μέσα σε μια ευνοούμενη χώρα άλλοι να διαθέτουν τεράστιους τάφους, διότι είναι πλούσιοι, και οι φτωχοί να καιγόμαστε (...και πεθαμένοι). Προτείνουμε κανονική ταφή ΟΛΩΝ και συγκέντρωση των οστών σε μικρές λειψανοθήκες, σε αλλεπάλληλα επίπεδα, όπως λ.χ στο Κοιμητήριο του Δήμου Ζωγράφου. Αλλ' αυτό ισχύει για ΟΛΟΥΣ! Είναι ευνόητο πόσος χώρος εξοικονομείται.

Η δημοκρατική συνείδηση επιβάλλει, βέβαια, να δεχθούμε την ελεύθερη επιλογή καύσεως από τους μη ελληνορθόδοξα φρονούντες και σκεπτόμενους. Όχι όμως να την επιβάλουμε και σ' όσους την αρνιούνται. Περιττό να πω, ότι είναι αδιανόητο συνειδητός ορθόδοξος έλληνας να επιλέξει την καύση.
Θα έλεγα, μάλιστα, και ο ευρύτερα χριστιανός. Όσοι ζητούν την επιβολή ( ιδού η δημοκρατικότητά τους) της καύσεως, εις βάρος της εθνικής μας παραδόσεως, ανήκουν στους "εκτός", που όμως θέλουν να νομοθετούν ...δημοκρατικότατα και για τους "εντός". 
 
Επειδή δε κάποιοι επικαλούνται το παράδειγμα της Μ. Κάλας, δηλώνω ότι ούτε η μακαρίτισσα αοιδός, ούτε ο μακαρίτης Δ. Μητρόπουλος, που προηγήθηκε (1960), είναι μέτρα πίστεως και ελληνορθοδόξου συνειδήσεως. Άλλο η τιμή στην προσφορά των προσώπων και άλλο η μίμηση των επιλογών τους.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 18, 2012

Η ΚΑΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΑΠΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΚΟΠΙΑ





Του Γεωργίου Α. Δαουτοπούλου
Καθηγητή Γεωπονίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης




Η είδηση στα μέσα ΜΜΕ που μιλούσε για την απόφαση του Δήμου Θεσσαλονίκης να κατασκευάσει κλίβανο αποτέφρωσης νεκρών, επανέφερε στο προσκήνιο τις συζητήσεις για την ορθότητα ή μη του μέτρου. Εμείς δεν θα σταθούμε στα θεολογικά ζητήματα που ανακύπτουν και συνήθως κυριαρχούν και καλώς κάνουν στις σχετικές συζητήσεις. Θα θέλαμε να δούμε το θέμα από μια διαφορετική οπτική γωνιά που νομίζουμε πως προσθέτει μια νέα θεώρηση την οποία έχουμε τη γνώμη πως δεν πρέπει ή καλύτερα, αν θέλετε, δεν είναι δυνατόν να αγνοήσουμε.




Διάγραμμα1. Σχηματική παράσταση του κύκλου της ζωής


Όσοι παρακολουθούν βασικά μαθήματα οικολογίας, ένα από τα πρώτα αντικείμενα που διδάσκονται είναι ο κύκλος της ζωής, όπως φαίνεται στο παραπάνω διάγραμμα. Μαθαίνουν λοιπόν πως η ζωή ξεκινά από τη δέσμευση της ηλιακής ακτινοβολίας από τα φυτά που παράγουν τους φυτικούς ιστούς για να χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια ως τροφή από τα φυτοφάγα έντομα και ζώα και στη συνέχεια αυτά να αποτελέσουν την τροφή για τα σαρκοφάγα ζώα στηρίζοντας έτσι όλες τις τροφικές αλυσίδες που ως κορύφωση έχουν τον ίδιο τον άνθρωπο. Ο κύκλος κλείνει όταν φυτά και ζώα ολοκληρώσουν τον κύκλο της ζωής τους, βραχύβιας ή μη, οπότε αναλαμβάνουν το ρόλο τους οι σαπροφυτικοί οργανισμοί για να αποικοδομήσουν τους φυτικούς και ζωϊκούς ιστούς.




Η αποικοδόμηση των οργανικών ουσιών επαναφέρει στο έδαφος θρεπτικά στοιχεία τα οποία θα παραλάβουν τα νέα φυτά και θα ξεκινήσει ένας νέος κύκλος ζωής. Ο θάνατος κυριολεκτικά γίνεται η απαρχή μιας καινούργιας ζωής. Αυτοί λοιπόν οι οργανισμοί, πολλοί από τους οποίους δεν είναι ορατοί στο γυμνό μάτι, και τους οποίους συχνά περιφρονούμε ή αν θέλετε, όταν ήμασταν μικροί, είχαμε την τάση να τους συνθλίβουμε με το πόδι μας για να δείξουμε την υπεροχή μας ή να ξεδώσουμε από την καταπίεση των μεγαλύτερων επάνω μας, δείχνοντας και εμείς ότι έχουμε τη δυνατότητα να καθυποτάξουμε κάποιους άλλους μικρότερους!.

Αυτήν λοιπόν τη θεμελιακή λειτουργία της φύσης ερχόμαστε κάποιοι από εμάς να αντικαταστήσουμε με την καύση των νεκρών. Και είναι ιδιαίτερα λυπηρό όταν αυτές οι προτροπές εκφράζονται από ανθρώπους που αποδεδειγμένα έχουν αποδείξει τις οικολογικές τους ευαισθησίες. Με άλλα λόγια, θέλουμε απλά σε έναν επιβαρημένο με ρύπους πλανήτη να προσθέσουμε και άλλους. Σε έναν πλανήτη όπου η ρύπανση έχει αρχίσει να επηρεάζει το κλίμα και να μας απειλεί με κολοσσιαίες επιπτώσεις, να επιτείνουμε το πρόβλημα αντί να το αμβλύνουμε. Ταυτόχρονα όμως διαπράττουμε και ένα δεύτερο σοβαρό ολίσθημα.


Σε έναν πλανήτη με λιγοστούς ενεργειακούς πόρους ερχόμαστε να σπαταλήσουμε και άλλους για την καύση των νεκρών τη στιγμή που η φύση το έκανε αδαπάνως για τον άνθρωπο εδώ και εκατομμύρια χρόνια και είναι διατεθειμένη να το κάνει!. Φανταστείτε την ποιότητα της ζωής μας, αν φυτικοί και ζωικοί ιστοί μετά τη νέκρωση τους παρέμεναν αναλλοίωτοι και σε κοινή θέα. Σήμερα θα περπατούσαμε σε ένα στρώμα φύλλων εκατοντάδων μέτρων και με δισεκατομμύρια νεκρών οργανισμών ενώ ταυτόχρονα η φύση θα έχανε πολύτιμους πόρους αφού δεν θα είχε τη δυνατότητα να ανακυκλώσει πολύτιμα θρεπτικά στοιχεία που συντηρούν τη ζωή σε δισεκατομμύρια διαφορετικών οργανισμών.



Αν η φύση δεν παράγει ρύπους και δεν καταναλώνει πολύτιμους πόρους είναι γιατί έχει κύκλους μέσα από τους οποίους ανακυκλώνονται πολύτιμα στοιχεία για την επιβίωση του ανθρώπου. Στη φύση δεν υπάρχουν απορρίμματα ή άχρηστα υλικά. Αυτούς λοιπόν τους τέλειους μηχανισμούς της φύσης θέλουμε μερικοί από εμάς να τους αντικαταστήσου με με πρακτικές ρυπογόνες επειδή ενδεχόμενα δεν θέλουμε να ακολουθήσουμε μια θρησκευτική πρακτική.


Αν κάποιοι δεν θέλουν να ακολουθήσουν τη θρησκευτική επιταγή ας αποποιηθούν την εξόδιο ακολουθία, αλλά ας σεβαστούν επιτέλους τη φύση και τους μηχανισμούς της που διατήρησαν τη ζωή σε αυτόν τον πλανήτη για εκατομμύρια χρόνια και θα συνεχίσουν να το κάνουν, αν ο άνθρωπος τους κατανοήσει και τους σεβαστεί. Και αυτός ο σεβασμός δε σημαίνει υποταγή. Σημαίνει πρόβλεψη και προνοητικότητα για να διασφαλιστεί η ζωή των ανθρώπων και στις επόμενες γενεές.



Η καύση των νεκρών δε μπορεί να θεωρηθεί ως ένα αναφαίρετο δημοκρατικό δικαίωμα ορισμένων ανθρώπων να επιλέξουν μια άλλη πρακτική από αυτήν που έχει καθιερώσει η πλειοψηφία, όπως δεν επιτρέπεται σε κάθε έναν από εμάς να παράγει και να διαθέτει ανεξέλεγκτα στο περιβάλλον ρύπους που θέτουν σε κίνδυνο τη δυνατότητα της σημερινής γενιάς και των επόμενων να επιβιώσουν σε έναν βιώσιμο πλανήτη (ελπίζω κάποτε να υπάρξουν κυρώσεις και για αυτούς που καίνε τις καλαμιές).


Τους θρησκευτικούς κανόνες μπορούμε να τους παραβλέψουμε αν δεν τους ασπαζόμαστε ή να ισχυριστούμε ότι δεν έχουν παγκόσμια ισχύ, αλλά περιορισμένη στα πλαίσια ενός κοινωνικού συνόλου. Τις οικολογικές όμως αρχές και αξίες οφείλουμε να τις σεβαστούμε γιατί έχουν παγκόσμια εγκυρότητα την οποία δυστυχώς δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ή να αγνοήσουμε. Αν τους παραβλέψουμε για κάποιο διάστημα, θα έρθει η φύση να μας το θυμίσει ή αν θέλετε να επαναφέρει το σύστημα σε μια κατάσταση ισορροπίας. Όχι για να μας εκδικηθεί, όπως συχνά αρεσκόμαστε να λέγουμε. Η φύση δεν έχει ανθρώπινη υπόσταση. Μόνον οι άνθρωποι εκδικούνται.



Αν η ορθόδοξη πρακτική για την ταφή των νεκρών έχει απόλυτη οικολογική συνάφεια για αυτό δεν φταίει η Ορθοδοξία. Είναι μάλλον μια ακόμα επιβεβαίωση της αγάπης της για τον άνθρωπο και για τη συνέχιση της ευημερίας του σε αυτόν τον πλανήτη και σε ένα περιβάλλον ειρήνης και αγάπης ανάμεσα στους λαούς και όλα τα έμβια όντα που τον κατοικούν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...